relax-3

Αυτές τις μέρες που κλείνουν πέντε χρόνια από την απώλεια του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, σκεφτόμουν πως ένα από τα πολλά και ακριβά πράγματα που μας χάρισε, ήταν και η δυνατότητα να δείξουμε στους επερχόμενους για ποιο λόγο αναφερόμαστε με τόσο θαυμασμό κι εκτίμηση σε κάποιους μεγάλους ηθοποιούς του παρελθόντος: εκτός από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, όπου εκτελούσαν για λόγους βιοπορισμού – με ευφυΐα και έμπνευση, βέβαια – συνήθως τον ίδιο πάντα ρόλο, ένα τύπο απαράλλαχτο για δεκαετίες, ευτυχώς έχουμε τις δικές του ταινίες για να εξηγήσουμε κάποτε σε παιδιά κι εγγόνια γιατί ομνύουμε στο όνομα του Κατράκη ή του Παπαγιαννόπουλου. Ότι δεν αγαπάει το θάνατο ο κινηματογράφος, όπως λέει ο ποιητής.

Το θέατρο πάλι, ως γνωστόν, είναι θνησιγενές: όποιος είδε, είδε. Πρόλαβα να δω τον Αλέξη Μινωτή στο θέατρο μερικές φορές (διευκρινίζω: ήμουν σε πολύ νεαρή ηλικία). Πριν λίγες μέρες, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, τον ξαναείδα: άκουσα τη φωνή του, είδα το βάδισμά του, τη στάση του σώματος και τις εκφράσεις του. Κόντεψα να πεταχτώ από την καρέκλα: άλλο να διαβάζει κανείς θεωρητικά για το πώς ο θεατρικός ηθοποιός λειτουργεί ως ενδιάμεσο (medium), κι άλλο να το βλέπει μπροστά του, με σάρκα και οστά, όχι με την ευκολία της μιμικής, αλλά με τον ουσιαστικό τρόπο της ερμηνείας. Κι όμως, αυτό το σπάνιο υποκριτικό επίτευγμα του Βασίλη Παπαβασιλείου δεν είναι το σημαντικότερο στοιχείο της παράστασης, αλλά κάτι σαν επιπλέον δώρο. Η ουσία βρίσκεται αλλού.

relax

Το θέατρο ούτως ή άλλως έχει να κάνει με τους νεκρούς. «Αν έχουμε ένα θέατρο, αυτό θα είναι ένα θέατρο της ανάστασης (που φυσικά προϋποθέτει τον καθημερινό θάνατο)· για δουλειά, την επίκληση των νεκρών· για στρατολόγηση στο θίασο, φαντάσματα που, μετά την παράσταση, θα πρέπει να επιστρέφουν στον τάφο τους, μέχρι την τελευταία παράσταση· για σκηνικό, ένα τουριστικό οδηγό που θα διασχίζει τα τοπία πέρα από το θάνατο, όπου τα θύματα τελούν εν αδεία από τον καρκίνο της ανάστασης», έγραφε ο Χάινερ Μύλλερ το 1986 στον φίλο του, ζωγράφο, Έρικ Ουόντερ.

 Ο Παπαβασιλείου αποτυπώνει με αγάπη, ακρίβεια, λεπτομέρεια και τρυφερή ειρωνεία το Μινωτή: όχι μόνο την κινησιολογία, αλλά και τα ελαττώματα, τις σχέσεις και τις συνήθειές του, ακόμα και τη σύμπτωση του θανάτου του την ίδια μέρα με το Γιάννη Ρίτσο. Όμως ο ήρωάς του, ο υπεραιωνόβιος ηθοποιός που ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τους ζώντες υπαγορεύοντας ξανά και ξανά τη διαθήκη του, δεν είναι απλώς ένα σκίτσο του μυθικού τραγωδού: κάτι τέτοιο θα παρέμενε στα όρια του ανεκδοτολογικού. Η πραγματική αξία του έργου του είναι ο τρόπος που περνά από το συγκεκριμένο στο γενικό, που ανατέμνει τη ζωή και την τέχνη, καθώς και τη βασική του εμμονή: τη χώρα στην οποία ζούμε. Και στην περυσινή του επιτυχία Σιχτίρ Ευρώ, Μπουντρούμ Δραχμή, Θα Πεις Κι Ένα Τραγούδι μπορούσε κανείς να δει πόσο σπουδαίος, ολοκληρωμένος άνθρωπος του θεάτρου είναι ο Βασίλης Παπαβασιλείου – όμως το έργο, με όλη την ευρηματικότητά του, παρέμενε επιθεωρησιακού σχεδόν χαρακτήρα. Αυτή τη φορά, η πυκνότητα του λόγου του, αλλά και η δύναμη των αφορισμών στους οποίους έχει ιδιαίτερη έφεση και ταλέντο, είναι τόση, που επανειλημμένα ένιωσα την ανάγκη να ανατρέξω στο κείμενο. Ευτυχώς, πληροφορήθηκα πως ήδη βρίσκεται υπό έκδοση.

Στη μακρά σκηνοθετική,αλλά και ερμηνευτική του πορεία, ο Βασίλης Παπαβασιλείου έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα. Συνδυάζοντας την τόλμη με τη γνώση, οι δημιουργίες του δεν ήταν όλες επιτυχείς, αλλά ήταν πάντοτε ενδιαφέρουσες: δεν αρέσκεται σε ασφαλείς επιλογές μηδενικού ρίσκου. Δεν επλήγη ποτέ από το μικρόβιο της σοβαροφάνειας: γνωρίζει πως μπορεί να είναι ταυτόχρονα ουσιαστικός και βαθύς, αλλά και αληθινά διασκεδαστικός. Τώρα διανύει μια περίοδο όπου δείχνει να επιθυμεί να ερμηνεύει και να σκηνοθετεί τα δικά του κείμενα. Πραγματεύεται τη φρίκη που περιβάλλει τη ζωή στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή με τον τρόπο της παραβολής, ακριβώς όπως το έλεγε ο Σεφέρης. Η ταχεία εξέλιξη που τον οδήγησε στο Relax… Mynotis μοιάζει να υπόσχεται συνέχεια. Θα δούμε.

Ο Γιάννος Περλέγκας, σε μια στιγμή δικής του καλλιτεχνικής άνθησης, εν μέσω δημοσιότητας και επαίνων για την προσωπική του ερμηνευτική και σκηνοθετική δουλειά, επέλεξε συνειδητά να είναι «δεύτερο βιολί» στη σκιά του δασκάλου. Κι αυτό, σε μια εποχή θεατρικού υπερπληθωρισμού όπου ο κάθε πρωτοεμφανιζόμενος ή υποσχόμενος ηθοποιός θέλει μια δική του ομάδα για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του αγγίζοντας μεγάλα κείμενα και ρόλους που δεν μπορεί ακόμα να προσεγγίσει, είναι πριν απ’όλα ένα μεγάλο μάθημα ήθους.

Νομίζω πως η λέξη-κλειδί είναι Δάσκαλος. Ακριβώς αυτό είναι ο Βασίλης Παπαβασιλείου: ένας από τους τελευταίους δασκάλους θεάτρου που διαθέτουμε. Συνδυάζει την τεχνική και την ακρίβεια με την παιδικότητα. Ας μην χάνουμε καμιά από τις ακριβές ευκαιρίες που μας δίνει για να τον απολαύσουμε.

Τι άλλο να πω μετά από αυτά εγώ, ο “κοινογνωμίτης της πεντάρας”, όπως λέει ο ίδιος ο Παπαβασιλείου; Μόνο κάτι προσωπικό. Θυμάμαι το Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα του Χόρβατ που είχε ανεβάσει στο θέατρο Πορεία – κοντεύουν τριάντα χρόνια πια, ήμουν σχεδόν παιδί. Όμως έχω ακόμα μπροστά στα μάτια μου την κούραση που ανάδινε ολόκληρη η παρουσία του στο ρόλο του ανατόμου: πέρα από την πληρότητα και την αξία της ιστορικής του παράστασης, άμα τη εμφανίσει του στη σκηνή με εισήγαγε στον κόσμο ενός άγνωστού μου τότε μεγάλου συγγραφέα, και μου έδειξε πώς το θέατρο μπορεί να πει τόσα πολλά με τόσο λίγα. Και πώς μπορεί, όταν το συναντήσεις με τόσο αποκαλυπτικό τρόπο, να αλλάξει την πορεία της ζωής σου.

Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Φρυνίχου: Φρυνίχου 14, Πλάκα 210. 3222464 & 210.3236732 Από 4 Φεβρουαρίου κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 18.00. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ και 10 ευρώ μειωμένο.