IMG_20150729_175007

Είναι πράγματι κρίσιμο rue de passage οι πρώτες διακοπές χωρίς γονική επιβλέψη (όχι οτι ήταν ποτέ αυστηρή και αδιάκριτη, ειδικά τα καλοκαίρια), και για μένα συνέβησαν όταν ήμουν 16 χρονών. Θα ακολουθούσε μια τριετία σερί rock ‘n’ roll διακοπών στη Σαντορίνη, εκείνο όμως το καλοκαίρι, εν μέσω εντατικών ήδη φροντιστηρίων για τις πανελλήνιες της επόμενης χρονιάς, ο θείος ενός φίλου και συμμαθητή μου, μας πρότεινε να μας παραχωρήσει ένα δωμάτιο και διατροφή σ’ ένα bungalows θέρετρο που είχε αναλάβει στην Αλόννησο (εμφανίστηκε κι ο Τζοχατζόπουλος κάποια στιγμή στο resort, αλλά άσχετο) με αντάλλαγμα να κάνουμε ό,τι δουλειά είχαμε όρεξη. Τελικά, απεδείχθη οτι είμαστε εντελώς ακατάλληλοι για οποιαδήποτε κανονική δουλειά, ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με service, ειδικότερα ως γκαρσόνια σε κάτι φριχτές παρέες Αυστριακών (μεσόκοποι και τελειωμένοι μας φαίνονταν, αλλά δε θα πρέπει να ήταν πάνω από 35) που λιώμα ήταν σούπερ φιλικοί και νηφάλιοι τέρατα αγένειας. Ένα βράδυ μάλιστα είδαμε από μακριά την γυναίκα του ενός (του πιο μαλάκα μάλιστα) να ψιλοφασώνεται στο σκοτάδι με local κάμακα. Ήταν ένα μόνο από διάφορα εθνικά/πολιτισμικά κλισέ που είδαμε να επιβεβαιώνονται εκείνο το καλοκαίρι.

Τελικά εγώ κατέληξα να νοικιάζω σερφ, κανό και ποδήλατα (δεν είχε πολύ κόσμο) από το μεσημέρι και μετά, ενώ το βράδυ, ανάλογα με τα κέφια, βάζαμε με το φίλο μου μουσική στη «ντίσκο» (μια μικρή πίστα με κάτι τραπεζάκια τριγύρω και λίγα φωτορυθμικά) του συγκροτήματος με ό,τι δίσκους είχε εγκαταλείψει ο προηγούμενος (επαγγελματίας) dj. Εντάξει, αυτό το’ χαμε. Και στο “Magnificent Seven” γινόταν ωραία μανούρα στην πίστα.  Όνειρο θερινής νυκτός κανονικά. Και το όνειρο ολοκληρώθηκε με το απαραίτητο ρομαντικό καλοκαιρινό affair (εφηβικό καψουροσορόπιασμα πραγματικά, αλλά τότε έμοιαζε να είναι το παν), με συνομήλικο (μεγάλη υπόθεση) κορίτσι από την Γερμανία σε διακοπές με την κολλητή της και τους γονείς τους. Κίρστεν λεγόταν αλλά για αρκετές μέρες την έλεγα Κρίστεν και στράβωνε λίγο (χαριτωμένα). 

http://youtu.be/GcHL8efKKPE

Έτσι ρομαντικά κι ανέμελα κι αθώα κυλούσαν οι μέρες ώσπου ένα βράδυ είχαμε πιει κι οι τέσσερις (εγώ, αυτή, ο φίλος μου κι η φίλη της) κάτι παραπάνω στο μπαλκόνι του δωματίου τους και είπαμε να κοιμηθούμε εκεί. Στο πάτωμα, ανάμεσα στα δύο κρεβάτια των κοριτσιών, σ΄ένα σλίπιν μπαγκ.Σποράδικες απόπειρες ανάβασης αναχαιτίστηκαν, και όλα κύλησαν φρόνιμα ώσπου μας πήρε όλους ο ύπνος. Μέχρι που ξαφνικά ακούμε έντρομοι με το φίλο μου τον ήχο του πόμολου της πόρτας και μια αντρική φωνή να ρωτά κάτι στα γερμανικά. Φυσικά χεστήκαμε πάνω μας κι ο Γερμανός μπαμπάς που μπούκαρε τελικά, θα πρέπει να αντίκρυσε ένα κινηματογραφικά κωμικό θέαμα. Τα δύο κορίτσια κοιμόντουσαν μακάρια κι εμείς στο πάτωμα είχαμε σηκώσει ψηλά τα χέρια και με κλειστά τα μάτια είχαμε αρχίσει να ζητάμε κατανόηση και οίκτο. Και τότε ακούσαμε ένα γέλιο συγκατάβασης, κι ανοίξαμε τα μάτια για να τον δούμε να φεύγει κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ενώ το γέλιο συνεχιζόταν. Παρά τις wild φαντασιώσεις μας, ήμασταν προφανέστατοι φλώροι και συνεπώς δεν του είχαμε φανεί διόλου απειλητικοί. Όταν λίγο αργότερα ξύπνησαν κι οι κοπέλες, μας βρήκαν σε κρίση πανικού («πω ρε πούστη μου, θα πάει να βρει τον θείο κι αυτός θα μας σκίσει μετά»), και προσπάθησαν να μας καθησυχάσουν οτι δε συνέβη τίποτα κακό.

Τις πιστέψαμε μόνο όταν, καμιά ώρα μετά, είδαμε από μακριά τον Γερμανό μπαμπά να (συνεχίζει να) γελά με το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο του θείου, ο οποίος με το μισό πρόσωπο χαμογελούσε αμήχανα και με το άλλο μισό μας έριχνε κάτι λοξές, ψευτοαγριωπές ματιές. Όλα καλά τελικά κι ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα δοξολογούσαμε τον τευτονικό πολιτισμό καταλήγοντας κάθε φορά στην ίδια επωδό: «Μαλάκα, φαντάσου να΄ταν κανένας Ελληνάρας, τι θα’χε γίνει!». Δυο – τρεις μέρες μετά, τα κορίτσια έφυγαν (με τους γονείς τους), ρίξαμε όλοι πολύ κλάμα, και μετά από καμιά εβδομάδα αναχώρησα κι εγώ (ξαφνικά δεν ήταν τόσο ωραία πια) για το άλλο πέλαγος, για να συναντήσω ξανά την οικογένεια στο οικείο θερινό περιβάλλον του πατρικού της μάνας μου στην Κεφαλονιά. 

ΥΓ   Στην φωτογραφία διακρίνεται στην κούνια η Κ. δίπλα της ο φίλος μου ο Χ. και δίπλα του η κολλητή της Κ. Εγώ την τράβηξα (μάλλον). Κάπου υπήρχε και μία που είμαι κι εγώ, εντελώς γελοίος με κομμένο ‘punk’s not dead’ t-shirt, αλλά δεν μπορώ να την εντοπίσω με τίποτα.