Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Τέρης Χρυσός έχει πέντε διαφορετικές σελίδες στο Facebook

Και μιλάει στη Λίνα Ρόκου για τους αμανέδες που τραγουδούσε στον Στέλιο Καζαντζίδη, για το πιάνο του Ωνάση που πετάχτηκε στη θάλασσα και για το οιδιπόδειο με τη μάνα του.
Φωτογραφίες: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS
14L1035337

Σε έναν δρόμο της Κυψέλης- δεν έχει τόση σημασία σε ποιον- υπάρχει ένα καταστρεμμένο μπουζουξίδικο. Μάλλον πιο σωστό είναι να το πω καμένο καθότι ο τίτλος είναι «Φλόγες live». Στην ταμπέλα επίσης γράφει «ΠΩ ΠΩ ΠΩ ΕΝΑ ΚΟΡΜΙ» και η φάτσα του Νότη (όχι του Σφακιανάκη) εμφανίζεται στην επιγραφή εμφανώς απορημένη. Βγάζω το κινητό και φωτογραφίζω. Μετά χτυπώ το κουδούνι της απέναντι πολυκατοικίας. Με περιμένει.

Σπρώχνω την πόρτα. Κατεβαίνω τα σκαλάκια. Είναι ήδη στην είσοδο του διαμερίσματος και μου χαμογελά. Ο Τέρης Χρυσός μου το είχε πει από το τηλέφωνο «Μένω σε υπόγειο διότι έχω μεγάλη φοβία με τα ασανσέρ. Έχω κλειστεί δυο φορές μέσα. Και δεν μπορώ πια να ανεβαίνω σκάλες με τα πόδια. Σας το λέω γιατί ήρθε ένας δημοσιογράφος κι έγραψε ότι ο “Τέρης Χρυσός μένει σε άθλιες συνθήκες”. Θα έρθετε και θα δείτε με τα μάτια σας». Τον χαιρετώ, μπαίνω στο σπίτι του και βλέπω με τα μάτια μου. Ο Τέρης Χρυσός μένει σε ένα διαμέρισμα που πιο “Τέρης Χρυσός” δε γίνεται. Στη μια ο τοίχος είναι καλυμμένος από βραβεία και κορνιζαρισμένους δίσκους του από την άλλη παντού φωτογραφίες δικές του. Από τότε που ήταν παιδί μέχρι τώρα και λουλούδια, πολλά πλαστικά λουλούδια. Ένα ανθισμένο σπίτι. Μου λέει ότι είναι 75 χρονών -δε του φαίνεται, όχι δεν του φαίνεται- και ότι θέλει να δει που θα δημοσιευθεί η συνέντευξη. Τον ρωτάω αν έχει internet για να πάρω την εξής απίθανη απάντηση «Μα φυσικά. Έχω και πέντε σελίδες στο Facebook, και προσωπικές και fan page. Έχω και twitter, viber και skype». Λέει αλήθεια, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τον κάλεσαν δύο φορές στο skype.  

Ό,τι μου λέει ο Τέρης Χρυσός στη συνέχεια μοιάζει με ψέμα αλλά είναι αλήθεια. Τον παρακολουθώ καθώς μου μιλά. Μιμείται τις φωνές των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, ζωντανεύει διαλόγους που έχουν γίνει πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια, έχει απίστευτη μνήμη, μου τραγουδά στιχάκια περασμένων εποχών, απαριθμεί ημερομηνίες και ονόματα, νιώθω ότι η ζωή του προβάλλεται σαν ταινία στον τοίχο του απίθανου σαλονιού του δίπλα στον πλαστικό κισσό και τον πίνακα του Παπακώστα.

Σαν παιδί πέρασα πολύ άσχημα, ήμασταν μια πολύ φτωχή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Η μαμά μου ήταν Ελληνίδα της Πόλης κι ο μπαμπάς μου Ουγγαροεβραίος που τον απέλασαν οι Τούρκοι επειδή ήταν κατάσκοπος, μαζί με τη Φιλανδή φιλενάδα του που τελικά τουφεκίστηκε. Ο πατέρας μου λοιπόν εξορίστηκε στη Ρώμη. Έχω πολύ αμυδρές αναμνήσεις από τον πατέρα μου κατά την παιδική μου ηλικία αλλά συναντηθήκαμε μετά ως μεγάλοι, είχε παντρευτεί και είχε κάνει δυο παιδιά, με την μαμά μου είχε τρία. Η μαμά μου ήταν τραγουδίστρια, ο πατέρας μου έπαιζε βιολί και πιάνο, η εβραία θεία μου ήταν τρανή τραγουδίστρια. Η μαμά μου, αφού έφυγε ο πατέρας μου, γνώρισε έναν κύριο μεταφραστή στην Πόλη και παντρεύτηκαν. Το όνομα ήταν Ιωάννης Χρυσόγελος κι αυτός ο άνθρωπος μας υιοθέτησε και μας έκανε Έλληνες υπήκοους.

Θυμάμαι τα πάντα από την Κωνσταντινούπολη, μιλάω μάλιστα και τούρκικα. Άλλωστε μόνιμα στην Ελλάδα ήρθα 19 χρονών ενώ μέχρι τότε πηγαινοερχόμασταν πολλές φορές λόγω φτώχειας αλλά πουθενά δεν στεριώναμε. Εγώ για να βοηθήσω την οικογένεια μου, βγήκα στο δρόμο και πουλούσα φιστίκια στην Τρούμπα. Ήμουν 8-9 χρονών, δεν είχα παπούτσια και τριγυρνούσα ξυπόλητος. Θυμάμαι ότι μέναμε σε ένα άθλιο πανδοχείο, κρύωνα. Αυτό έγινε 2-3 φορές. Εννοώ ότι προσπαθούσαμε να εδραιωθούμε στην Αθήνα, δεν τα καταφέρναμε και επιστρέφαμε πίσω.

Η πιο ωραία ανάμνηση που έχω από τα παιδικά μου χρόνια ήταν τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στα Πριγκηπονήσια, και συγκεκριμένα στην Πρίγκηπο όπου έμενε η θεία μου η Χαρίκλεια, με την οικογένεια της σε ένα δικό τους σπίτι. Το μέρος ήταν φανταστικό, δεν επιτρέπονταν τα αυτοκίνητα παρά μόνο αμαξάκια με άλογα. Εκεί μόνο καταλάβαινα ότι ήμουν παιδί γιατί όλο το υπόλοιπο διάστημα είτε δούλευα είτε μετακομίζαμε. Και στην Πόλη έχω δουλέψει: σε κουρείο όπου βούρτσιζα από τους πελάτες τις τρίχες που έπεφταν επάνω τους και μου έδιναν μπουρμπουάρ, έχω δουλέψει και σε εργοστάσια. Μπορεί οι αναμνήσεις μου να συνδέονται με μεγάλη φτώχεια αλλά είναι ωραίες. Έκανα παρέα και με παιδάκια Τούρκων και Ελλήνων. Μάλιστα στην Αθήνα μένει ένας φίλος μου και παλιός μου συμμαθητής ο Κλεάνθης, που πηγαίναμε μαζί στο σχολείο της Αγ. Τριάδας στο Ταξίμ, κοντά στο Πέραν. Όταν έγινα καλλιτέχνης μου έδωσε ο Θεός και συμμετείχα σε μια κρουαζιέρα και ανά εβδομάδα ήμουν στην Πόλη. Έβγαινα από το πλοίο στις 7 το πρωί και γυρνούσα ύστερα από 12 ώρες, Και ξέρετε τι έκανα; Πήγαινα σε καταστήματα της Πόλης κι όλο ψώνιζα, ψώνιζα, σακούλες ατελείωτες. Έβγαζα έτσι ένα απωθημένο που ως παιδί λαχταρούσα πράγματα αλλά δεν μπορούσα να τα αποκτήσω. Πήγα στο σχολείο μου εκεί που κάποτε έτρωγα το συσσίτιο, πήγα να δω και το σπίτι που μέναμε αλλά πια το είχαν γκρεμίσει και είχε μείνει μόνο το οικόπεδο, πήγα μέχρι και στο πατρικό της μάνας μου που τώρα πια μένει τουρκική οικογένεια.

Είμαι ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέρφια. Η αδερφή μου έχει τέσσερα παιδιά και ο αδερφός μου ένα. Εγώ δεν έκανα δική μου οικογένεια. Ήμουν στο περίπου να παντρευτώ, είχα αφοσιωθεί στη δουλειά μου, αγαπούσα το τραγούδι αλλά είχα οιδιπόδειο με τη μάνα μου. Η μάνα μου δεν ήθελε τίποτε άλλο γύρω από εμένα, εκτός από αυτήν. Και το δέχτηκα, ήταν κουτό αλλά το έκανα. Έσφαλα, ήμουν όμηρος της μητέρας μου καθώς όπου και να πήγαινα ήθελε να είναι μαζί μου μπάστακας.  

Από πολύ μικρός τραγουδούσα, ερασιτεχνικά. Και στην Τρούμπα που πουλούσα τα φιστίκια, πιτσιρικάς, στα καμπαρέ με τις ορχήστρες ζητούσα να πω ένα τραγούδι και με άφηναν. Μιλάμε για δέκα χρονών παιδάκι.  Όλοι με αγαπούσαν στην Τρούμπα. Θυμάμαι έφτανε ο 6ος αμερικανικός στόλος και τα κορίτσια, προσπαθούσαν να ενισχύσουν ένα φτωχό παιδί από την Πόλη και μου έλεγαν «Λευτεράκη, θα μας πεις ένα τραγουδάκι;» κι εγώ ανέβαινα κι έλεγα «Άλλου είδους ταραχή αυτήν την εποχή το Τίκο Τίκο πια τον κόσμο κυβερνά, σαν κρίση νευρική σαν λόξα ομαδική που όταν κολλήσει τότε δύσκολα περνά». Θυμάμαι ακόμη τα λόγια κι ας έχουν περάσει 65 χρόνια. Με αγαπούσαν και μου έδιναν χαρτζιλίκι. Εγώ βέβαια ως παιδάκι κουραζόμουν αλλά τότε η κοινωνία θεωρούσε ότι ήταν προσβολή να εργάζονται οι μητέρες. Εγώ και ο πατριός μου ήμασταν οι αιμοδότες του σπιτιού. Την τελευταία φορά που ήρθαμε στην Ελλάδα, οριστικά, ήμουν πια 18-19 χρονών παλικαράκι και δεν μπορούσα πλέον να κάνω μια τέτοια δουλειά, ντρεπόμουν. Πάλι ήμασταν φτωχοί, πάλι μέναμε σε πανδοχείο. Τότε αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής. Πήγε η μαμά μου λοιπόν στον Άλκη Στέα και του μίλησε για εμένα κι ένα απόγευμα πήρα την παρτιτούρα μου και πήγα να τον βρω. Με ανέβασε κατευθείαν στο πάλκο, ήταν απογευματινό τέιον έξι με εννιά Κυριακής και είχε μόνο νεολαία από κάτω. Τραγούδησα λοιπόν ένα αμερικάνικο τραγούδι το “Mambo Italiano” και έγινε χαμός. Γιατί πριν 57 χρόνων ήταν μεγάλη υπόθεση να βγει ένας νέος και να τραγουδήσει κάτι τέτοιο. Με πιάνει ο Στέας και μου λέει «Θα έρθεις και το βράδυ να τραγουδήσεις». Άλλο το κοινό μετά, μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αλλά και πάλι έγινε χαμός. Έρχεται ο επιχειρηματίας του μαγαζιού, Piccadilly ονομαζόταν, και μου λέει «Από αύριο πιάνεις δουλειά με 30 δραχμές μεροκάματο». Αυτό αρκούσε για να φύγουμε οικογενειακώς από το πανδοχείο, πιάσαμε ένα δωμάτιο με κουζίνα κι ένα υποτυπώδες μπάνιο. Την επόμενη χρονιά με ζήτησε ένα άλλο μαγαζί στην Θεσσαλονίκη, το ονομαζόμενο Πανόραμα, στο οποίο δούλευε ένας σπουδαίος λαϊκός βάρδος ο Τόλης Χάρμας. Σε αυτό το μαγαζί εκτός από μένα πήραν και μια άλλη νέα τραγουδίστρια την Κική Παπαδοπούλου, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο πριν από εμένα. Αυτήν την τραγουδίστρια ο Τόλης Χάρμας τη βάφτισε Μαρινέλλα, από ένα τραγούδι που είχε γράψει ο ίδιος και έλεγε «Μαρινέλλα, Μαρινέλλα, είσαι μούρλια, είσαι τρέλα». Εμένα τότε το όνομα μου είχε φανεί πολύ τσιγγάνικο και της το είχα πει, κάναμε άλλωστε πολύ παρέα, πήγαινα σπίτι της και μας μάθαινε εγγλέζικα η Μάγδα χωρίς να πληρώνουμε. Εγώ βέβαια εξακολούθησα να τη φωνάζω Κική όταν δουλεύαμε μαζί στο Πανόραμα, όπου κάποια στιγμή ήρθε ένας σπουδαίος μπουζουξής ο Στέλιος Ζαφειρίου μαζί με τον μεγάλο μας τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη. Ήταν κι αυτός τουρκομερίτης από την μάνα του κι όταν έμαθε ότι ήμουν από την Πολη με έβαζε να του τραγουδάω τούρκικα τραγούδια. Εκεί ο Στέλιος γνώρισε την Μαρινέλλα, εκεί αγαπήθηκαν.

Την επόμενη χρονιά δουλεύω ξανά με τον Άλκη Στέα και άλλους καλλιτέχνες, ήταν περίοδος εκθέσεως και για να μην μακρηγορώ φέρνουν τον Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα, η οποίοι ήταν φίρμες, είχαν γράψει τότε το «Περασμένες μου αγάπες», όλα τα σουξέ που κρατούν ακόμη, ήταν ήδη ζευγάρι αλλά δεν είχαν παντρευτεί και μου λέει ο Χιώτης «Γιατί δεν έρχεσαι στην Αθήνα; Τι κάθεσαι εδώ πέρα αγόρι μου; Πάρε και τη διεύθυνση μου, Πάρνηθος 35, Άνω Κυψέλη». Σαν να μας έπιασε τρέλα όλη τη φαμίλια όταν τους το είπα και μου λέει η μάνα μου «Θα πάμε Αθήνα, θα σε βοηθήσει ο Χιώτης». Μαζεύουμε όλα μας τα κλαμπατσίμπαλα, ερχόμαστε εδώ, μένουμε πάλι σε ένα πανδοχείο, εγώ, η μητέρα, ο πατριός μου, ο αδερφός μου κι ένα σκυλί που είχαμε, η Σούζη. Έρχομαι λοιπόν εδώ, κατσάβραχα ακόμη η γειτονιά αλλά το σπίτι του καταπληκτικό, διώροφο. Με το που του συστήνομαι ενθουσιάζεται «Μπράβο», μου λέει, «καλά που ήρθες. Από αύριο θα πιάσεις δουλειά στην “Πλακιώτικη Αυλή” όπου ξεκινάμε κι εμείς». Έτσι κι έγινε. Το ρεπερτόριο μου εκεί ήταν αγγλικά και ιταλικά, μόνο. Τότε ήταν το Volare, το That ‘s amore, το Que sera, sera. Μια μέρα έρχεται ο Χιώτης και μου λέει «Αύριο, εννιά το πρωί να είσαι στην Columbia. Θα πεις ένα τραγούδι μου σε δίσκο». Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, δεν ήξερα καν το τραγούδι, αλλά όντως την επόμενη ημέρα ήμουν στις 9 το πρωί στο στούντιο. Εκεί μου έμαθε το τραγούδι «Ένας βλάκας και μισός» από την ταινία του Ψαθά. Το τραγούδι δεν έγινε επιτυχία, ήμουν ακόμη νέο, άβγαλτο παιδί. Την επόμενη χρονιά, το 1959 με κάλεσε ο Μίμης Πλέσσας κι ηχογραφήσαμε ένα δικό του τραγούδι σε δίσκο, στην άλλη πλευρά ήταν το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ποτέ η μεγάλη, η αξεπέραστη Τζένη Βάνου. Το τραγούδι που είπα εγώ ήταν «Το όνομά σου» σε στίχους Πρετεντέρη και το δικό της το «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Αυτό τον δίσκο τον έχω κάνει κορνίζα.

14L1035328

Τη Τζένη Βάνου τη θεωρώ τη μία από τις τρεις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας. Οι άλλες δύο είναι η Σοφία Βέμπο και η Χάρις Αλεξίου. Με τη Χαρούλα δεν έχουμε πολύ στενές επαφές, με τη Τζένη όμως είχαμε. Κάναμε και περιοδείες μαζί στο εξωτερικό και στην Κύπρο. Η Τζένη ήταν καταπληκτική, σπουδαία μαγείρισσα και της άρεσε πολύ να κάνει την πίτα του Αγ. Φανουρίου. Ναι, την καλύτερη φανουρόπιτα την έκανε η Τζένη. Μιλάγαμε πολύ για τζαζ μουσική και της άρεσε η Barbara Streisand. Και τα δικά μου πρότυπα δεν ήταν ούτε ο Μπιθικώτσης, ούτε ο Καζαντζίδης, ούτε ο Γούναρης –χωρίς φυσικά να θέλω να τους θίξω. Πρότυπα μου ήταν ο Nat King Cole, ο Frank Sinatra, o Charles Aznavour και ο Gilbert Becaud. Σε αυτούς ήθελα να μοιάσω κι αυτούς προσπαθούσα να μιμηθώ. Για αυτόν τον λόγο δεν έγινα εκατομμυριούχος στην Ελλάδα, γιατί δεν τραγούδησα λαϊκό τραγούδι. Είχα τη δυνατότητα να το κάνω. Επειδή είμαι από την πόλη ο λαιμός μου “γύριζε”. Το είπα και πριν, ο Στέλιος ο Καζαντζίδης με έβαζε να του τραγουδάω αμανέδες. Ούτε εγώ όμως τότε πίστευα ότι μπορούσα ούτε η εταιρεία μου. Σε έναν δίσκο μου είχα βάλει ένα ελαφρολαϊκό το «Τι να σου κάνω Μαίρη» και είχε γίνει κάπως σουξεδάκι αλλά ούτε το αγοραστικό μου κοινό ήθελε να προδώσω αυτό που μέχρι τότε υπηρετούσα. Το 1961 με κάλεσαν από το ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) για να δώσω εξετάσεις. Εκείνη την εποχή για να ακουστεί ο δίσκος σου ή για να τραγουδήσεις στο ραδιόφωνο έπρεπε να δώσεις εξετάσεις σε μια επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από μεγάλους μαέστρους και μουσικολόγους. Έδωσα και πέρασα, τότε έδωσε μαζί μου και η Τζένη Βάνου που επίσης πέρασε. Έχω τραγουδήσει 1500 τραγούδια με την ελαφρά ορχήστρα μουσικής του ΕΙΡ με σαράντα όργανα, υπό τη διεύθυνση διαφόρων μαέστρων μεταξύ αυτών και ο Δημήτρης Μαχαιρίτσας, πατέρας του Λαυρέντη. Το 1963 η ΕΙΡ μου ανέθεσε να πάω να τραγουδήσω στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Μαζί με την Νίκη Καμπά ερμηνεύσαμε το «Πέταξε ένα πουλί» και πήραμε το πρώτο βραβείο. Αμέσως υπέγραψα στην Music Box και έβγαλα δίσκο. Συμμετείχα ανελλιπώς στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης από το 1963 έως το 1973. Μετά μπήκαν οι εταιρείες και το χάλασαν.

Το 1961 ήδη με είχε φωνάξει η κ. Σολωμού και μου είχε πει «Νεαγέ -δεν μπορούσε να πει το ρ- θα λάβεις μέγος σε μια συναυλία στο Κεντρικόν» Στο Κεντρικόν εμφανιζόταν ο Χορν και στη συγκεκριμένη συναυλία την ορχήστρα του ΕΙΡ θα διεύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης. Εγώ τον ήξερα τον Θεοδωράκη από το Honeymoon κι από την «Απαγωγή» που είχε πει η Μαίρη Λίντα. Στην ίδια συναυλία θα εμφανίζονταν ο Χιώτης, η Λίντα, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Θα έλεγα ένα τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποίηση Νίκου Γκάτσου, το «Η Βάγια». Υπάρχει και ηχογραφημένος δίσκος από εκείνη τη βραδιά που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αλλά να σου πω την αλήθεια εγώ δεν το πίστευα αυτό το είδος τραγουδιού, ούτε το έντεχνο. Εγώ ήθελα να τραγουδήσω μοντέρνα πράγματα. Το είπα καλά βέβαια αλλά δεν το πίστευα αν και οι στίχοι ήταν καταπληκτικοί. Είχα αναστολές όμως αν μπορούσα να το πω.

http://youtu.be/XSBNyuhJiUQ

Το 1967 με κάλεσε η εταιρεία και μου είπε «Τέρη μου, πρέπει να αλλάξεις στιλ. Πρέπει να βρεις να πεις κάτι που να πιάσει περισσότερο τη νεολαία». Είχα πρόσφατα επιστρέψει από Βαρκελώνη και τους πρότεινα ένα τραγούδι που είχα ακούσει εκεί, αν και ήταν ιταλικό, και είχε μάλιστα βραβευθεί. Το τραγούδι λεγόταν Mulino a vento και το έλεγε ο Little Tony. Το τραγουδάω εγώ λοιπόν «κάνεις λάθος φίλη μου μικρή, παιχνιδάκια κι έρωτας δεν πάνε μαζί» και γίνεται ο χαμός από τη νεολαία. Αυτό είναι το πρώτο μου σουξέ από τη δεύτερη καριέρα, όπου αλλάζω ύφος. Αυτό ήταν το είδος μου. Μετά από λίγο καιρό γράφω στα ελληνικά τη Delilah του Tom Jones και πουλάω 200.000 δίσκους. Και φτάνει η στιγμή που ηχογραφώ το «Τάκα τάκα» το 1972. Το τραγούδι αυτό έχει πουλήσει μόνο του αλλά και σαν συμμετοχή σε διάφορες συλλογές περί το 1.000.000 δίσκους, στην Ελλάδα. Μετά ήρθε ένα άλλο μεγάλο σουξέ το «Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα». Είχα ένα σερί μεγάλων επιτυχιών. Όταν λοιπόν καθιερώθηκα σαν μεγάλος τραγουδιστής τότε εμφανίστηκε ο Πασχάλης και μετά ο Δάκης και τρίτωσε.

Τα μαγαζιά στα οποία δούλευα ήταν αριστοκρατικά και κυριλέ και δεν είχαν ζήτηση αυτά τα τραγούδια τα πιο νεανικά. Σε αυτά λοιπόν τα μαγαζιά είχε πάντα έναν μαέστρο που ήθελε να προβάλλει τα δικά του τραγούδια και μου απαγόρευε να πω αυτά που είχα στον δίσκο μου. Ο κόσμος που ερχόταν σε αυτά τα μαγαζιά ήταν οι μαμάδες μας και οι μπαμπάδες μας, η νεολαία όμως που ήθελε να έρθει να με δει δεν μπορούσε γιατί αυτά τα μαγαζιά ήταν πανάκριβα πχ «Η παλιά Αθήνα», η «Μοστρού», η «Νεράιδα». Πήγαινα όμως σε κάποια κλαμπ, όπως ο «Σκαραβαίος», και έκανα κάποια απογευματινά για τη νεολαία που με αποθέωνε. Αυτό είχα ως αποτέλεσμα αυτά τα τραγούδια, τα πιο νεολαιίστικα να γίνουν τελικά κλασικά πριν είκοσι, μόλις, χρόνια. Όταν τραγουδάω κάπου θα μου ζητήσουν να πω το «Τάκα τάκα», τραγούδι που τότε σπάνια ερμήνευα. Να τέτοια θα πω και στο Τίκι, την Πέμπτη.

http://youtu.be/QAJrG4yYr3I

 Έτσι λοιπόν έχτισα την καριέρα μου, πήγα και στην Αμερική όπου έκανα πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην Αμερική τραγουδούσα σε κέντρα διασκεδάσεως κι έλεγα τα δικά μου τραγούδια, επιτυχίες άλλων αλλά έκανα κι ένα λαϊκό ποτ πουρί, με προσεγμένα τραγούδια όχι χυδαία. Χάρη στην περιοδεία στην Αμερική μάζεψα κάποια πράγματα και πήρα ένα σπίτι στους γονείς μου. Την πρώτη φορά πήγα το 1968 με την Άντζελα Ζήλεια που ήταν μεγάλη φίρμα επειδή γύρναγε και φιλμ. Το αρχικό συμβόλαιο ήταν για έναν μήνα αλλά δεν μας άφηναν να φύγουμε λόγω επιτυχίας και νοικιάσαμε διαμέρισμα μαζί και μείναμε τρεις μήνες.

Όταν ήμουν μικρός είχα πει μια μεγάλη κουβέντα «Ας πήγαινα Θεέ μου στην Αμερική και την άλλη ημέρα, ας πέθαινα». Τόσο πολύ ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι. Όταν όμως πήγα και τη γνώρισα, ενθουσιάστηκα αλλά δεν έπεσα να πεθάνω. Μου ζήτησαν να κάνω καριέρα στην Αμερική επειδή τραγουδούσα τα αγγλικά σαν Αμερικάνος. Μου ζήτησαν να μείνω όχι για να τραγουδάω στους Έλληνες αλλά για να εμφανιστώ σε όλα τα Sheriton hotels των ΗΠΑ. Είχα όμως τη μητέρα μου που δεν με άφηνε με τίποτα. Μου έγραφε στα γράμματα «Τέρη έλα. Δεν μπορώ χωρίς εσένα». Τα εγκατέλειψα λοιπόν όλα και επέστρεψα στην Ελλάδα. Όμως η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της δυστυχώς.

1

 Με τα χρόνια η κοσμική, νυχτερινή Αθήνα άλλαξε πολύ. Πρώτα πρώτα τότε δουλεύαμε επτά ημέρες την εβδομάδα και παρακαλούσαμε να έρθει η Καθαρά Δευτέρα και η Μεγάλη Παρασκευή για να πάρουμε το ρεπό μας. Επίσης τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα έφευγα από το μαγαζί, πήγαινα σε συνεστιάσεις στο Χίλτον, όπου τραγουδούσα πχ στον «Χορό των Κερκυραίων», και μετά επέστρεφα στο μαγαζί.

Πάντως ο κόσμος διασκέδαζε τότε. Θυμάμαι ο Ωνάσης, μια φορά στην Σπηλιά του Παρασκευά στην Πειραϊκή όπου τραγουδούσα με τον Χιώτη και τη Λίντα, είχε διατάξει να πετάξουν το πιάνο στη θάλασσα. Και πράγματι το πέταξαν.

Τότε στο φινάλε του προγράμματος συμμετείχαν και οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστάδες και γινόταν ένα επιθεωρησιακού ύφους σκετς. Στο φινάλε μαγαζιών που έχω δουλέψει συμμετείχαν η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Κώστας Καρράς, η Μάρω Κοντού. Η Ρένα ήταν που με έβαλε για πρώτη φορά να βάλω χρήματα στην τράπεζα. Με φώναξε κοντά της «Έλα εδώ εσύ, έλα δω. Δε μου λες. Κρύβεις κάνα φράγκο στην τράπεζα; Αύριο το πρωί να πας στην τράπεζα και να μου φέρεις το βιβλιάριο να το δω». Τρομερός άνθρωπος. Όπως υπέροχα περάσαμε με τη Κλειώ Δενάρδου με την οποία πήγαμε πολλές περιοδείες. Εν κατακλείδι δεν έχω παράπονο με 55 χρόνια καριέρα. Πέρασα πολύ όμορφα. Κι έχω ένα καλό, δεν ζηλεύω. Χόρτασα πια.

*Ο Τέρης Χρυσός εμφανίζεται αυτή την Πέμπτη 30/4 στο Tiki Bar, Φαλήρου 15, Κουκάκι. Στις 21:00 με είσοδο 5 ευρώ.

14L1035359
14L1035363
POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.