neeson

Silence / Σιωπή (2,5/5)

Μοναστικό δράμα σε σκηνοθεσία Martin Scorsese και σενάριο του ιδίου και του Jay Cocks (από τη νουβέλα του Shusaku Endo), με τους Andrew Garfield, Adam Driver, Liam Neeson κ.ά., διάρκειας 161 λεπτών, σε διανομή της Spentzos Film

Δυο Ιησουίτες αποφασίζουν να ταξιδέψουν στα πέρατα της Γης, αναζητώντας τον χαμένο εν Χριστώ αδελφό τους, που ξεκίνησε για ιεραποστολή στην εχθρική προς κενά δαιμόνια Ιαπωνία, πριν χαθούν οριστικά τα βήματά του.

Έργο ζωής για έναν σκηνοθέτη που έχει περάσει τη ζωή του ολόκληρη αντιμετωπίζοντας το σινεμά σαν θρησκεία και κάνοντας σινεμά τη σχέση του με τα θεία, το Silence μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί για προσπάθεια του Martin Scorsese να πάθει Terence Mallick, έτσι που οι πλούσιες σιωπές και η αφηρημένη φυσιολατρεία γεμίζουν τα κάδρα του ως κεντρικοί πρωταγωνιστές. Όσο κι αν τον αγαπάμε όμως, ο Scorsese ούτε την εικονοπλαστική δεινότητα, ούτε τον εικαστικό πλούτο μπορεί να βρει για να συναγωνισθεί τον σπουδαιότερο εν ενεργεία κινηματογραφικό υπαρξιστή, κι ούτε και θέλει. Ψάχνοντας το θείο στην άγρια ερημιά της πλούσιας φύσης, μέσω της μεσσιανικής φιγούρας που χρησιμοποιεί για πρωταγωνιστή (σε σημείο τέτοιο μάλιστα, που ο ήρωάς του βλέπει το πρόσωπο του Ιησού στην αντανάκλασή του), ο Scorsese στήνει κάτι σαν μια εκτεταμένη, δίωρη-plus εκδοχή της σαρακοστής του Ιησού στην Έρημο. Σε μια χώρα γεμάτη άγρια θηρία, κολασμένες ψυχές, πείνα, κακουχία κι εξαθλίωση, αλλά και δελεαστικές προτάσεις να απαρνηθεί –έτσι για λίγο τόσο δα- την πίστη του, για να σώσει όχι μονάχα το τομάρι, μα και το ποίμνιό του. Κάπως σαν θρησκευτική εκδοχή του The Revenant με μοναχούς, ας πούμε, αλλά χωρίς ωμά συκώτια.

Με τον Andrew Garfield να είναι ελαφρώς πιο μπερδεμένος κι από τον ήρωα που καλείται να ενσαρκώσει δίνοντας βλέμμα απόγνωσης στην αναζήτηση όχι του αγνοούμενου ιερέα, αλλά του άτρωτου της πίστης που για εκείνον συμβολίζει, από σχετικιστικής απόψεως η ταινία του Scorsese μπορεί να ερμηνευθεί πολλαπλά. Είναι βεβαίως καθρέφτης των διωγμών που μαίνονται, των διωγμών που θα έρθουν, των διωγμών που πάντα θα έρχονται, με τον ίδιο τρόπο που οι Ιησουίτες του, ζηλωτές της πίστης τους και ιεροδιάκονοι της ελευθερίας να εκφράζουν και να υπηρετούν την δική τους αλήθεια και βεβαιότητα, σ’ έναν κόσμο με απαγορευτικές σχετικότητες, λειτουργούν ως είδωλα πολλαπλών αναγνώσεων. Πολλαπλές είναι εξ’ άλλου κι οι ερμηνείες που έχουν φορεθεί και στην ίδια τη φιγούρα του Ιησού, πέρα απ’ την μεταφυσική, κι αυτή είναι κι η μαγεία της θρησκείας: η θέση της στον κόσμο των ανθρώπων, είναι πάντα σχετική. Εν προκειμένω, λοιπόν, μια σχετικιστική ανάγνωση που πολύ γόνιμα μπορεί να επιχειρηθεί, είναι αυτή του Silence ως κατάθεση διαμαρτυρίας. Μια επιστολή υπενθύμισης προς τους (νεότερους, αλλά και σύγχρονούς του) κινηματογραφιστές, γύρω απ’ το τι ξεκίνησαν να κάνουν, ποιο σινεμά να υπηρετούν, σε ποια αγνή, υπερβατική καλλιτεχνική του μορφή, πριν ξεστρατήσουν, πριν αποστατήσουν κι αλλαξοπιστήσουν, για να προσπαθήσουν να χωρέσουν τα απομεινάρια της ψυχής τους στα διδάγματα του χολιγουντιανού δόγματος, σαν να προσπαθούν να κρύψουν μικρούς ξύλινους σταυρούς μέσα σε κούφιους Βούδες.

Παρ’ όλη την ανοιχτή της φύση πάντως (ενδεχομένως κι εξαιτίας της, για κάποιους), και παρ’ όλην την τεχνική της ανωτερότητα και την αδιαμφισβήτητη εικαστική της μαεστρία, η ταινία που ο Scorsese περίμενε 30 χρόνια για να κάνει, παραμένει μια φουλ απαιτητική, κι αρκετά τιμωρητική εμπειρία. Ένα κέλυφος ερωτημάτων των οποίων η αγωνιώδης εκφορά δεν αιτιολογείται ποτέ επαρκώς, κυρίως γιατί μονίμως περιστρέφονται γύρω απ’ το «πώς» και το «τι» τις θρησκείας, την τυπολατρία και την ερμηνεία του δόγματος, αντί για το πραγματικό μυστήριο της πίστης, που είναι πάντα το «γιατί». Από την άλλη όμως, το να ρωτάς έναν πιστό γιατί πιστεύει, ίσως να είναι σαν να ρωτάς τον σινεφίλ γιατί αγαπά το σινεμά. Στην περίπτωση του Scorsese, προφανώς είναι και τα δύο sine qua non, για να το θέσουμε στη γλώσσα των καθολικών.


bqnrwtksej57dadbf02225e

Nocturnal Animals / Νυκτόβια Πλάσματα (3,5/5)

Δράμα μυστηρίου βραβευμένο με Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και υποψήφιο για 3 Χρυσές Σφαίρες, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Tom Ford (απ’ τη νουβέλα του Austin Wright), με τους Jake Gyllenhaal, Michael Shannon, Aaron Taylor-Johnson και Amy Adams, διάρκειας 116 λεπτών, σε διανομή της UIP

Ψυχρή κι αλλοτριωμένη απ’ τη δόξα και το χρήμα γκαλερίστρια, που πνίγεται απ’ την κενότητά της, νιώθει το έδαφος να καταρρέει κάτω απ’ τα πόδια της, όταν συγκλονίζεται απ’ νουβέλα του πρώην που είχε παρατήσει γιατί παραήταν loser.

Σχεδιαστής μόδας παύλα οσκαρικός σκηνοθέτης, ο Tom Ford είναι μια απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες, δυναμικές και πολυσχιδείς δημιουργικές φωνές της Αμερικής right now, κι ετούτο το follow up του στο υποδειγματικό Ένας Άνδρας Μόνος / A Single Man, είναι κάτι παραπάνω από επιβεβαίωση της δεινότητάς του στο παιχνίδι της αισθητικής: μιξάροντας Alfred Hitchcock και David Lynch, με μια βεντάλια εξαιρετικών ερμηνειών από την τριπλέτα των ανδρών ερμηνευτών του (ο Jake Gyllenhaal σε εξαιρετική φόρμα υπόκωφης απειλής, ο Michael Shannon σταθερά εκρηκτικός, κι ο Aaron Taylor-Johnson σε μια ανατριαχιστική βραβειακού βεληνεκούς πρώτη γνωριμία με τους μεγάλους προβολείς του απαιτητικού δράματος), o Ford υπογράφει ένα απ’ τα πιο καλογυαλισμένα ψυχολογικά θρίλερ που έχουν κοσμίσει κινηματογραφική οθόνη τα τελευταία χρόνια, εμπλουτίζοντάς το με την παράλληλη ιστορία μιας ύπαρξης χαμένης στην αποξένωση όχι από τους άλλους ανθρώπους, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό: ο χαρακτήρας της (άδικα ανεκμετάλλευτης σε γκάμα και screentime) Amy Adams είναι η δίοδος του Ford σε ένα εντελώς διαφορετικό, αλλά εντελώς παράλληλο αφηγηματικό σύμπαν, όπου η απατηλή λάμψη της δόξας μεριάζει, για να αποκαλυφθεί η πικρή επίγευση της ματαιότητας, καθώς τα χρόνια περνούν, μαμά. Μισό θρίλερ μισό δράμα, με τη διπλή δράση να ξεδιπλώνεται σε παράλληλους, συμπληρωματικούς χρόνους, που δίνουν στο ρυθμό τις κατάλληλες ανάσες, το φιλμ του Ford μπορεί να μην βρίσκει πάντα τα κουμπώματα που θα συνδέσουν τις δυο αφηγήσεις του με τρόπο οργανικό, προσφέρει όμως μια άκρως απολαυστική (ακόμη και στις πιο βεβιασμένα στιλιζαρισμένες της στιγμές) σύνθεση, που λειτουργεί ως στοιχειωτική υπενθύμιση των επιπτώσεων μιας ζωής που ξοδεύεται στο να κρατάει τα λάθος (πράγματα) και να πετάει τα σωστά (πρόσωπα).


PATERSON_D26_0049.ARW

Paterson (3/5)

Ποιητικό δράμα υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Jim Jarmusch, με τους Adam Driver και Golshifteh Farahani, διάρκειας 118 λεπτών, σε διανομή της Ama Films

Μειλίχιος οδηγός λεωφορείου γεμίζει το μυστικό του σημειωματάριο με ποιήματα στα διαλείμματα των διαδρομών του, και περνάει τα απογεύματά του αγνοώντας της παραινέσεις της φαντασμένης αγαπημένης του να τα δημοσιεύσει.

Μια πανέμορφη ωδή στην καθημερινότητα, όπως συνηθίζουν να είναι οι πιο συνήθεις απ’ τις ταινίες του Jim Jarmusch, το Paterson είναι, αν μη τι άλλο, και μια περίτρανη απόδειξη της ικανότητας του σκηνοθέτη να κάνει τις ταινίες του να φαίνονται απαράμιλλα δικές του, δεδομένου μάλιστα ότι όλο το setup ετούτου του μειλίχιου δράματός του, μοιάζει βγαλμένο κατευθείαν απ’ το μυαλό του Wes Anderson: κατ’ αρχήν όσοι κοντεύετε να τρελαθείτε με την απορία γιατί ο Adam Driver φαίνεται να είναι το πιο hot όνομα του αμερικανικού κινηματογράφου αυτή τη στιγμή, θα αναθαρρήσετε μαζί μου όταν συνειδητοποιήσετε πως το βασικό gag της ταινίας είναι ότι τον οδηγό του λεωφορείου τον ερμηνεύει ένας τύπος που τον λένε Driver, μια στιγμή αυθάδικου χιούμορ εφάμιλλη της σεναριακής ιδιοτροπίας που θέλει τον κεντρικό ήρωα να φέρει το ίδιο όνομα με την πόλη της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο λειτουργικό μοχλό. Σε αντίστοιχο μοτίβο, το σενάριο του Jarmusch σατιρίζει την προκατάληψη του θεατή κάνοντας απείρως ενδιαφέροντα έναν τύπο που κάνει μια ακατάσχετα ανιαρή δουλειά, ποτισμένη όμως σε μια επαναληπτικότητα σε απόλυτη σύμπνοια με αυτήν του καλλιτεχνικού της πάθους: περίπου όπως η ίδια η δομή της ποίησης, η ταινία ψάχνει την ομορφιά στη ρουτίνα, ακολουθώντας επαναλαμβανόμενα μοτίβα εμπλουτισμένα με συνεχείς αλληγορικές χρήσεις συμβόλων που ανυψώνουν την πεζή καθημερινότητα. Δίδυμες και δίδυμοι κυκλοφορούν στους δρόμους, στα μπαρ και στα παγκάκια, παραπέμποντας στη διττή φύση του κεντρικού ήρωα, ενώ η σαλταρισμένη αγαπημένη του περνάει τις μέρες της ζωγραφίζοντας τα πάντα ασπρόμαυρα, σαν να θέλει να βάψει την ταινία στα χρώματα του γιν και γιανγκ που συμπληρώνει με τον σύντροφό της. Υπάρχει μια ύποπτη συνενοχή στον τρόπο που η ερωμένη του παρουσιάζεται ως μια αργόσχολη φαντασμένη που φυτοζωεί αρμέγοντας το βιος του πραγματικού καλλιτέχνη για να χρηματοδοτήσει τους ιδεασμούς της, απ’ την άλλη όμως, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις και μια τολμηρή ποιητική ειλικρίνεια στην κεκαλυμμένη παραδοχή του Jarmusch πως, καμιά φορά, ακόμη κι η αγάπη μας κρατάει πίσω.


maxresdefault

Assassin’s Creed (2/5)

Περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία του Justin Kurzel και σενάριο των Michael Lesslie, Adam Cooper και Bill Collage (απ’ τη σειρά video games), με τους Michael Fassbender, Marion Cotillard, Ariane Labed κ.ά

Φυλακισμένος μεταφέρεται σε hi-tech πρόγραμμα χωροχρονικής μεταφοράς συνειδητότητας (ή κάτι τέτοιο) κι ανακαλύπτει πως κατάγεται από προαιώνια φατρία δολοφόνων, που προσπαθούν να αποκρούσουν την παντοκυριαρχία των Μασόνων (ή κάπως έτσι).

Προσπαθώντας να αποφύγει της κακοτοπιές κοινοτοπίας του είδους, και δουλεύοντας με ένα σενάριο που δεν του αφήνει πολλά περιθώρια να το πετύχει, ο Justin Kurzel (σκηνοθέτης του Snowtown (2011), ενός εκ των πιο ελπιδοφόρων ντεμπούτων των τελευταίων ετών) επενδύει σοφά στην χαρισματική φιγούρα του Michael Fassbender, προκειμένου να καμουφλάρει την αφηγηματική κενότητα της ταινίας του, αφήνοντας την μαγνητική παρουσία του πρωταγωνιστή του να γεμίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της. Επιλογή σφόδρα αποτελεσματική, αφού με σωστή ισορροπία δράσης και (ελαφρώς ακατανόητης για τους αμύητους στα video games) παρλάτας, προσφέρει μπόλικο αναπολογητικό eye candy τόσο στους (άρρενες και θήλυες) fans του Γερμανοϊρλανδού ηθοποιού, όσο και στους λάτρεις του video-game, με τους τελευταίους να αφήνονται ελεύθεροι να εκστασιαστούν άφοβα με την σπηντάτη δράση και την εκρηκτική ενέργεια που εκτοξεύει σε επίπεδα κόκκινου συναγερμού ο σκηνοθέτης του Macbeth (2015), της πιο πυρετώδους (και αυτονόητα προτεινόμενης για θέαση) κινηματογραφικής εκδοχής σαιξπηρικού δράματος εδώ και δεκαετίες.