Ένα πρωί, η μάνα του έκλαιγε και του είπε: «Σήκω πρέπει να φύγεις, άργησες». Το αγόρι, χωρίς να ρωτήσει τον λόγο, τακτοποίησε τα πράγματα και ετοιμάστηκε γρήγορα. Παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζε την αιτία, περίμενε και την αδελφή του. Όταν ετοιμάστηκε και εκείνη, τότε οι γονείς τους τους αγκάλιασαν, έκλαψαν και τους σύστησαν να απευθυνθούν σύντομα σε μία διεύθυνση. Τα δύο αδέρφια, ενώ δε γνώριζαν αρχικά το λόγο, μόλις έφτασαν στο σημείο αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα. Εκεί, τους περίμενε ο διακινητής, ο οποίος χωρίς καθυστέρηση τους επιβίβασε σε ένα βαν και ξεκίνησε. Τα δύο αδέλφια έτρεμαν από τον φόβο και την αγωνία τους.

Αφού διένυσαν τις αποστάσεις, έφτασαν σε έναν πολύ, μα πάρα πολύ μακρινό τόπο, που δεν γνώριζαν καν πώς λεγόταν. Σε αυτόν τον τόπο δεν ετίθετο πλέον θέμα ξεκούρασης. Το αγόρι θα έπρεπε για την κάλυψη των εξόδων και των δύο να εργάζεται από το πρωί έως το βράδυ. Δεν υπήρχε πλέον ειρήνη, ηρεμία και ανοιχτοί ορίζοντες, δεδομένου ότι το αγόρι είχε περιέλθει σε μία απολύτως ταραχώδη κατάσταση σε αυτόν τον άγνωστο τόπο. Το αγόρι που δεν γνώριζε τι θα πει στεναχώρια, τώρα αυτήν είχε μόνιμή του σκέψη.

Μακάρι να μπορούσε να αποχαιρετήσει τα φιλαράκια του, μακάρι να γνώριζε τουλάχιστον την αιτία αυτής της κατάστασης, μακάρι κάποιος να μπορούσε να τον καταλάβει έστω και λίγο, μακάρι να μπορούσε να ξανασυναντήσει και να μιλήσει με τους φίλους του. Αυτά αποτελούσαν πλέον τις προτεραιότητες και τους στόχους του, όπως και πολλά ερωτήματα. Μία ημέρα απευθυνόμενος στον Θεό, Του είπε: «Τελικά Εσύ νίκησες, αφού πρώτα μας τα πήρες όλα. Τώρα Σου τα χαρίζω, αλλά δε με ρωτάς γιατί ζω; Θες να με βασανίζεις; Μα τι έχω κάνει και σε τι φταίω; Τόσα βάσανα δεν μου φτάνουν;».

Η ζωή στο μακρινό εκείνο τόπο χειροτέρευε μέρα με την ημέρα. Σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το αγόρι ξαφνικά ερωτεύθηκε και κατάφερε να αποκτήσει μία τεράστια ελπίδα. Δυστυχώς όμως και από την κακή του τύχη και το κορίτσι που ερωτεύτηκε τον εγκατέλειψε. Σε αυτόν τον μακρινό τόπο, σαν να είχαν εγκλωβιστεί τα δύο αδέλφια. Τίποτα δεν τους πήγαινε καλά. Και οι δύο με ραγισμένες καρδιές. Ωστόσο η αδελφή του πάντα τον ενθάρρυνε, αλλά και κάθε ήττα τον δυνάμωνε περισσότερο. Η ζωή όμως δεν προχωρούσε θετικά για αυτόν. Είχε πικραθεί και είχε «καεί» πια τόσο πολύ,  που κάθε τι θετικό το απέδιδε τελικά σε συμπτώσεις. Η αδελφή του ωστόσο πάντα τον υποστήριζε και του στεκόταν σαν φύλακας άγγελος, γεγονός το οποίο βοήθησε πολύ το αγόρι να αντέχει τα προβλήματα και να ξεπερνά τις δυσχέρειες και να επιχειρεί το καλό και το θετικό για τη ζωή του. Τα δύο αδέλφια δεν είδαν ποτέ πια την οικογένειά τους. Σαν να ήταν υποχρεωμένα να βαδίζουν προς την επιτυχία και να κατορθώνουν τα ακατόρθωτα, να πετυχαίνουν και να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της επιτυχίας.

Ένα τρελό αγόρι

Που γνώριζε τα πάντα

Δεν έχει ζωή ήρεμη

Αλλά βαδίζει κάτω από τη βροχή

Κουρασμένο και διαλυμένο

Μακάρι κάποιος να ήταν κοντά του

Μακάρι κάποιος να το καταλάβαινε

Κάποιος να του μειώσει τον πόνο

Μακάρι να μπορούσε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του

Να έπαιζε με τα φιλαράκια του στην πατρίδα

Μακάρι να μην είχαν συμβεί όλα αυτά

Μακάρι να βρισκόταν μία λύση

Μακάρι να βρισκόταν κάπου η ευτυχία

Μακάρι και μακάρι…

Διαβάστε το πρώτο μέρος της ιστορίας εδώ

*Το ένατο φύλλο της εφημερίδας ‘Αποδημητικά Πουλιά’ στο οποίο δημοσιεύθηκε το παραπάνω κείμενο, δημιουργήθηκε από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού με την υποστήριξη της UNICEF και χρηματοδότηση της Πολιτικής Προστασίας και Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διαβάστε ολόκληρο το φύλλο εδώ. ‘Η έκδοση του παρόντος φύλλου δημιουργήθηκε και με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης’.