ah-ga-ssi

Δεν έχει τύχει να γνωρίσω άνθρωπο που να μην τον στιγμάτισε η πρώτη φορά που είδε το Oldboy του Chan Wook Park. Διόλου τυχαία είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες των 00s. Ακόμα κι αν αρκετοί δε γνωρίζουν πως είναι μέρος μιας τριλογίας με θέμα την εκδίκηση μπορούν να εκτιμήσουν την ιστορία που ο Park παρέδωσε με προεκτάσεις αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Δεδομένου του πόσο αγαπητός έχει καταλήξει να μου είναι με τα χρόνια αυτός ο τόσο ιδιαίτερος σκηνοθέτης, η παρουσία μου στην πρεμιέρα της Υπηρέτριας (Ah-Ga-Ssi) ήταν εξαρχής δεδομένη. 

Κατά την ιαπωνική κατοχή της Κορέας, μια νεαρή γυναίκα στέλνεται από έναν απατεώνα να εργαστεί ως υπηρέτρια στην έπαυλη μιας ζάπλουτης Γιαπωνέζας αριστοκράτισσας, για να τον βοηθήσει στην αποπλάνησή της, η οποία θα αποφέρει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, όσα χρήματα δηλαδή χρειάζεται η νεαρή για να φροντίσει την οικογένειά της. Το σχέδιο, παρ’ όλα αυτά, θα πάρει μια άλλη τροπή, καθώς ο πόθος θα φουντώσει ανάμεσα στις δύο γυναίκες, καταρρίπτοντας έστω και προσωρινά τα όρια που ορίζουν ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση και που θα οδηγηθούν οι χαρακτήρες;

Μεταφέροντας τις νοσηρές του διαθέσεις στο ιστορικό παρελθόν της χώρας του, όταν αυτή βρισκόταν υπό το ζυγό ενός κατακτητή, ο Chan Wook Park το χρησιμοποιεί ως πλατφόρμα ανάπτυξης και υποδειγματικής χρήσης του σκηνοθετικού ύφους που τον χαρακτηρίζει. Κάθε γωνία του φακού, κάθε κίνηση της κάμερας, κάθε τεχνική και κάθε cut είναι χειρουργικά μελετημένο και όλο το μοντάζ της ταινίας δένεται σε ένα αρτιότατο αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο ισορροπεί μεταξύ της παράνοιας και του αισθησιασμού. Σαν Κορεάτης Fassbinder, εξετάζει την εξουσία του πάθους στις ανθρώπινες σχέσεις και τις πλεκτάνες που χτίζονται με αυτό ως μέσον. Τίποτα δεν είναι σίγουρο σε αυτόν τον κόσμο, από τις προθέσεις των χαρακτήρων μέχρι τα κίνητρά τους και τις πράξεις τους, είναι αβέβαια τα αίτια μέχρις ότου αποκαλυφθούν και οδηγήσουν σε ανατροπές που άλλοι θα βρουν ιδιοφυείς και άλλοι ως ψυχαναγκασμό του σκηνοθέτη να κρατήσει το σοκ της ταινίας που τον έκανε γνωστό.

Παρά τη μεγάλη της διάρκεια (σχεδόν δυόμιση ώρες) έχει υποδειγματικό ρυθμό, είναι εύκολη στην παρακολούθηση και κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκειά της. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι πλήρως ρεαλιστικά και με αυτόν τον τρόπο οι τοποθεσίες, από τα φτωχόσπιτα της Κορέας και το γιαπωνέζικο άσυλο, μέχρι και την τεράστια έπαυλη όπου και κατοικεί η αριστοκράτισσα-στόχος του διδύμου απατεώνων, όλα αποκτούν μια αληθοφανέστατη υπόσταση. Η παραγωγή, άλλωστε, φαίνεται πως είχε στη διάθεσή της ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό και είναι ξεκάθαρο πως αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκειμένου να μη φανεί τίποτα ψεύτικο στο μάτι του κοινού. Το σενάριο, πλεγμένο γύρω από μια αντισυμβατική ερωτική ιστορία, είναι διανθισμένο με το ανορθόδοξο χιούμορ του σκηνοθέτη, έναν υπέρμετρο αισθησιασμό που κάνει τις σκηνές να φλογίζονται από μια υποβόσκουσα λαγνεία και μια νοσηρή, πικρόχολη διάθεση, η οποία τείνει προς μια υποδόρια μισανθρωπία, όπου κανένας άνθρωπος δεν ξεφεύγει από το εγωιστικό του χαρακτήρα του, όποιο βάρος και αν είχαν στον ψυχισμό τους οι εμπειρίες που μπορεί να τους στιγμάτισαν, δικαιολογώντας μέχρις ενός σημείου τις πράξεις τους.

Το πρωταγωνιστικό τρίο με τα διαρκή παιχνίδια εξουσίας του υποδύεται τέλεια τους αμφιβόλου ηθικής ήρωες. Κατανοούν πως δεν είναι πολωμένοι προς τη μια μεριά της πλάστιγγας και γι’ αυτό αφήνουν την κακή πλευρά των χαρακτήρων να διεισδύσει στο παίξιμό τους προκειμένου να «γκριζάρουν» τα όρια μεταξύ λευκού και μαύρου. Στα θετικά, επίσης, συγκαταλέγεται το αφηγηματικό soundtrack με τις ιδιαίτερες του μελωδίες, οι οποίες κινούνται σε μεταδιηγητικές μουσικές φόρμες. Βέβαια, δεν είναι και Oldboy. Εννοώ πως, ενώ είναι μια ταινία πυκνή, με άψογη σκηνοθεσία και ενδιαφέρον σενάριο, απουσιάζει εκείνο το στοιχείο του μοναδικού (όχι, όμως, και του εξαιρετικού) που κάνει ακόμα και σήμερα το αριστούργημα του δημιουργού να φαντάζει φρέσκο όσο λίγες σύγχρονες ταινίες. Εκπλήξεις μπορεί να κρύβει, αλλά λείπει αυτό το απροσδιόριστο στοιχείο το οποίο άπλωσε μια υπνωτιστική σιωπή στις αίθουσες όταν πρωτοπροβλήθηκε στους κινηματογράφους.

Είναι μια μεγάλη επιστροφή του Park μετά από ταινίες που δεν ξεπέρναγαν το «απλά καλό». Τα αγαπητά στοιχεία της αφήγησής του είναι παρόντα, όπως και η ματιά που τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στη σωρεία δημιουργών. Ένα φιλμ που, αν δεν είχε προηγηθεί η τριλογία της εκδίκησης για να υπάρχει κάτι ανώτερο ποιοτικά ως μέτρο σύγκρισης θα το χαρακτηρίζαμε αριστούργημα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μην το χάσετε, είναι σίγουρα η πιο έξυπνα ερωτική ταινία που έχετε δει τους τελευταίους μήνες, συνδυάζοντας κατάλληλα τον υπόγειο ερωτισμό της ταινίας εποχής με το δημιουργικό θράσος του Park.