Ω το βαθύ μας το κρυφό
που τόμαθαν ταηδόνια
κι ακούς, το τραγουδούν
ολονυχτίς στα κλώνια.

Μια θλιβερή παρηγοριά
σταλάζουνε ταστέρια
που τρέμουν στη θολή νυχτιά
σαν αχνοκέρια.

Στα φύλλα ένα παράπονο
περνάει το αγέρι·
ω τα θλιμένα πνέματα
που κλαιν στα έρμα μέρη!

Γιατί με ζώνουν τρέμουλα
ταχνά σου χέρια;
ω η θλιβερή παρηγοριά
που τάζουνε ταστέρια,

ω το βαθύ μας μυστικό
που τόμαθαν ταηδόνια
κι ακούς, το τραγουδούν
ολονυχτίς στα κλώνια!