Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

αφρος των ημερων

Ο Αφρός των Ημερών *****

Γαλλία, Βέλγιο, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Μισέλ Γκοντρί

Πρωταγωνιστούν: Ρομαίν Ντιρί, Οντρέ Τοτού, Γκαντ Ελμαλέ

Διάρκεια: 125’

Τι πραγματικά είναι ο Μισέλ Γκοντρί; Ένας ποιητής της κινούμενης εικόνας; Σκηνοθέτης βιντεοκλίπ με μερικές κινηματογραφικές στιγμές; Φανφαρόνος των χρωμάτων με δήθεν βαθιά νοήματα; Χίπστερ; Δύσκολο να του δοθεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως auteur και δύσκολο να γίνει καθολικά αρεστό το έργο του. Ο ρομαντισμός και ο σουρεαλισμός του δίνονται πάντα με μια δόση εξτραβαγκάντζας, διχάζοντας το κοινό.

Γεγονός αποτελεί το ότι στα μέσα του 2000 μας έδωσε δύο εκπληκτικά φιλμ, την αγγλόφωνη Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού και τη γαλλόφωνη Επιστήμη του Ύπνου, για να ακολουθήσει μια καθ’ ομολογία φθίνουσα πορεία με τις μετέπειτα ταινίες του. Την ανακοίνωση της διασκευής του βιβλίου του Μπορίς Βιάν, Ο Αφρός των Ημερών και της επιστροφής του στα γνώριμα ονειρικά μονοπάτια, διαδέχτηκε ένας φόβος δικαιολογημένος. Θα μπορέσει να ξαναζωγραφίσει στους καμβάδες με τα θερμά σουρεαλιστικά του χρώματα χωρίς να γίνει φάντασμα του εαυτού του;

Για όσους δεν ξέρουν την υπόθεση του Αφρού: ένας εκκεντρικός επιστήμονας, ο Κολίν, κάτοχος ενός κεφαλαίου που του επιτρέπει να ζει όπως θέλει, ερωτεύεται μια γλυκιά νεαρή, την Κλόε. Ο έρωτάς τους θα ανθίσει με τον πιο γλυκό και παραμυθένιο τρόπο. Μαζί με τον έρωτά τους θα ανθίσει και ένα νούφαρο στον δεξιό πνεύμονα της Κλόε, ανατρέποντας τη γλυκιά τους ευτυχία και φέρνοντάς τους μπροστά στο φόβο της απώλειας.

Αυτοί που απεχθάνονται τα χαρακτηριστικά του Γκοντρί θα βρουν έδαφος για να συνεχίσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με το «πόσο δήθεν είναι». Αυτοί που τα αγάπησαν και εξακολουθούν να τα αγαπούν θα εκπλαγούν με το εύστοχο ξεσκόνισμα.

Ήδη από την περιγραφή, πιστεύω πως γίνεται κατανοητή η παραμυθένια απόχρωση της ιστορίας. Άλλα το συγκεκριμένο παραμύθι δεν ενδείκνυται για παιδιά. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο η σφαγή του δράκου από τον ιππότη και ο γάμος με την πριγκίπισσα. Πίσω από τα όμορφα χρώματα, την ιδανικά ερωτική μουσική και τον αγώνα των πρωταγωνιστών για να κρατηθεί η Κλόε στη ζωή, κρύβεται ολόκληρη η σύγχρονη κοινωνία.

Με τους ψευτοδιανοούμενους που τρέφουν ένα ποίμνιο που δε χορταίνει τις πομπώδεις φράσεις τους. Με την αγορά εργασίας και τους νεογιάπηδες που ειρωνεύονται σφόδρα τις κατώτερες τάξεις και τους ονειροπόλους των καιρών. Με το ρεαλισμό που σκοτώνει το ρομαντισμό. Με το φόβο του αναπόφευκτου επέκεινα. Πάνω σε αυτήν την αρχικά πολύχρωμη και αργότερα ασπρόμαυρη καθημερινότητα, ο Γκοντρί βρίσκει το κατάλληλο πάτημα για να ξεδιπλώσει τα γνώριμα μοτίβο του.

Τα παρανοϊκά stop motion animation του και τους αθώους χαρακτήρες του, τις εξπρεσιονιστικές του καταβολές, διανθισμένες με ποπ σκιάσεις, όπου χώρος και ψυχοσύνθεση ταυτίζονται. Τα φρενήρη πλάνα του και το γλυκό σουρεαλισμό του που τόσα πολλά δείχνει να χρωστά -νοητά ή όχι άγνωστο- στο Γαλλικό Ποιητικό Ρεαλισμό. Η βουτιά στο παρελθόν του πραγματοποιείται, και επιτυχημένα θα συμπλήρωνα, σπάνια μπορεί κανείς να δει μια τέτοια επανάκαμψη ενός καλλιτέχνη που στα μυαλά πολλών είχε από καιρό ξοφλήσει. Σίγουρα αυτοί που απεχθάνονται τα χαρακτηριστικά του Γκοντρί θα βρουν έδαφος για να συνεχίσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με το «πόσο δήθεν είναι», αλλά αυτοί που τα αγάπησαν και εξακολουθούν να τα αγαπούν θα εκπλαγούν με το εύστοχο ξεσκόνισμά.

Πλην των αισθητικών του επιλογών, δε μπορεί να μη γίνει λόγος για το εύστοχο κάστινγκ και τις υποδειγματικές ερμηνείες. Η Οντρέ Τοτού, συγκεκριμένα, μπορεί να αισθάνεται ασφαλής ότι δε δείχνει προσκολημμένη στο πρότυπο του ρόλου που την ανέδειξε, της σαμαρίτισσας Αμελί και ερμηνεύει εξαιρετικά την ομιλητική, γελαστή, ώριμα υπομονετική και ερωτευμένη με τον άντρα της και τη ζωή της Κλόε.

Μέχρι στιγμής οι κριτικές μιλάνε περισσότερο για το υπερβολικό στυλιζάρισμα του έργου και την κενότητά του σε περιεχόμενο. Σίγουρα δεν πρόκειται για την ταινία της χρονιάς μα θα ήταν το λιγότερο άδικο να θεωρηθεί μια τέτοια ταινία ως κενή νοήματος. Το ζήτημα σε τέτοιες ταινίες είναι το ίδιο το στυλ, από μόνο του μπορεί να βγάλει προς τα έξω τα βαθύτερα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις γραμμές.

Οφείλει κανείς να θέλει να εντυπωσιαστεί σα μικρό παιδί από το παραμύθι και να νιώσει με ευθύ τρόπο, χωρίς τριγυρίσματα και κουλτουριάρικες περαντζάδες. Γιατί, εν τέλει, ο κινηματογράφος του Γκοντρί αυτό είναι, παραμύθια για μεγάλους, που μπορούν να θυμίσουν το ρομαντισμό αν αφεθούμε άνευ όρων σε αυτά και πραγματοποιήσουμε τα ταξίδια στους πολύχρωμους κόσμους τους. Και αυτό αποτελεί όχι μόνο προσωπική σφραγίδα, μα δημιουργικό επίτευγμα.

don jon

Don Jon *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ

Πρωταγωνιστούν: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζούλιαν Μουρ

Διάρκεια: 90’

Ο εθισμός στο υπερπραγματικό δεν είναι κάτι απολύτως νέο. Ο Μπoντριγιάρ είχε αναφερθεί στην αναγωγή του σε γενικό κανόνα της μεταμοντέρνας πραγματικότητας, τονίζοντας πως πιθανόν μια ψηφιακή «φωτοτυπία» καταλήγει να είναι περισσότερο πραγματική από το υλικό της αντίστοιχο. Εν έτει 2013, η απορρόφηση στο ψηφιακό αρχίζει να έχει ψυχικής φύσεως επιπτώσεις, φανερές και όχι, στους περισσότερους «χρήστες» του δυαδικού όπιου, οδηγώντας τους σε μια σχεδόν παράλογη κοινωνικοπάθεια. Αυτήν ακριβώς την κοινωνικοπάθεια προσπαθεί να εξερευνήσει μέσα από ένα θαμώνα των ημιφωτισμένων κλαμπ του Νιού Τζέρσευ το Don Jon.

Ο Τζον αποτελεί αρχετυπικό ιταλιάνο «κλαρινογαμπρό» του Τζέρσευ. Φωνακλάς, οξύθυμος και ψωροπερήφανος, επιδίδεται σε σαφάρι εύρεσης συνοδών μιας χρήσης κάθε βράδυ μαζί με τους δύο φίλους του, ψάχνοντας αποτυχημένα την κοπέλα που θα του προσφέρει έναν υπερβατικό οργασμό. Το πρόβλημά του ενδέχεται να είναι ριζωμένο στο μεγαλύτερο εθισμό του: τα πορνό. Μετά από κάθε συνουσία, καταλήγει να αυνανίζεται μπροστά από το λάπτοπ του. Ακόμα και αφού καταλήξει με την πιο όμορφη γυναίκα που έχει συναντήσει (Σκάρλετ Γιόχανσον ως κτητική μέγαιρα), θα αρχίσει να καταλαβαίνει ότι οι τρύπες του δεν πρόκειται να μπαλώσουν με το απόλυτο θηλυκό· εν αγνοία του, η ψυχοβόρα μέγαιρα θα αρχίσει να του ανοίγει πόρτες που οδηγούν στην ωρίμανσή του.

Στο μεγάλου μήκους σκηνοθετικό του πρωτόλειο, ο πρωταγωνιστής Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ δείχνει ικανός να ιδιοποιηθεί τις επιρροές του από τη βιντεοκλιπάδικη αισθητική των τελευταίων χρόνων. Κοφτά, επιληπτικά σύντομα κολάζ πλάνων από τηλεοπτικά προγράμματα και πορνό. Νέον φώτα τονίζουν ερωτικά γυναικεία κορμιά. Σκωπτική, υπερβολική διάθεση όσον αφορά στα δόγματα και τα ταμπού των καιρών μας. Η οικογένεια ως μια βαρετή και αποξενωμένη κοινωνική μονάδα, η εκκλησία ως ένα ρουτινιάρικο κυριακάτικο πρωί, η προσκόλληση στις καλύτερες μέρες του παρελθόντος. Μια αισθητική γελοιοποίησης υπό το πρίσμα μιας r’n’b εκπόρνευσης, που προσφέρει μια ειρωνική white trash αναπαράσταση της διανοητικώς και βιωματικώς κενής σύγχρονης εμπειρίας.

Στο μεγάλου μήκους σκηνοθετικό του πρωτόλειο, ο πρωταγωνιστής Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ δείχνει ικανός να ιδιοποιηθεί τις επιρροές του από τη βιντεοκλιπάδικη αισθητική των τελευταίων χρόνων.

Ο ίδιος ο Λέβιτ στο ρόλο του «Ντον» Τζον κεντάει. Δείχνει σαν να πρόκειται περί πραγματικού ημίβλακα στερημένου της δυνατότητας να ανοίξει τους ορίζοντές του, που θεωρεί πως η ιδανική ζωή είναι αυτή που ακολουθεί, η κατά γράμμα υποταγή στα επιβαλλόμενα πρότυπα. Δικαίως αντιπαθητικός στην αρχή της ταινίας, στην πορεία καταλήγει συμπαθέστατος, περισσότερο φιλοσοφημένος και έμπειρος, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινος. Μαθαίνει να εντοπίζει τα προσωπικά του θέλω, χάρη στις εμπειρίες του και στη βοήθεια του υπέροχου δευτερεύοντος καστ.

Η θέση που παίρνει ο Λέβιτ σχετικά με τα ζητήματα που θίγει γίνεται σαφής κάποια ώρα μετά τα credits και τη «χώνεψη» των όσων προβλήθηκαν. Δεν δαιμονοποιεί εξωτερικούς παράγοντες, αντιθέτως γυρνάει στον ίδιο τον άνθρωπο. Με ώριμη σκέψη και λαμπρή αισθητική, ενώ αποφεύγει τα όποια σιροπιάσματα που θα μπορούσαν να του δώσουν εύκολες λύσεις και δε δέχεται να χαϊδέψει αυτιά και να μας ξαποστείλει. Η δυνατότητα βελτίωσης του μικρόκοσμου κρύβεται εντός, διαλέγουμε και παίρνουμε.

Ενώ η αρχή προϊδεάζει για σεξοκωμωδία χαμηλής ποιότητας, η λήξη πιθανόν να βρει το κοινό απορημένο σχετικά με το πόσο απρόσμενη μα έξυπνη ήταν η στροφή που ο σκηνοθέτης επιχείρησε. Πικάντικα αναζωογονητικό, το Don Jon προσφέρει μια εξαίσια μίξη ενδοσκόπησης, βρώμικων αστείων, εμμονών και γλυκύτητας.

Στην επόμενη σελίδα: ο Τομ – Captain Phillips – Χανκς στο δρόμο για τα Όσκαρ;