GARCIA 1

Η αιτία που γέννησε αυτό το κείμενο, πέρα από το ξεκαθάρισμα κάποιων πραγμάτων σχετικά με το 4 του Rodrigo Garcia, είναι η σχεδόν ομόφωνη κατακραυγή που υπέστη από τους πολιτιστικούς συντάκτες της χώρας μας. Γνωρίζοντας τον προκλητικό, αλλά και άνισο χαρακτήρα του έργου του τρομερού Αργεντινού εδώ και αρκετά χρόνια, ήξερα περίπου τι μπορούσα να περιμένω από την παράσταση. Η ομοθυμία των γραφόντων είναι που μού δημιούργησε ερωτηματικά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Όπως μπορεί κανείς να περιμένει από έναν άνθρωπο του θεάτρου που έγινε γνωστός μέσα από έργα με τίτλους όπως Είσαστε όλοι καθάρματα (ή, πιο κοντά στο πρωτότυπο, Είσαστε Όλοι Πουτάνας Γιοι) και Αγόρασα Ένα Φτιάρι Απο το ΙΚΕΑ για Να Σκάψω τον Τάφο Μου, ο Rodrigo Garcia είναι ένας καλλιτέχνης που κινείται στα όρια και που του αρέσει να προκαλεί. Στην Ελλάδα είναι γνωστός από το έξοχο Λίαν αιμάσσον. Αιμάσσον. Μισοψημένο. Καμένο και το αισθητά πιο αδύναμο Golgota Picnic (και τα δύο είχαν παιχτεί επίσης στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών).

GARCIA 2

Δυστυχώς δεν έχουμε δει στην Ελλάδα το Η ιστορία του Ρόναλντ, του Κλόουν των McDonald, μια συγκλονιστική και αξέχαστη παράσταση που συμπυκνώνει όλη  τη θεματολογία, αλλά και την ποιητική του Rodrigo Garcia: ένα σκηνικό χάος, απόλυτα οργανωμένο, αιχμηρό κι ευθύβολο, συνειδητά αντρεπτικό, με στόχο, ως συνήθως, την κοινωνία της υπερκατανάλωσης, τη σχέση με την τροφή, την ισοπεδωτική λογική του καπιταλισμού, αλλά και την εκμετάλλευση των ανηλίκων, θέμα πάνω στο οποίο ο Garcia είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος – όποιος έχει γερό στομάχι ας διαβάσει το απόσπασμα του έργου σχετικά με το πώς περνάνε το Σαββατόβραδο τα παιδιά στην Μανίλα, τη Μπανγκόγκ ή την Αβάνα. Εκεί αναφέρεται και η σκηνή του 4 με τα μακιγιαρισμένα και ντυμένα κοριτσάκια που ποζάρουν, σκηνή που θα μπορούσε να προέρχεται αυτούσια από παιδικά καλλιστεία στις ΗΠΑ. Προφανώς κάποιοι τη συνέδεσαν με  την επόμενη σκηνή, και η εκεί αναφορά του ηθοποιού στα δικά του βιώματα  είναι που πυροδότησε την παρεξήγηση περί παιδικής σεξουαλικότητας.

Το πρόβλημα της παράστασης είναι κυρίως δραματουργικό. Υπάρχουν αποσπάσματα πολύ ισχυρά κι ενδιαφέροντα, άλλα εξαιρετικά αμήχανα και πρόχειρα. Και για άλλη μια φορά – στο Φεστιβάλ, αλλά και στο θέατρο των τελευταίων ετών, όχι μόνο στον Garcia – απουσιάζει ο άξονας που θα συνέδεε τα επιμέρους υλικά προς μια συνολική κατεύθυνση. Το τρομερό αυτό παιδί, που έχει χαρακτηριστεί θεατρικός εξτρεμιστής, έχει το χάρισμα να μπορεί να μιλά για πολύ σκληρά πράγματα με πολύ σκληρές λέξεις και εικόνες, κι όμως το αποτέλεσμα να παραμένει ποιητικό. Το πρόβλημα είναι πως κατά καιρούς τον χαρακτηρίζει αδυναμία να πειθαρχήσει και να τιθασεύσει το υλικό του, κι έτσι στο σκηνικό αποτέλεσμα χάνεται κάθε αίσθηση οικονομίας. Και τελικώς ο δημιουργός, παρασυρμένος από τις ίδιες του τις ιστορίες, τραβάει τόσο το σκοινί που κρεμιέται.

Φυσικά, το εν λόγω πρόβλημα χαρακτηρίζει το 98% αυτών που γενικότερα εντάσσουμε στο devised theatre: ο καθείς αυτοβιογραφείται δημόσια, θεωρώντας πως αυτό αφορά τον άτυχο θεατή. Κι ως γνωστόν, η εύκολη πρωτοπορία που στερείται βάθους, γερνά πολύ γρήγορα, ξεπερνιέται τάχιστα και πεθαίνει νεώτατη. Όποιος νομίζει πως είναι τυχαίο που τα βασικά μέλη των Forced Entertainment, που είναι ίσως η πλέον εμβληματική ομάδα του είδους, παραμένουν μαζί εξ αρχής εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, πλανάται πλάνην οικτρά. Ακριβώς επειδή η συνθήκη σε αυτό το είδος θεάτρου είναι αυτή που είναι, απαιτείται απόλυτη ακρίβεια και ακαριαία επικοινωνία μεταξύ των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Δεν είναι το πρώτο ή το ευκολότερο πράγμα που μπορεί να κάνει μια νεανική ομάδα – τουναντίον. Κι εδώ υπάρχει μια άλλη πολύ μεγάλη παρεξήγηση…

4_Rodrigo_Garcia 3

Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα: τι ακριβώς είναι αυτό που είδε στο 4 τόσο μεγάλη μερίδα του Τύπου κι εξανέστη; Να έφταιξαν τα ήδη διάσημα κοκκόρια, που, όπως μας διαβεβαιώθηκε και γραπτώς, δεν επρόκειτο να πάθουν τίποτα, αλλά θα επέστρεφαν σώα κι αβλαβή στον ιδιοκτήτη τους; Μήπως έχουμε ένα νέο περιστατικό ανάλογο με τα -διάσημα πλέον- παλλόμενα πέη του Γιαν Φαμπρ; Η έλλειψη χρόνου (αξιοπρεπής δικαιολογία) και η οκνηρία (πιο ρεαλιστική αιτία) με εμποδίζουν να απαριθμήσω περιπτώσεις όπου ανάλογη, ή και πολύ χειρότερη δραματουργική χαλαρότητα ή δήθεν πρωτοποριακή προχειρότητα εκ μέρους εγχώριων και μη ομάδων, αντιμετωπίστηκε από τους ίδιους γράφοντες στα κείμενά τους χωρίς κανένα βαρύ χαρακτηρισμό – κοινώς, χωρίς να ανοίξει μύτη. Προς τι λοιπόν το μίσος και οι …κοκκορομαχίες; Προσωπικά το μόνο που κατάλαβα από όσα διάβασα – μετά το τέλος της παράστασης, ώστε να έχω ιδίαν άποψη – είναι πως ο Rodrigo Garcia ούτε φίλους στην ελληνική δημοσιογραφική πιάτσα διαθέτει, ούτε και κάποιον ισχυρό φορέα πίσω του ώστε να απολαμβάνει ασυλίας, όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους συναδέλφους του.

Να γιατί, για δεύτερη φορά φέτος, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, αισθάνομαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ μια παράσταση που δεν μου άρεσε – τουλάχιστον όχι στο σύνολό της. Γιατί με ενοχλεί η εύκολη απόρριψη ενός ανθρώπου ο οποίος, εδώ και δύο περίπου χρόνια, διευθύνει το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου (Centre National Dramatique) του Μονπελιέ, σε μια περιοχή όπου σημειώνει υψηλότατα ποσοστά το Εθνικό Μέτωπο, και δεν μετρίασε στο ελάχιστο την οξύτητα της κοινωνικής κριτικής στο έργο του, παρόλο που κάποια βράδια σίγουρα κοιτάζει επανηλειμμένα πίσω από την πλάτη του καθώς γυρίζει στο σπίτι του – με άλλα λόγια, μόνο ως «τσάμπα μάγκας» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Εκ του ασφαλούς είναι εύκολο κανείς να κοκκορεύεται…