the rip

Με το σύνολο σχεδόν της φετινής παραγωγής στο πρόγραμμά του, το 55ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έδωσε στο διεθνές ακροατήριο την ευκαιρία να παρακολουθήσει όχι μονάχα πού βρίσκεται το ελληνικό σινεμά, αλλά και πού ενδέχεται να πάει: Πέντε πρωτάρηδες δημιουργοί έφεραν τα τέσσερα κινηματογραφικά τους ντεμπούτα στη Θεσσαλονίκη, συνθέτοντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που εκτεινόταν απ’ το ευθύβολο νουάρ ως το αφαιρετικό βίντεο αρτ, κι απ’ το ρομαντικό ρετρό παιχνίδι αναφορών, ως το ψυχολογικό θρίλερ. 

http://youtu.be/nP22ztNLgY0

Το πιο καινούριο απ’ τα ονόματα του φετινού Φεστιβάλ, ήταν ξεκάθαρα αυτό του Θοδωρή Κουτσαύτη, του 22χρόνου σκηνοθέτη του Ως το Κόκκαλο. Καθαρόαιμο νουάρ για νεαρή δημοσιογράφο στα δίχτυα πλεκτάνης, το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο εκτός από ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, και δη ελληνικό, το Ως το Κόκκαλο είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Κουτσαύτη, κι όταν λέμε πρώτη, εννοούμε πρώτη – πρώτη: πριν απ’ αυτήν, ο Γαλλογεννημένος κι Αθηνοθρεμμένος δημιουργός δεν είχε καν μικρού μήκους δουλειά στην επίσημη φιλμογραφία του. Αυτό το τελευταίο, αν το λάβεις υπόψιν σου, δεν μπορεί να μη σε κάνει να εκτιμήσεις λίγο περισσότερο τη μαστόρικη δουλειά του Κουτσαύτη στο σφίξιμο του σασπένς και το στήσιμο της ατμόσφαιρας, και την εξαιρετική ερμηνεία που είχε την ευλογία να αποσπάσει απ’ την επίσης πρωτάρα Μυρτώ Θεοδωράκη. Η οποία, με την ολότελα πειστική της ερμηνεία, εκτός του ότι κουβαλάει στους ώμους της την ταινία ολόκληρη, σε βοηθάει να ξεπεράσεις και την αίσθηση μικρομεγαλισμού που προκαλεί η ηλικιακή απόσταση ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους χαρακτήρες που υποδύονται. Ακόμη κι αν ξεμένει από πλοκή λίγο μετά τα μισά του κι αρχίζει να μπουκώνει από ξεχειλωμένους νεκρούς χρόνους που αγκομαχούν να γεμίσουν τη μεγάλου μήκους διάρκεια, παραμένει αξιοπρόσεχτη δουλειά για φοιτητική ταινία (ο Κουτσαύτης σπουδάζει κινηματογράφο στη Σορβόνη), κι είναι σίγουρα απ’ αυτές που δίνουν αφορμές να σκέφτεσαι τις χαοτικές διάφορες στις υποδομές που μπορούν να παράσχουν οι δικές μας σχολές, σε σύγκριση εν προκειμένω με τις γαλλικές.

http://youtu.be/Sbri7RXPU_A

Αυτές τις διαφορές υποδομής τις βλέπεις και χειροπιαστές στο άλλο μεγάλου μήκους ντεμπούτο πιτσιρικά, το Dark Illusion του ελαφρώς πιο ψημένου Μάνου Καρυστινού, που έχει κάνει τις βόλτες του κι από Δράμα μεριά με τις μικρού μήκους ταινίες του. Κομοτηνιός πολιτικός μηχανικός του ΑΠΘ, που ανακάλυψε το πάθος του για το σινεμά κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεσσαλονίκη, ο Καρυστινός είχε προφανώς ένα κάποιο αβαντάζ έδρας στις κάλπες των Βραβείων Κοινού, το οποίο και κέρδισε φέτος με το Dark Illusion. Σε νουάρ μονοπάτια κι αυτό, το Dark Illusion φλερτάρει με το ψυχολογικό θρίλερ, ακολουθώντας νεαρό φωτογράφο που συναντά ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες να διαχωρίσει την πραγματικότητα απ’ τη σκοτεινή φαντασία του πειραγμένου του μυαλού. Οι ομοιότητες στο ύφος δεν μπορούν παρά να τονίζουν τις διαφορές στο αποτέλεσμα του Dark Illusion σε σχέση με το Ως το Κόκκαλο, και δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες πως, αν ο Καρυστινός κινούταν μέσα σε μια πιο οργανωμένη υποδομή απ’ την ελληνική, αν μη τι άλλο θα παρέδιδε ένα σαφώς πιο φινιρισμένο προϊόν σε κοστούμια, σκηνικά, ήχους και σχετικά, όπως θα ήταν επίσης πιθανό αντί για τον απελπιστικά ανεπαρκή και μονότονο Γιάννη Μαλεζά, να έβρισκε κι αυτός κάποιον καλό ερμηνευτή να του κουβαλήσει την ταινία, μπας και μπορέσει να καμουφλάρει μερικά απ’ τα σεναριακά του ξεχειλώματα. 

http://youtu.be/sC1vhFFVkPI

Όχι ακριβώς πρωτοεμφανιζόμενος στα οπτικοακουστικά, ο Γιάννης Βεσλεμές έχει πίσω του μακρά πορεία κατ’ αρχήν στη σύνθεση και την κινηματογραφική μουσική επένδυση ως Felizol, κι ύστερα υπολογίσιμη εμπειρία στα διαφημιστικά και τα βίντεο κλιπ. Γι’ αυτό άλλωστε τα πιο βιντεοκλιπίστικα κομμάτια ήταν και τα πιο γοητευτικά στην ταινία του, τη Νορβηγία (το προσευχητάρι της χιπστεριάς που λέγαμε τις προάλλες), που μετά τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά της στο Κάρλοβι Βάρι, βρέθηκε κατευθείαν στο Διεθνές Διαγωνιστικό της Θεσσαλονίκης, διεκδικώντας στα ίσια τα βραβεία του Φεστιβάλ, κι αποσπώντας μάλιστα εκείνο της FIPRESCI. Η αδιαμφισβήτητη στιλιστική στιβαρότητα και σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Βεσλεμέ, μαζί με τον ανεξάντλητο ερμηνευτικό θησαυρό που είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης κυρίως, αλλά και την υποστήριξη της Αλεξίας Καλτσίκη σε μικρότερο βαθμό, ήταν τα στοιχεία που απογείωσαν το χιούμορ του σεναρίου, ανυψώνοντας την ατμόσφαιρα που βοηθά την ταινία, αντί για τη στοίβα με τα κουραστικά φιλμικά αξιοπερίεργα, να καταλήξει σ’ εκείνη με τα αναπάντεχα γοητευτικά κ αυθεντικά sui generis – στο βαθμό, τουλάχιστον, που δεν απαιτείς πλοκή με ιδιαίτερο ψωμί. Και παρά τις όποιες αδυναμίες στο σενάριο, το ντεμπούτο του Βεσλεμέ έδειξε ότι μιλάμε για έναν δημιουργό με αυθεντικό βλέμμα και αναζωογονητική γραφή, που μπορεί να φέρει ενδιαφέροντα αποτελέσματα αν τιθασευτεί με πιο σφιχτά ηνία στην προ-παραγωγή.

POLK

Την εύνοια της FIPRESCI απέσπασε και το δίδυμο των Νίκου ΝικολόπουλουΒλαδίμηρου Νικολούζου, έμπειροι κι οι δυο τους στα μετόπισθεν μεγάλων ντόπιων και διεθνών σκηνοθετών σινεμά και θεάτρου, που τιμήθηκαν με την εύφημο μνεία της διεθνούς ένωσης κριτικών για το δικό τους ντεμπούτο, το Polk. Θεωρητικά εμπνευσμένο από τη γνωστή υπόθεση του George Polk, του Αμερικανού δημοσιογράφου που βρέθηκε νεκρός στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου, το λυρικό κι αργόσυρτο real time ηλιοβασίλεμα που ανοίγει την ταινία τους, σε προϊδεάζει αρκούντως για τη σαδομαζό σχέση που πρόκειται να αναπτύξει με την υπομονή σου. Στα όρια του video art, κι αμφιβόλου ευστοχίας ακόμη και σ’ αυτό, το Polk θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται και Lynch, μια και περισσότερη στυλιστική σχέση έχει με τον μαέστρο του αφαιρετικού-ονειρικού, απ’ όση αφηγηματική έχει με την αληθινή ιστορία απ’ την οποία αντλεί τον τίτλο. Κι είναι είναι ζήτημα βέβαια, το πόσο αθώα μπορεί να θεωρηθεί η χρήση ενός τόσο ιντριγκαδόρικου τίτλου για ένα project που πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες με τις οποίες είναι συνυφασμένο το όνομά του, ουσιαστικότερο όμως είναι πώς, παρά τα όσα πολύ ελκυστικά μπορείς να εντοπίσεις αποσπασματικά σε σκηνοθεσία και ρεπεράζ κυρίως, δύσκολα τα λες αρκετά για να απαλύνουν τα πολλαπλά εγκεφαλικά που είναι ικανές να προκαλέσουν οι ατέλειωτες παρλάτες σοφιστιών και κενοτήτων που εκτοξεύονται απ’ τους χαρακτήρες σε ρυθμούς μυδραλιοβόλου.