Θυμάμαι τον “Υπερασπιστή του Χρόνου”
, ένα ρομποτικό χάλκινο γλυπτό, ένα “αυτόματο” που έπαιρνε μπρος μια φορά κάθε ώρα, και κάθε φορά που το ρολόι χτύπαγε ακριβώς, μια χούφτα περαστικοί τουρίστες κάθονταν και περίμεναν να δούνε την μυστήρια αναπαράσταση: μια ανθρώπινη μορφή, ένας μαχητής, με μια ασπίδα κι ένα ξίφος, πάλευε με ένα δράκο, ένα πουλί και ένα καβούρι, ενώ ταυτόχρονα το γλυπτό έβγαζε ήχους από κύματα που έσκαγαν ή τον αέρα που φυσάει.Παραδίπλα ήταν ένα ΜcDonald’s, πράγμα ανήκουστο για την Ελλάδα των Goody’s, με φετίχ αντικείμενο τα αλουμινένια τασάκια του, που όλοι τα κλέβανε για το σπίτι τους. Είχα μαζέψει αρκετά και τα κράταγα μετά σα σουβενίρ στην Αθήνα. Τα βρίσκεις κανείς πια σαν vintage item στο ebay.
Εκεί ήταν και το εντυπωσιακό Beaubourg, ακόμα σχετικά νέο, φουτουριστικό πολιτιστικό κέντρο, δέκα μόλις ετών, που εντυπωσίαζε τους πάντες έτσι που έμοιαζε με διαστημόπλοιο, με τους σωλήνες εξαερισμού του να εμφανίζονται στα καλά καθούμενα σα φουγάρα μέσα στην πλατεία, με θράσος και σαρκασμό δίπλα απ’ τα παλιά παριζιάνικα κτίρια.
[4_4_youtube id=”bnSPrPpvA4k” mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]
Παραδίπλα, τα γλυπτά στο “συντριβάνι του Στραβίνσκι”, μια φάτσα από μεξικάνικο calavera, κάτι τεράστια κόκκινα χείλια, μια μεγάλη κόκκινη καρδιά κι ένα πολύχρωμο πουλί, φτύναν νερό και στριφογύριζαν μόνα τους, σαν να χόρευαν κι αυτά με την μουσική.
Τις πουτάνες τις έβλεπα από το παράθυρο του σπιτιού να πιάνουν το πόστο τους κάθε μέρα, και να πηγαινοέρχονται σε κάτι στενάκια με τους πελάτες τους. Στην αρχή τις πλησίαζαν, μετά τους έπαιρναν για λίγο μέσα, σε λίγα λεπτά ήταν πάλι έξω, αυτοί πηγαίναν στην ευχή του θεού, και αυτές ανάβαν τσιγάρο και συνεχίζαν. Μου φαινόταν εντελώς παράδοξο πως αυτή η τελετουργία γινόταν στην μέση του δρόμου λες και δεν τρέχει τίποτα, όλη μέρα.Την ίδια στιγμή, στο σαλόνι του σπιτιού, είχαμε εθιστεί στην τηλεόραση γιατί κάποια κανάλια παίζαν ασταμάτητα και κάθε μέρα video clip, πράγμα ασύλληπτο ακόμα για μας τους Έλληνες, που περιμέναμε κάθε Παρασκευή να δούμε ξελιγωμένοι δύο-τρία βίντεο στο “Μουσικόραμα”.
Είδαμε μια μέρα την Βανέσα Παραντί και βάλαμε τα γέλια. Θέλαμε να την σπάσουμε στο ξύλο, που χόρευε σαν σπαστικό στο βίντεο του “Joe le Taxi”. Απίστευτα ατάλαντη, και ούτε καν lip synching δεν μπορούσε να κάνει το κορίτσι. Σκέτο ζώον. Όμως είδαμε και τους Les Rita Mitsouko στο “Marcia Baila”, και τέτοιο πράμα δεν είχαμε ξαναδεί, και δεν χορταίναμε να το βλέπουμε και να το ξαναβλέπουμε. Όλη η Γαλλία, όλη η θρασύτατη, πολύχρωμη τρέλα της, όλη σε μια μπάντα και σ’ ένα βίντεο.
[4_4_youtube id=”Ulay2FvUEd8″ mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]
[4_4_youtube id=”t6FVlfOgTo8″ mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]
Τότε είχε μόλις κυκλοφορήσει και το “Live from the city of light” των Simple Minds, ένας δίσκος ηχογραφημένος ζωντανά στο “Le Zenith”. Παιζόταν στην τηλεόραση, διαφημιζόταν παντού. Ο Jim Kerr έβαζε μια καρδιά στο εξώφυλλο του δίσκου, τραγουδούσε παθιασμένα για μια “αγάπη που παίρνει το τρένο” και για “κάποιον, κάποτε μέσα στο καλοκαίρι” κι εμείς που τον αγαπούσαμε, δεν ξέραμε πως είχε ήδη αρχίσει να υποκύπτει στο dark side της υστερίας του stadium rock.
Εξίσου περιπαθές απόκτημα ήταν και το “Three Imaginary Boys” των Cure, δίσκος που στην Ελλάδα δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ, και που βρήκα ένα μεσημέρι εκστασιασμένος σ’ ένα Fnac στο Les Halles. Το αγόρασα σε κασέτα και το έπαιξα κατευθείαν στο walkman μου με τα ακουστικά απο αφρολέξ. Το Παρίσι εκείνο το μεσημέρι είχε τη φωνή του Robert Smith.
Θυμάμαι κι εκείνο το φοβερό ναυτικό βιβλιοπωλείο που λεγόταν “Οutremer” στο Saint Germain des Prés, όπου είδα για πρώτη φορά φωτογραφίες από τους φάρους στο νησί Ouessant, στη Βρετάνη, να παλεύουν σαν πέτρινοι γίγαντες μόνοι τους με τα τεράστια κύματα του Ατλαντικού. Μου καρφώθηκε η ιδέα κάποτε να το επισκεφτώ. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να το κάνω. Ίσως μου μείνε παιδικό τραύμα ο βιβλιοπώλης με το τρελό μάτι, που μου είπε χαμογελώντας σατανικά: “Qui voit Oessant voit son sang”.
Κάτι άλλο που έμοιαζε με φάρο στην μέση της πόλης, όμως, τράβηξε τις επόμενες μέρες την προσοχή μου. Στο λόφο της Μονμάρτρης, που τον έβλεπα από την κορυφή του Beaubourg, παρατηρούσα, στα αριστερά από την βασιλική της Sacré-Coeur, έναν άσπρο πύργο που φαινόταν σαφώς πιο μυστηριώδης από τον μαϊντανό πύργο του Άιφελ. Ρώτησα κι έμαθα ότι ήταν ένας παλιός πύργος ύδρευσης. Ήθελα να τον επισκεφτώ, να ανέβω στην κορφή του και να δω την πόλη από εκεί. Όμως δεν πήγα.
27 χρόνια μετά, αρχές του 2014, την τελευταία φορά που επισκέφτηκα το Παρίσι, αποφάσισα να το ψάξω το θέμα παραπάνω. Βρήκα φωτογραφίες του πύργου στο ίντερνετ οπού ξεπρόβαλε επιβλητικός, σαν ψεύτικος, μέσα από τα σπίτια της γειτονιάς, και θύμιζε το Coyt Tower στο San Francisco. Λες και οι δυο πύργοι, ένα ωκεανό και δυο ηπείρους ο ένας μακριά απ’ τον άλλο, να ήταν αδέρφια και να επικοινωνούσαν.
Έμαθα πως οι Παριζιάνοι τον λένε “Chateu d’eau” και ακόμα και ότι ακόμα λειτουργεί. Η υπηρεσία που είναι υπευθυνη για την υδρευση του Παρισιού (“Eau de Paris”) τον έχει εντάξει μάλιστα σε εκπαιδευτικό περίπατο της. Αλλά ούτε τότε τον επισκέφτηκα. Παραμένει απωθημένο ακόμα κι αυτός, όπως και το νησί Ouessant.
Ξαναπήγα όμως στο βιβλιοπωλείο Outremer, και χάζεψα για άλλη μια φορά τα βιβλία με τους φάρους.
Και λες και η πόλη ήθελε να μου θυμίσει το ανεκπλήρωτο, την επόμενη μέρα, περπατώντας τυχαία κάπου στο 15ο διαμέρισμα, πέτυχα ένα φάρο στη μέση του δρόμου.