1

«Τρεις του Σεπτέμβρη να ξερνάς» σχολίασε κάποιος στο Δίκτυο με αφορμή το επετειακό μπάχαλο που εκτυλίχθηκε στο Ζάππειο αυτές τις μέρες. Προφανώς ο άνθρωπος εμπλέκεται συναισθηματικά με το Κίνημα και απέκαμε μ ‘αυτά που έβλεπε. Για τους υπόλοιπους πάντως τα επεισόδια ήταν από ψυχαγωγικά έως καθησυχαστικά, υπό μια διαστροφική έννοια: κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ρε παιδί μου, όσο πιεστικές κι αν είναι οι περιστάσεις. Συμβαίνουν ακόμα επίσημες κομματικές συνεστιάσεις με δελφινους, στημένη ατζέντα, ρίψη καθισμάτων,  κλπ. Οι νεότεροι βέβαια, δεν βλέπουν πού είναι η πλάκα. Παρακολουθούν (αν παρακολουθούν τέτοιες, περιθωριακές πλέον, εκδηλώσεις) κουνώντας το κεφάλι ή τη δεξιά χούφτα, αυτό που αντιλαμβάνονται ως απόλυτη επιβεβαίωση ενός τελειωμένου καθεστώτος πολιτικής σήψης, μικροκομματισμού και οικογενειοκρατίας. Δικαίως ή αδίκως, στα μάτια των νεότερων (της γενιάς της Κρίσης, ας πούμε) το ΠΑΣΟΚ έχει κατοχυρωθεί ως o Βασικός Υπόλογος. Η ΝΔ μοιάζει να την σκαπουλάρει φέροντας ένα άλλοθι μιας πιο καθαρής και προφανούς συντήρησης που δε σε κοροϊδεύει τόσο στεγνά όσο «ένα προοδευτικό κίνημα που διαβρώθηκε από τις σειρήνες της εξουσίας». Η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού άλλωστε αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτική, ασχέτως του τι πάει και ψηφίζει. 

Οι ευθύνες που καταλογίζονται από τους νέους προς το κόμμα της Αλλαγής, έχουν να κάνουν   περισσότερο με την πολιτισμική κληρονομιά της πασοκοκρατίας παρά με την πολιτικό – οικονομική διαχείριση. Καταλογίζεται κυρίως η ενθάρρυνση ενός μοντέλου συμπλεγματικού νεοελληναρά που ρίχνει μια ζεϊμπεκιά, χτυπά μετά και μια πορεία ειρήνης, σκίζει και στο φινάλε δυο πιστωτικές κάρτες, αναφωνώντας «ας έρθουν να μου τα πάρουν»(μέχρι που ήρθαν).  Δεν είναι έτσι ακριβώς φυσικά (ΠΑΣΟΚ ήταν γνωστοί, γονείς, συγγενείς, η μισή Ελλάδα τουλάχιστον), και εξάλλου ο παραπάνω ανθρωπότυπος έχει διασκορπιστεί πλέον σε όλο σχεδόν το μήκος του πολιτικού φάσματος. 

γενιά ΠΑΣΟΚ σημαίνει ποτέ ΠΑΣΟΚ, αντίληψη που παγιώθηκε με την ασύδοτη ελεεινολογία του αυριανισμού ως άτυπου κυβερνητικού εκπροσώπου.

Όταν κέρδισε πανηγυρικά το ΠΑΣΟΚ τις εθνικές εκλογές του ’81 (και Tα ΝΕΑ κυκλοφορήσαν με πράσινα γράμματα στο πρωτοσέλιδο τους) είχα μόλις μπει στο γυμνάσιο. Συνεπώς είμαι ο ορισμός αυτού που αποκαλούμε «γενιά ΠΑΣΟΚ». Και γενιά ΠΑΣΟΚ σημαίνει ποτέ ΠΑΣΟΚ, αντίληψη που παγιώθηκε με την ασύδοτη ελεεινολογία του αυριανισμού ως άτυπου κυβερνητικού εκπροσώπου. Την πρώτη τετραετία πάντως, ακόμα κι αν διαισθανόσουν ότι διεξάγεται κάποιο έντονο ξεκάβλωμα που δε θα έχει καλό τέλος, ήταν δύσκολο να μην αποδεχτείς φιλικά, σημαντικές θεσμικές αλλαγές, έστω κι αν συνέβαιναν με άγαρμπα μέσα. Αντιλαμβανόταν τέλος πάντων κανείς μια αίσθηση ιστορικής αναγκαιότητας. Για μια πλούσια εκτίμηση πάντως αυτής της ατμόσφαιρας ελπίδας, σύγχυσης και έντονων κοινωνικών ζυμώσεων, χρησιμότερο από τόνους σχετικών άρθρων, είναι το εξαιρετικό άλμπουμ του Σαββόπουλου, Τραπεζάκια Έξω. Χαρακτηριστικό text επίσης μιας δυσανεξίας προς τη λαϊκή «πασοκαρία» που άρχισε να κυοφορείται ήδη τότε πέραν της «αστικής δεξιάς», είναι και το character assasination άρθρο  του Στέλιου Κούλογλου στο πασοκοσμικό Βήμα με τίτλο «Δημήτρης Τσοβόλας: ο γιος του αγωγιάτη» στο οποίο, ο τότε Υπουργός Οικονομικών δεν εγκωμιάζεται ως άξιος αυτοδημιούργητος, αλλά χλευάζεται ως γιος αγωγιάτη. 

Τον «Τσοβόλα δώστα όλα» είχε πετύχει ως εύκολο στόχο ο αρθρογράφος, ενώ περφόρμαρε καθημερινά κοτζάμ τρομακτικός θίασος: Κουτσόγιωργας, Γιαννόπουλος, Μαρούδας, Τόμπρας και σια, συν μια αλληλουχία στρατόκαβλων Υπουργών Δημόσιας Τάξης με ανιματέρ τον  Αρκουδέα που απειλούσε να μπει με άρμα στο Dada των Εξαρχείων.  Ήταν τελικά όμως (πριν ακόμα κι από το σκάνδαλο Κοσκωτά) η πλήρης κάλυψη του έρποντος φασισμού με αφετηρία το συγκρότημα Κουρή το σημείο που πολλοί ταύτισαν το χυδαίο λαϊκισμό με το ΠΑΣΟΚ κι από τότε εγκατέλειψαν μετά βδελυγμίας τη μάζα στις κακές έξεις της. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα έχουν κάνει μετάσταση σε σνομπ λιγούρηδες ενός φαντασιακού αστικού πολιτισμού και  χρησιμοποιούν ακόμα  – και πιο έντονα ίσως –  τον υποτιμητικό και αντιλαϊκό όρο “πασοκαρία” όχι πλέον για να χαρακτηρίσουν οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, αλλά “απαίδευτους” εκλογείς που την έχουν κάνει ενδεχομένως προς ΣΥΡΙΖΑ μεριά. Σαν αυτούς για τους οποίους μίλησε ο Βαγγέλας προχθές στο Ζάππειο: «Είδαμε να διαχωρίζουν τη θέση τους και ν’ ακολουθούν το δρόμο της προσωπικής ευκολίας, στελέχη μας που έπρεπε όχι να πεισθούν και να ξεπεράσουν κάθε αμφιθυμία, αλλά ν’ αγωνιστούν για να πείσουν τους καλόπιστους αλλά δυστυχώς απροετοίμαστους συντρόφους της κοινωνικής μας βάσης, που είχαν γαλουχηθεί με μια τελείως διαφορετική αντίληψη περί κράτους, κόμματος και πολιτικής».

Ήταν τελικά όμως (πριν ακόμα κι από το σκάνδαλο Κοσκωτά) η πλήρης κάλυψη του έρποντος φασισμού με αφετηρία το συγκρότημα Κουρή το σημείο που πολλοί ταύτισαν το χυδαίο λαικισμό με το ΠΑΣΟΚ κι από τότε εγκατέλειψαν μετά βδελυγμίας τη μάζα στις κακές έξεις της.

Τι να πεις τώρα σε κάποιον που ακόμα κι αν δεχτεί κανείς ότι έχει και τα δίκια του, η εμπαθής και χαιρέκακη ρητορική του θυμίζει, πολύ περισσότερο από τον Τσίπρα, τις ομιλίες του ιστορικού ηγέτη του κόμματος που κατά την 40η επέτειο από την ίδρυση του, μοιάζει πιο πολύ με επεισοδιακό reunion και ξεκαθάρισμα λογαριασμών μικροφατριών παρά με κυβερνητικό εταίρο. Σαράντα χρόνια πριν, η διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη έγραφε: «Ανακοινώνουμε σήμερα την εκκίνηση ενός νέου πολιτικού Κινήματος, που πιστεύουμε ότι εκφράζει τους πόθους και τις ανάγκες του απλού Έλληνα, ενός Κινήματος που να ανήκει στον αγρότη, τον εργάτη, το βιοτέχνη, το μισθωτό, τον υπάλληλο, στη θαρραλέα και φωτισμένη νεολαία μας». Ζητώ συγνώμη για την ισοπέδωση ,αλλά είδαμε πώς τα κατάφερε η «θαρραλέα και φωτισμένη νεολαία» του τότε. Ελπίζει κανείς οι σύγχρονοι νέοι να μη συγκινούνται εύκολα από αντίστοιχες διακηρύξεις.