Ονειρευόμουν ν’ αγγίξω τη θλίψη του κόσμου
σ’ ενός παράδοξου τέλματος το χείλος που ξέφυγε απ’ την πλάνη
Ονειρευόμουν έναν υγρό τάφο όπου θα ξανάβρισκα
τα χαμένα μονοπάτια του στόματός σου

Ένιωσα μέσα στα χέρια μου ένα ακάθαρτο ζώο
που δραπέτευσε μες στη νύχτα ενός τρομακτικού δάσους
και είδα ποιο ήταν το κακό που σε σκότωσε
αυτό που αποκαλώ, γελώντας, η θλίψη του κόσμου

Ένα βίαιο φως, μια λάμψη ενός κεραυνού
Ένα γέλιο που απελευθερώνει την απέραντη γύμνια σου
Μια τεράστια λαμπρότητα, επιτέλους με φωτίζουν

Και είδα τον πόνο σου σαν μια ευσπλαχνία
να φωτίζει μες στη νύχτα την μακριά ξεκάθαρη μορφή σου
και τα ουρλιαχτά του τάφου του απείρου σου.