Σε γλίτωσε από το παρελθόν
μια άσχετη εντελώς συζήτηση
περί φιλαργυρίας και ανέμων.
Κάποιος μιλούσε τις προάλλες
γι’ ανθρώπους, για φτιαξίματα ζωής,
για στίχους, Αφρικές,
και για τυφώνες.
Και κάπου εκεί ανάμεσα
έπεσε το φευγάτο όνομά σου
-χρόνια της λήθης υποχείριο-
πάνω στην απροφύλαχτη στιγμή.
Έπεσε, και διαλέγοντας
απ΄όλες τις οδούς τη συντομότερη
-της αναμνήσεως- κύλησε
από Αφρικές, από φυτείες,
κι από ήλιους πλεονάζοντες,
και σ΄έφερε παρά τη θέλησή σου,
λεπτομερώς ωραίον,
σχολαστικά απαράλλαχτον,
επακριβώς απατηλόν.
Σ’ έφερε μπρος στο συνυπεύθυνο φθινόπωρο,
που υποθάλπει μια Δευτέρα Παρουσία
στ’ απολωλότα όνειρα.