Ο Δρ. Αθανάσιος Σίδερης φωτογραφίζει έναν κεραμικό κλίβανο στην Χάλκα Μπουνάρ στην κεντρική Βουλγαρία.

Ο Δρ. Αθανάσιος Σίδερης φωτογραφίζει έναν κεραμικό κλίβανο στην Χάλκα Μπουνάρ στην κεντρική Βουλγαρία.

Εννιά στις δέκα συζητήσεις που γίνονται τον τελευταίο καιρό ξεκινούν ή καταλήγουν στο θέμα της ανασκαφής του τύμβου στην Αμφίπολη. Η αρχαία πόλη μονοπωλεί το ενδιαφέρον ειδικών και μη, προκαλώντας εύλογες απορίες που περιστρέφονται κυρίως γύρω από το λόγο για τον οποίο η ανεύρεση αυτού τάφου είναι τόσο σημαντική. Αυτή η ασταμάτητη επανάληψη καταντά λίγο κουραστική. Έτσι αυθόρμητα προκύπτει μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που αναρωτιέται προς τι όλος αυτός ο θόρυβος, τι άλλο εκτός από την Αμφίπολη συμβαίνει στο χώρο της αρχαιολογίας κι αν τελικά ο αρχαιολογικός λόγος σήμερα περνάει βαθύτατη κρίση. Ο Δρ. Θάνος Σίδερης, μίλησε στην Popaganda για θέματα γύρω από το χώρο της ελληνικής αρχαιολογίας, για το success story του τύμβου Καστά και για τα σχέδια που μπορεί να έχει ένας αρχαιολόγος (φυσικά και ο ίδιος).

Ποιο έργο σας απασχόλησε τον τελευταίο καιρό;
Μόλις παρέλαβα από το τυπογραφείο το καινούργιο μου βιβλίο. Πρόκειται για μια δίγλωσση έκδοση στα ελληνικά και αγγλικά, μια μονογραφία για την περιοχή που μεγάλωσα, την Αντίκυρα της Βοιωτίας. Είναι ένα μικρό, αλλά ιδιαίτερο μέρος που οι αρχαίες πηγές -αλλά και μεταγενέστερες- αναφέρουν ότι λειτούργησε ως κέντρο ιαματικού τουρισμού. Οι επισκέπτες πήγαιναν στην Αντίκυρα για να γιατρευτούν –όπως πίστευαν- από την τρέλα και τη μανία. Πέρα από αυτό, ακριβώς επειδή συν τω χρόνω συσσωρεύτηκε πολύ υλικό από σωστικές ανασκαφές στην περιοχή, οδηγήθηκα να κάνω μια βασική συγκεντρωτική δουλειά, ώστε τόσο ο ειδικός όσο και ο απλός φιλίστωρ να διαθέτουν μια εποπτική εικόνα. Η εργασία αυτή έχει ωστόσο και άλλα σκέλη που βρίσκονται σε εξέλιξη. Θα ακολουθήσει μια εξειδικευμένη έκδοση για τον αρχαϊκό ναό της Αθηνάς που βρέθηκε στην Αντίκυρα. Παράλληλα, μόλις πριν λίγες ημέρες επέστρεψα από την Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχα στο 20ο Συνέδριο της Ένωσης Ευρωπαίων Αρχαιολόγων παρουσιάζοντας ευρήματα από την ανασκαφή μου στη Βουλγαρία. Τον Οκτώβριο συνεχίζω τις ανασκαφές στη Χαλκά Μπουνάρ, που έχω ξεκινήσει εδώ και έξι χρόνια, ως συνεργασία του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας. Επιστρέφω εγκαίρως για τη διάλεξή μου την 1η Νοεμβρίουστον κύκλο Αρχαιογνωσίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου, με τίτλο “Σκαπανείς στην Νότια Ιταλία: Πιθηκούσες, Κύμη, Ποσειδωνία και Λευκανοί”.

Γιατί το ΙΜΕ ασχολήθηκε με το «έξω» κι όχι με το «εδώ»;
Το λέει και το όνομά του: «Μείζονος» ελληνισμού. Όχι «ελλαδικού» ελληνισμού. Που σημαίνει ότι το ΙΜΕ εστιάζει τη δράση του στον πέραν της ελλαδικής επικράτειας ελληνισμό, καθώς για τον εντός Ελλάδος, θεωρητικά τουλάχιστον, φροντίζει η ελληνική πολιτεία.

Μιλήσατε για σωστικές ανασκαφές, αυτές που γίνονται δηλαδή όταν βρεθεί αρχαιολογικό υλικό σε σημείο που θα χτιστεί κάποιο κτήριο. Υπάρχει και κάποια άλλη διαδικασία πέρα από αυτές;
Εκτός από τη μελέτη των πηγών και του ήδη συγκεντρωμένου υλικού υπάρχει ακόμα η επιτόπια επιφανειακή έρευνα και βέβαια η συστηματική ανασκαφή.
Έχεις, για παράδειγμα, την πληροφορία από τις πηγές ότι ένα οχυρό υπήρχε κατά την Κλασική περίοδο. Πώς το επιβεβαιώνεις; Πηγαίνεις στο συγκεκριμένο σημείο και αναζητάς σχετικά πειστήρια – συνήθως δομικά κατάλοιπα και κεραμική. Και φυσικά διαπιστώνεις και άλλα πράγματα. π.χ. ότι η θέση κατοικούταν ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια. Όσον αφορά την Αντίκυρα το καλύτερο σενάριο βεβαίως είναι να γίνει μια συστηματική ανασκαφή στις εκτάσεις που έχουν ήδη απαλλοτριωθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία εδώ και 30 χρόνια, αφού είναι γνωστό το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η περιοχή.

Να σας κάνω μια ερώτηση που πιθανόν την αντιμετωπίζετε συχνά: Αφού έχουμε ως δεδομένο ότι σε μια περιοχή υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα, γιατί δε σκάβουμε για να τα βρούμε;
Συχνά έχουμε ενδείξεις από αναφορές αρχαίων συγγραφέων ότι μια περιοχή κρύβει αρχαιολογικό πλούτο ή παρουσιάζει ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα όμως τίθεται το θέμα του υψηλού κόστους – που δεν είναι καθόλου απλό να καλυφθεί πλέον σήμερα. Οι ανασκαφές κοστίζουν ακριβά και τις διενεργεί είτε η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία, είτε πανεπιστήμια, είτε άλλοι εγκεκριμένοι οργανισμοί, όπως οι ξένες αρχαιολογικές σχολές. Πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί χρηματοδότηση, αφού βέβαια εξασφαλιστεί και η απαραίτητη άδεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία καθώς δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς σε ανασκαφή χωρίς την έγκρισή της. Ένα μοντέλο που βρίσκει όλο και μεγαλύτερη διάδοση είναι των συνεργασιών που προκύπτουν μεταξύ ανεξάρτητων οργανισμών και τοπικών αρχαιολογικών εφορειών.

Στην επόμενη σελίδα η γνώμη του Δρ. Σίδερη για την Αμφίπολη και γιατί τα ΜΜΕ κάνουν κακό στο όλο ζήτημα.