black-mass-johnny-depp

Στη Βοστώνη των ’70s και ’80s, o James Bulger ήταν κάτι σα μαύρη τρύπα. Μια μεγάλη μαύρη τρύπα, που άρχισε να ρουφά μέσα της όλη την εγκληματική δραστηριότητα της πόλης, μέχρι να γίνει ο ίδιος άρχων και κυρίαρχος οτιδήποτε μαύρου κυκλοφορούσε στα στενά της: από μαύρη αγορά μέχρι μαύρα στοιχήματα κι από μαύρη φούντα μέχρι τη μαύρη μοίρα οποίου αμφισβητούσε την παντοκυριαρχία του. Αδίστακτος κι αλύγιστος, ο James Bulger, γνωστός και ως Whitey, είχε φροντίσει να μην υπάρχει βάζο με μέλι στο οποίο να μην έχει μέσα τουλάχιστον ένα δάχτυλο, αν όχι ολόκληρο το χέρι μέχρι τον αγκώνα.

Μεγαλωμένος κι εκπαιδευμένος στα άγρια χρόνια των αστικών αμερικανικών φτωχογειτονιών, ο Bulger ανδρώθηκε σε διάφορα σωφρονιστικά για καμιά δεκαετία, μέχρι να πάρει το διδακτορικό του από το Αλκατράζ το 1975 και να επιστρέψει για να προσφέρει στην κοινωνία: μέχρι το ’94 που αναγκάστηκε να εξαφανιστεί, ο φοβερός αυτός τύπος, με μια μικρή στρατιά από πιστούς σκληρόπετσους Ιρλανδούς, κατάφερε να βγάλει τη συμμορία του απ’ τη στενωσιά της γειτονιάς του, να διαγράψει απ’ το χάρτη της πόλης την ιταλική Μαφία, να πάρει τη θέση της στην εγκληματική πρωτοκαθεδρία πνίγοντας στο αίμα οποιαδήποτε προσπάθεια πήγαινε να ξεπηδήσει απ’ αλλού, και να τυλίξει τη Βοστώνη ολόκληρη σ’ ένα δίχτυ ανεξέλεγκτης τρομοκρατίας, εκβιάζοντας, λαδώνοντας, εκφοβίζοντας και κυρίως σκοτώνοντας όποιον πήγαινε να του κάνει φασαρία.

Ακόμη κι όταν εξαφανίστηκε, καταφέρνοντας να παραμείνει ασύλληπτος για 16 (!) ολόκληρα χρόνια, ο Bulger φιγουράριζε στη δεύτερη θέση του top 10 των καταζητούμενων των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας – κι αυτό μόνο επειδή πρώτος ήταν ο Bin Laden.

Ερεβώδης και δυσπρόσιτος, αυτός ο φοβερός και τρομερός τύπος θα ‘πρεπε να ‘ταν ιδανικός ρόλος για έναν ηθοποιό που προσπαθεί να κάνει την επάνοδό του σε απαιτητικούς ρόλους, γεμάτους ψαχνό να βυθίσουν τα δόντια τους τα ενήλικα ακροατήρια, μετά από χρόνια αποδόμησης ενός προφίλ εμπορευματοποιημένης αντιδραστικότητας, εξαργυρωμένης σε ταινίες-θεματικά πάρκα, καβάλα σε καράβια που κάνουν σβούρες στην Καραϊβική. Ιδανικός ρόλος για έναν ηθοποιό σαν τον Johnny Depp δηλαδή, αλλά φευ, αυτός ο φοβερός και τρομερός τύπος, ερεβώδης και δυσπρόσιτος καθώς θα ήταν στην αληθινή ζωή, εξίσου αδρός και ασαφής παραμένει και στο σενάριο του Mark Mallouk, που κατάφερε να φέρει στην οθόνη ο Scott Cooper.

Και λέξη κλειδί είναι το «κατάφερε», γιατί το Black Mass, βασισμένο στο βιβλίο των Dick Lehr και Gerard O’ Neil, δημοσιογράφων της Boston Globe που κατέγραψαν και αποκάλυψαν την αληθινή ιστορία (της οποίας ψήγματα χρησιμοποίησε και ο Martin Scorcese για το The Departed του), ήταν ένα project που σίτευε για αρκετό καιρό στα γραφεία των παραγωγών του, παρακολουθώντας τους σκηνοθέτες να περνάνε σα μνηστήρες και να φεύγουν με τα χρόνια. Το μόνο που κρατούσε την ταινία ζωντανή ήταν η δέσμευση του Depp να την απογειώσει, όμως κι αυτός κόντεψε να χαθεί, όταν το 2013 του πρότειναν να κατεβάσει το κασέ μπας και φτάσει το budget για να στηθεί η παραγωγή. Χρειάστηκε λοιπόν να βρεθεί ο Scott Cooper για να καταφέρει να στηθεί η παραγωγή.


Ο τρόπος που την έστησε ο Cooper, ήταν προφανώς μειώνοντας στο ελάχιστο τα εξωτερικά γυρίσματα, περιορίζοντας τη δράση σε κλειστά σκηνικά και ελεγχόμενα στουντιακά περιβάλλοντα, κι αυτή είναι η πηγή μιας βασικής απ’ τις αδυναμίες της ταινίας, που ασθμαίνει για να δώσει αίσθηση μεγέθους στο πεδίο που ισοπέδωσε ο αντιήρωάς της. Αυτό βέβαια δεν είναι ούτε το μόνο, ούτε το πιο σημαντικό απ’ τα προβλήματα της ταινίας.

Το πρόβλημα είναι πως η ταινία δεν είναι για τον Bulger.

Ο κύριος κορμός του σεναρίου δεν είναι ούτε ο κεντρικός της χαρακτήρας -στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας του Bulger αποδεικνύεται σχεδόν δευτερεύουσα έγνοια της δραματουργίας-, ούτε η πορεία του στην κορυφή, ούτε οι απώλειες της πτώσης, ούτε καν τα κίνητρα αυτού του τύπου, το τι έκανε τα γρανάζια του να παίρνουνε ανάποδες, και τι έβαζε στο μάτι του γυαλάδα. Ο κύριος κορμός του σεναρίου, είναι το σκάνδαλο. Aυτή η Ανίερη Συμμαχία του ελληνικού τίτλου της ταινίας, κι αυτή η Μαύρη Λειτουργία του αυθεντικού τίτλου του βιβλίου, ευθεία αναφορά στη χρήση χριστιανικών εθιμοτυπιών σε σατανιστικές λατρείες. Αυτό το μιερό πάντρεμα, ας πούμε, του απόλυτου καλού με το απόλυτο κακό.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Bulger κατάφερε όλα αυτά που κατάφερε, ήταν γιατί όταν ο ίδιος τελείωνε την ακαδημαϊκή του πορεία παίρνοντας το απολυτήριο απ’ το Αλκατράζ, περίπου την ίδια περίοδο ορκιζόταν στο FBI κι ένα παλιό του φιλαράκι. Ο John Conolly επέστρεψε στα μέσα του ’70 στη Βοστώνη, κι έβαλε στο μυαλό του Bulger τη μεγάλη κομπίνα: ο φιλόδοξος γκάνγκστερ θα έδινε πληροφορίες για τους αντιπάλους του στον φιλόδοξο πράκτορα του FBI, η υπηρεσία θα τους εξουδετέρωνε παρέχοντας του παράλληλα κεκαλυμένη αμνηστία, κι έτσι θα έφταναν κι οι δυο τους γρήγορα στις κορυφές του υποκόσμου ο ένας και της καταπολέμησής του ο άλλος.

Το σχέδιο δούλεψε κοντά για δυο δεκαετίες, μέχρι που ο Bulger βγήκε αρκετά εκτός ελέγχου, ώστε οι πιέσεις απ’ τους πάνω ορόφους του FBI να γίνουν πιο βαριές απ’ όσο είχε υπολογίσει ο Conolly, και η ιστορία μαθεύτηκε. Έγινε βιβλίο, το οποίο έγινε σενάριο. Το οποίο θέλησαν μετά, να το κάνουνε ταινία. Αλλά έπρεπε να έχει κι ένα ρόλο για τον κεντρικό της πρωταγωνιστή. Κι εκεί είναι το πρόβλημα.

Έχοντας στα χέρια του ένα σενάριο τύπου LA Confidential / Λος Άντελες Εμπιστευτικό, αλλά χωρίς δυνατούς χαρακτήρες να το κουβαλήσουν τη συνομωσιολογία του, ο Cooper προσπαθεί να στήσει μια γκανγκστερική ταινία χωρίς να εχει πολλά πολλά γκανγκστερικα να δείξει, ένα crime epic χωρίς αρκετό από το έγκλημα να δικαιολογήσει την εποποιΐα, και μια μελέτη χαρακτήρα, με το περίγραμμα μονάχα του χαρακτήρα στα χέρια του, και δίχως καμιά μελέτη να του ‘χει περάσει απ’ το μυαλό να κάνει δυστυχώς. Οι ελλείψεις του στο budget τον περιορίζουν σε μια σκηνοθετική προσέγγιση άκρως συντηρητική, την οποία προσπαθεί αποτυχημένα να καμουφλάρει πίσω από δήθεν αποψάτη ρετρό αισθητική, ενώ η καθαρή, προσεγμένη, αλλά εντελώς ανεπεισοδιακή πλανοθεσία του, που μοιάζει ξεπατικωμένη κι αφυδατωμένη απ’ τον Νονό του Coppola και τον Σημαδεμένο του De Palma, δεν καταφέρνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τονίσει το πόσο η αποσπασματική αφήγηση που έχει στα χέρια του, υπονομεύει όποια αίσθηση σασπένς θα έπρεπε να προκύπτει απ’ το κατά τα φαινόμενα συναρπαστικό του στόρι.

Παράλληλα, την ακαδημαϊκότητα της σκηνοθεσίας ακολουθεί σε συντηρητική προβλεψιμότητα η ηχητική μπάντα, με τις κλαψιαρικες βιόλες του Ολλανδού Tom Holkenborg να μπερδεύουν το ελεγειακό με το κοινότοπο, κάτι που είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό, μιας και πρόκειται για τον ίδιο μουσικό παραγωγό που μόλις το περασμένο καλοκαίρι ξετίναζε ηχεία με το soundtrack του Mad Max: Fury Road.

Όλα αυτά θα ήταν ψιλά γράμματα βέβαια, αν ο Depp κατάφερνε να πάρει το πράγμα πάνω του, αλλά όσο κι αν είναι παρήγορο το ότι παραδίδει εδώ την πιο υποδόρια ερμηνεία που έχει παρουσιάσει απ’ την εποχή του Donnie Brasko τουλάχιστον, η αλήθεια είναι πως το μεγαλύτερο κομμάτι της ερμηνείας του αναλαμβάνουν να το αποδώσουν οι φακοί επαφής και τα λάτεξ προσθετικά του μακιγιάζ του. Εμπειρία που αποδεικνύεται μάλλον ανακουφιστική βέβαια, αν την συγκρίνεις με αντίστοιχες από το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας -και δη της πορείας των τελευταίων ετών- που εχει στήσει ο Depp πάνω σε μούτες και μανιερισμούς, με επιμονή τόσο μεγάλη που θα έκανε ακόμα και τον πρώιμο Jim Carrey να ανησυχήσει για τα μισθά του.

Το βλέμμα του αποπνέει μια ζωώδη απειλή όταν στέκει και κοιτάει προς τα πλάγια του φακού, κι η ερμηνευτική του εμπειρία αναδεικνύεται μέσα απ’ το χώρο που του αφήνει ο σκηνοθέτης για συγκρατημένες εκρήξεις αρκετά ανατριχιαστικές ώστε σχεδόν να ξεχνάς την κατατονική του ερμηνεία ως εκείνες, κι αυτά είναι στοιχεία σίγουρα γοητευτικά σ’ έναν ηθοποιό που έχουμε καιρό να δούμε να τεντώνει τα ερμηνευτικά του μούσκουλα. Το πραγματικό του πρόβλημα δεν είναι ότι είναι σκουριασμένος όμως, αλλά ότι δεν έχει ρόλο. Και ότι παρ’ όλα αυτά, ήθελε μια ταινία όλη στημένη πάνω του. Πάλι.


H Popaganda ξεβρακώνει μαφιόζους στο Λονδινο, χάρη στην υποστήριξη της Aegean Airlines