H Romina Basso με τους Latinitas του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου (δεξιά)

H Romina Basso με τους Latinitas Nostra του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου (δεξιά)

Ο πραγματικός λόγος που η Romina Basso δεν είναι μια ντίβα της Όπερας γνωστή στους πάντες – ενώ η φωνητική της αξία εύκολα θα της επέτρεπε κάτι τέτοιο – αλλά ένα πολύτιμο, καλά κρυμμένο μυστικό ανάμεσα για τους αληθινούς γνώστες του είδους, είναι μόνο ένας: πως εκείνη επιλέγει να είναι έτσι. Παραμένει, όπως ήταν από παιδί, ένας άνθρωπος που όταν δεν εκτίθεται επί σκηνής, αποφεύγει τα φώτα και το θόρυβο των πολλών συναναστροφών. Όμως όποιος την έχει δει στη σκηνή έστω και μία φορά, αποκλείεται να την ξεχάσει ποτέ: είναι εμπειρία ζωής. Στη συνέντευξη που μου έκανε τη σπάνια τιμή να μου δώσει (δεν το συνηθίζει), δοκίμασα την ταραχή που νιώθει κανείς όταν συναντά μια καλλιτεχνική προσωπικότητα σπάνια, πολύπλευρη και αντιφατική, αλλά και τη συγκίνηση, τις δονήσεις που σου προκαλεί μια φωνή μοναδικά εκφραστική και γεμάτη μελωδικότητα και πλούσιες αποχρώσεις όχι μόνο όταν τραγουδά, αλλά κι όταν απλώς μιλάει.

Πώς επιλέξατε το δρόμο της τέχνης; Και πότε; Μα δεν τον επέλεξα! Η μητέρα μου έλεγε πως τραγουδούσα πριν να αρχίσω να μιλάω. Κι εκείνη τραγουδούσε πολύ όμορφα, και τραγουδούσαμε μαζί. Η μουσική υπήρχε στην καθημερινότητά μου, από τότε που ήμουν έξι ή επτά ετών. Δεν είναι η τέχνη αυτό που αναζητώ, είναι απλώς η δυνατότητα να εκφράζομαι. Προσπαθώ να εκφράζομαι μέσω της μουσικής, να πω μέσω αυτής πράγματα που δεν είμαι ικανή να πω λεκτικά, ή που δεν είμαι ικανή να κάνω σωματικά.

Πέρα από το γεγονός ότι τραγουδούσατε πριν καν μιλήσετε, ήσασταν γενικά εκφραστική, ή πιο συγκρατημένη; Μέχρι σήμερα παραμένωκλειστός άνθρωπος. Ίσως είναι παράξενο, ίσως και να μην είναι καθόλου παράξενο, αλλά απλώς ένας τιμωρητικός ανταποδοτικός νόμος, όχι όπως στο Δάντη, στην Κόλαση, το Καθαρτήριο ή τον Παράδεισο, αλλά απλούστατα σε αυτή τη γη, το γεγονός πως ένας άνθρωπος βαθύτατα ντροπαλός κι εσωστρεφής, να καταλήγει να κάνει αυτή τη δουλειά και να εκτίθεται μπροστά σε τόσο κόσμο. Όμως θα σας πω κάτι που εγώ το θεωρώ πολύ σημαντικό: τραγουδάω για ένα πρόσωπο. Μου έχει συμβεί να τραγουδήσω και μπροστά σε 4000 ανθρώπους, όμως για μένα ισχύει απολύτως το ίδιο. Φυσικά υπάρχει μια διαφορετική οπτική εντύπωση, όμως ψυχολογικά για ένα πρόσωπο πολύ συγκρατημένο, πολύ ντροπαλό, πολύ διακριτικό όπως είμαι εγώ, το να βρίσκεσαι μπροστά ακόμα και σε ένα πρόσωπο, είναι ήδη μια μεγάλη δοκιμασία. Είναι παράξενη η ζωή. Κάποιες φορές φέρνει αντιμέτωπο με ενα επάγγελμα όπως είναι αυτό του μουσικού – που βρίσκεται πάντοτε εν κινήσει, που γνωρίζει καινούριους ανθρώπους, που κάποιες φορές διατηρεί επαφές, κάποιες άλλες αντιθέτως τις χάνει – κάποια σαν εμένα. Είμαι πολύ απλός άνθρωπος. Θα μπορούσα να πω κάτι λίγο μπανάλ, που όμως προέρχεται από τη Μαντάμ Μπατερφλάι: «είμαστε άνθρωποι συνηθισμένοι στα μικρά πράγματα» (Noi siamo gente avvezza alle piccole cose). Ζω σε μια μικρή πόλη, που τώρα είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από ένα μεγάλο χωριό, και που είναι αληθινά ξεχασμένη από Θεό και ανθρώπους, και βρίσκεται στα σύνορα της Ιταλίας. Πολλοί συνάδελφοί μου λένε «γιατί ζεις σε αυτό το μέρος, όπου για να πας στη Βενετία χρειάζεσαι δύο ώρες;» Όμως αυτός είναι ο γενέθλιος τόπος μου, αυτές είναι οι ρίζες μου. Είναι η καταγωγή ενός κοριτσιού πολύ-πολύ ντροπαλού, που κατέβαλε τόση προσπάθεια και κόπο για να κάνει όσα έκανε, να σπουδάσει πιάνο στα εννιά του χρόνια, να δώσει εξετάσεις μπροστά σε κοινό κλπ. Κατά μία άποψη, για ένα πρόσωπο τόσο ντροπαλό όσο εγώ, το να μπορέσω να βρω το δικό μου τρόπο έκφρασης, όπως είναι αυτός του τραγουδιού, που είναι το πλέον φυσικό πράγμα – όπως εμείς μιλάμε τώρα, εγώ φυσικά τραγουδάω, διακοσμώντας τον απόηχο των λέξεών μου – είναι πολύ όμορφο, είναι η δική μου απόδραση, ο δικός μου δρόμος φυγής. 

Όταν είναι κανείς κλειστός και εσωστρεφής, η σκηνή του δίνει μια δυνατότητα έκφρασης. Ναι. Αλλά είναι γεγονός πως όταν είσαι ντροπαλός και εσωστρεφής, και μόνο το να μπορέσεις να ξεμυτίσεις πάνω στη σκηνή μπορεί να είναι πολύ περίπλοκο. Από την άλλη, πρέπει να υπάρχει από κάπου μία ώθηση, που να σου λέει «Πήγαινε Γιώργο, προχώρα!» Ώστε να μπορέσεις να το κάνεις.

Όπως ήδη μου είπατε, είναι μια παράξενη ζωή το να βρίσκεται κανείς διαρκώς σε κίνηση, να ταξιδεύει αδιάκοπα. Κάτι τέτοιο κάνει τις σχέσεις πιο εύκολες ή πιο δύσκολες; Πολύ πιο δύσκολες. Στην πραγματικότητα, από ένα ορισμένο σημείο στην καριέρα μου και μετά πήρα την απόφαση να επιβραδύνω, και να κάνω μόνο τα πράγματα που μου αρέσει να κάνω, και μόνο με ανθρώπους που εκτιμώ και με εκτιμούν. Γι’ αυτό και μπορώ να επιτρέφω στον εαυτό μου, και να κάνω πειραματισμούς. Όμως δεν είμαι πλέον μια νεαρά υποσχόμενη στο χώρο της παλαιάς μουσικής, είμαι ένας άνθρωπος κάποιας ηλικίας, και έχω κάνει πάρα πολλά σε λίγο χρόνο, γιατί ξεκίνησα επαγγελματικά γύρω στα 1995, όμως τα τελευταία 7-8 χρόνια έχω κάνει όσα ένας κανονικός άνθρωπος κάνει τουλάχιστον σε, δεν θέλω να πω το διπλάσιο, αλλά σίγουρα χρειάζεται 10-12 χρόνια για να κάνει τον αριθμό των πραγμάτων που έκανα. Το λέω χωρίς να θέλω να ακουστώ ματαιόδοξη ή υπερφιλόδοξη, όμως είναι απλά η αλήθεια των αριθμών. Γι’ αυτό και τώρα έχω αληθινά επιβραδύνει πολύ, είχα και κάποια προβλήματα υγείας, καθώς και κάποιες οικογενειακές κρίσεις. Πιστεύω πως είναι πολύ δύσκολη η επικοινωνία γενικώς, όμως είναι βαθύτερη η επικοινωνία με αυτούς που έχω επιλέξει να δουλεύω πιο συχνά, και με τους οποίους γνωριζόμαστε, όπως με το Μάρκελλο (σ.σ. Χρυσικόπουλο), με τον οποίο συμπίπτουν οι μουσικές μας επιδιώξεις.

Πώς άρχισε η συνεργασία με το Μάρκελλο Χρυσικόπουλο; Ήμασταν προσκεκλημένοι με τον Andrea Marcon, που το 2008 διηύθυνε την Venice Baroque Orchestra, για να δώσουμε μια συναυλία στο Φεστιβάλ της Κύπρου. Έτυχε στον Andrea κάτι απρόβλεπτο την τελευταία στιγμή, και θυμάμαι πως μου είχε στείλει ένα mail με μια λίστα με ονόματα που θα μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν. Το τελευταίο όνομα στη λίστα ήταν αυτό του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου. Υπήρχε μια σημείωση από τον Andrea που έλεγε πως είναι Έλληνας τσεμπαλίστας, ότι είναι πολύ καλός, κι ότι τώρα που αυτός βρίσκεται στο σπίτι του, θα ήταν πιο εύκολο να έρθει ένας Έλληνας τσεμπαλίστας στην Κύπρο και να κάνουμε πρόβα στο πρόγραμμα, παρά να πάει αυτός να αναζητήσει Ιταλούς τσεμπαλίστες που επίσης δαν γνώριζα. Έτσι αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε, για να δώσουμε εκείνη τη συναυλία με έργα Caccini, Porpora, Purcell, και σκεφτήκαμε πως θα ήταν εξαιρετικό να κάνουμε ένα πρόγραμμα με θρήνους. Αυτό κατόπιν εξελίχτηκε σε δίσκο, που τον παρουσιάζουμε ακόμα σε συνυλίες σε όλο τον κόσμο. 

Νιώθω πολύ τυχερός που έχω δει μια συναυλία με το πρόγραμμα του Lamento. Όπως είναι φυσικό για μια λυρική καλλιτέχνιδα, δεν έχετε μόνο φωνητικές ικανότητες, αλλά και υποκριτικές. Πάνω απ’ όλα, για να βυθιστεί κανείς σε αυτό το είδος του ρεπερτορίου, ο τραγουδιστής που θέλει να είναι ολοκληρωμένος, πρέπει οποσδήποτε να έχει βάσεις στο staging. Όχι απλώς να ξέρει να στέκεται πάνω στη σκηνή μέσα σε μια σκηνογραφία. Αλλά να ξέρει να σταθεί στη σκηνή ντυμένος στα μαύρα και να τραγουδήσει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ή το Stabat Mater του Pergolesi, σαν να υπήρχε σκηνογραφία, σαν να υπήρχαν κοστούμια, σαν αν υπήρχε δράση. Στην πραγματικότητα, πρέπει πάντα να μπορούμε να αφηγηθούμε μια ιστορία. Κατά συνέπεια, είτε είναι σε μορφή κοντσέρτου, είτε σε μορφή σκηνοθετημένη, είναι κανείς οπτικά παρών. Πρέπει να δουλέψει κανείς με διορατικότητα, με ιστορικές γνώσεις, με την προσωπική του διαίσθηση, στην εμβάθυνση στο ψυχολογικό προφίλ του χαρακτήρα του, παρόλο που μπορεί να μην είναι σε σκηνοθετημένη μορφή, αλλά να είναι σε φόρμα κοντσερτάντε, είναι θέατρο. Πάντα. Ειδικά σε ότι αφορά την παλαιά μουσική και το ρεπερτόριο του μπαρόκ, ο λόγος και μαζί ο ρυθμός έρχονται πριν από τον ήχο. Ιστορικά και πραγατολογικά, ο λόγος και το κείμενο, κι ο ρυθμός στον οποίο έχει προσαρμοστεί το κείμενο, είναι η κινητήρια δύναμη που δημιουργεί τον ήχο. Και το κείμενο αυτό είναι θέατρο και σκηνή και δράση.

Αναρωτιέμαι, το μπαρόκ ρεπερτόριο το επιλέξατε εσείς, ή αυτό επέλεξε εσάς; Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 πήγα να σπουδάσω σε αυτή που σήμερα έχει γίνει μία από τις πλέον ονομαστές μουσικές σχολές της Ιταλίας, την Scuola di Musica di Fiesole. Εκείνη την εποχή, υπήρχε, ήδη από χρόνια, μια παράδοση: τα masterclass του δασκάλου Claudio Desderi. Αυτός τα προηγούμενα χρόνια είχε δουλέψει πάνω στην τριλογία Mozart-Da Ponte, και κείνα τα χρόνια ήθελε να δουλέψει πάνω στην τριλογία του Μonteverdi. Το ντεμπούτο μου λοιπόν ήταν, μετά από τις σπουδές στο θέατρο της Πίζα το 1995, στον Ορφέα του Μonteverdi. Στην πραγματικότητα λοιπόν, το γεγονός ότι εγώ τώρα δουλεύω πάνω στο μπαρόκ, έρχεται μετά από μια περίοδο επτά χρόνων που δούλεψα στο λυρικό ρεπερτόριο, τα lieder και τη μουσική δωματίου, κι αυτό οφείλεται στο ότι εκείνη την εποχη στην Ιταλία, όταν εγώ ήμουν ακόμα πολύ νέα, δεν υπήρχε η δυνατότητα να δουλέψεις πάνω στο Μπαρόκ. Στην πραγματικότητα ακόμα και τώρα δεν υπάρχει! Όμως ειδικά εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Καθώς λοιπόν διέθετα εκ φυσεως μια φωνητικότητα με μεγάλο εύρος, κι είχα φυσική κολορατούρα, στράφηκα στο ρεπερτόριο του Ροσσίνι, πάνω στο οποίο έχω δουλέψει πάρα πολύ, και το οποίο μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα. Κι ύστερα, αφού είχα δουλέψει επί χρόνια σε όπερες στην Ιταλία, αλλά και στο εξωτερικό, ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω κατεύθυνση, από υφολογικής πλευράς. Οπότε επέστρεψα στο παρελθόν. Έκανα οντισιόν, ξεκινώντας απο το 2003-2004. Έκανα με τον Marcon, τον Alessandrini, τον Fabio Biondi, κι έτσι μέσα σε ένα-ενάμιση χρόνο άρχισα και πάλι να δουλεύω στο χώρο του μπαρόκ. Δεν επιλέξαμε λοιπόν εξ αρχής ο ένας τον άλλο εγώ και το μπαρόκ, αλλά ήταν σαν να αναζητούσε ο ένας τον άλλο επί πολλά χρόνια, ώσπου τελικά βρεθήκαμε!

Επιλέγει λοιπόν κανείς, και ταυτόχρονα τα πράγματα τον επιλέγουν. Εσείς αν είχατε να κάνετε και πάλι την επιλογή σας, θα γινόσασταν καλλιτέχνις; Όχι. Θα είχα σπουδάσει ιατρική. Γιατί όταν ήμουνα μικρή, ήθελα να σώσω τους ανθρώπους.

image5

Η τέχνη δεν μπορεί να μας σώσει; Η τέχνη σε τρώει. Είναι πολύ απαιτητική, και σου παίρνει τόσο πολλά… παίρνει ακόμα κι όταν δεν έχεις τι να δώσεις. Από αυτή την οπτική γωνία, είναι μια αποστολή, ένα λειτούργημα κάπως σαν την ιατρική. Είναι πολύ βαριά κουβέντα να πεις ότι η τέχνη μπορεί να σώσει. Μπορεί να βοηθήσει, ή να βελτιώσει. Αυτό ναι. Υπάρχουν άνθρωποι που ακούγοντας μουσική, ή ακούγοντας τους τραγουδιστές, νιώθουν καλύτερα, ίσως και σε κρίσιμες στιγμές. Αλλά με τον ίδιο τρόπο, για μένα υπάρχουν πράγματα που τα έχω συνδέσει με πολύ ιδιαίτερες στιγμές της ζωής μου, και που όταν τα ξανακούω νιώθω πολύ-πολύ άσχημα. Δεν ξέρω λοιπόν αν σώζει. Μπορεί να βελτιώσει, αλλά μπορεί να πληγώσει, να σε κάνει να πονέσεις. Η τέχνη που έχει να κάνει απλώς με αυτό που φαίνεται δεν ανήκει σε μένα. Αυτός είναι ο λόγος που προσπαθώ να κάνω λίγα πράγματα, αλλά να τα κάνω πολύ καλά. Γιατί πίσω από τη λάμψη και τη φωτεινότητα της τέχνης, πολύ συχνά μέσα στα πρότζεκτ και τα προγράμματα υπάρχει τόση πολλή οδύνη… Θυμάμαι όταν έκανα για πρώτη φορά τον Τανκρέντι του Ροσσίνι. Υπάρχουν δύο φινάλε, το τραγικό που ο ήρωας πεθαίνει, και το άλλο που σώζεται. Όταν μελετούσαμε το τραγικό φινάλε, επί ενάμιση μήνα κάθε μέρα δεν κατάφερνα να παίξω το θάνατο του Τανκρέντι, γιατί άρχιζα να κλαίω. Όταν παρακολούθησα πρόβες με άλλους τραγουδιστές, οι οποίοι έπαιζαν το θάνατο του Τανκρέντι σαν να ήταν ένα κανονικό γεγονός, σκέφτηκα πως ίσως εγώ να ήμουν λάθος. Όμως δεν ήμουν εγώ λάθος, γιατί εγώ τα νιώθω όλα πάρα πολύ.

Η ομορφιά σας σάς έχει βοηθήσει σε αυτό το χώρο, ή σας έχει δημιουργήσει δυσκολίες; Σας ευχαριστώ για αυτό που λέτε, αλλά δεν είχα ποτέ τη φήμη της ωραίας γυναίκας. Στην Ιταλία η έκφραση που χρησιμοποιούμε είναι πως είμαι ένας «τύπος». Δεν υπάρχει τίποτα σε μένα που να μπορεί να συγκριθεί με ένα οικουμενικώς παραδεκτό κριτήριο ομορφιάς. Ειδικά τώρα. Όμως για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν μου δημιουργήθηκαν προβλήματα. Υπήρξαν και συναδέλφισσές μου που αγαπούσα πολύ, και μπορεί να ήταν υπέρβαρες, αλλά τραγουδούσαν σαν θεότητες. Αλλά δεν είναι κάτι στο οποίο στάθηκα ποτέ. Δεν μπορώ να το δω ούτε ως κάτι θετικό, ούτε ως κάτι αρνητικό. Πάντα πίστευα ότι αυτό που μπορεί να αρέσει από μένα είναι αυτό που κάνω με τη φωνή μου. Τα υπόλοιπα, ειλικρινά, είναι απολύτως επιφανειακά.

 Τετάρτη 30 Μαρτίου, 20:30, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.  W.A. Mozart: Requiem, mass in d minor, K. 626 | Giovanni Batista Pergolesi: Stabat mater. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μυρτώ Παπαθανασίου, σοπράνο. Romina Basso, μέτσο σοπράνo. Γιάννης Φίλιας, τενόρος. Πέτρος Μαγουλάς, μπάσος. Συμμετέχει η χορωδία Armonia Atenea. Διδασκαλία: Κωστής Κωνσταντάρας. Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής (σε όργανα εποχής), Μουσική Διεύθυνση Μάρκελλος Χρυσικόπουλος