pop_jack_bauer_2

Μια απ’ τις χαρακτηριστικότερες φάτσες των κινηματογραφικών late-‘80s μας, o ηγέτης των αλητάμπουρων του Stand By Me / Στάσου Πλάι μου, ηγέτης των αλητοβάμπιρων του The Lost Boys/Τα Παιδιά της Νύχτας, ηγέτης των τρελαμένων φοιτητών ιατρικής του Flatliners/Ταξιδιώτες Στην Άλλη Ζωή, κι ηγέτης της επανάστασης του Dark City/Σκοτεινή Πόλη, ο Kiefer William Frederick Dempsey George Rufus Sutherland (αυτό ακριβώς) έχει κρατήσει πολλούς ηγετικούς ρόλους στις πάνω από 70 ταινίες στις οποίες έχει εμφανιστεί. Καμία όμως απ’ τις εμφανίσεις του δεν κατάφερε το βάθος της τομής που επέφερε στο συλλογικό υποσυνείδητο η ταύτισή του με έναν απ’ τους εικονικότερους χαρακτήρες που έχουν περάσει απ’ την διεθνή τιβί.

Στον Jack Bauer, ο Καναδικής καταγωγής γιος του Donald Sutherland δεν βρήκε απλώς το ρόλο με τον οποίο θα συνέδεε μια για πάντα την καριέρα του, σβήνοντας ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε, και ρίχνοντας ανυπολόγιστου βάρους σκιά σε ό,τι θα έκανε μετέπειτα. Στο ρόλο το Jack Bauer, ο Kiefer θα ενσάρκωνε μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή όπου η Αμερική θα γινόταν πιο τρομαγμένη από ποτέ, που η ξενοφοβική παράνοια θα έφτανε επίπεδα ρεκόρ, που δορυφόροι θα έψαχναν τηλεφωνικές συνομιλίες για λέξεις τζιζ, ο φονταμενταλιστικός ρεπουμπλικανισμός θα γινόταν η κουλτούρα που θα διαμόρφωνε τη γεωπολιτική στρατηγική ολόκληρης της Δύσης, κι μια παντοδύναμη αντικατασκοπική κι αντιτρομοκρατική υπηρεσία σαν την CTU, θα ήταν για την πιο απομονωμένη από ποτέ ηγέτιδα δύναμη του Ελεύθερου Κόσμου μια ιδέα σχεδόν τόσο δελεαστική, όσο κι αυτή ενός υπερπράκτορα που με την αλύγιστη αποφασιστικότητα, τις αντισυμβατικές τακτικές και την ολοκληρωτική αδιαφορία του για τις διεθνείς ανθρωπιστικές συμβάσεις, θα πετύχαινε το ένα και μοναδικό πράγμα που ενδιέφερε το έθνος που ακόμη έγλυφε τις πληγές της 11ης Σεπτεμβρίου: αποτελέσματα.

pop_jack_bauer

Άντε να του το έλεγες και να το πίστευε ότι θα ενσάρκωνε τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού, τότε στο μακρινό 2000 που τον πλεύριζε ο σκηνοθέτης και φίλος του Stephen Hopkins, για να του προτείνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πιλότο μιας σειράς που το τηλεοπτικό της δίκτυο χαρακτήριζε ως «πειραματική». Ήταν βέβαια πρωτοφανής για τα τηλεοπτικά χρονικά μια σειρά που θα διαδραματιζόταν «σε αληθινό χρόνο» (εντάξει, με διαλείμματα για διαφημίσεις ανάμεσα), αλλά υπάρχει μια απόσταση απ’ αυτό, ως το «είναι πολύ έξυπνο και πειραματικό για να το πάρουν για ολόκληρη σαιζόν, αλλά χρειάζομαι τα χρήματα κι έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να το δει και κανείς» που έλεγε ο ίδιος ο  Sutherland για την ιδέα του 24.

http://youtu.be/Do_LT2xbFXo

Το 24 είχε έρθει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για τον ηθοποιό, που μετά την ταχεία του ανέλιξη στα τέλη των ‘80s, φάνηκε να χτυπάει δημιουργικό τοίχο για όλη πρακτικά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Από καυτό ανερχόμενο αστέρι είχε μετατραπεί σε αξιόπιστο δευτερορολίστα και τα σκαμπανεβάσματα της καριέρας του φαινόταν συντονισμένα με τα ασταθή συναισθηματικά του. Μετά τον χωρισμό του με την πρώτη του γυναίκα το 1990, το μικρό ρομάντζο του με την Julia Roberts έληξε άδοξα όταν τον άφησε σύξυλο λίγο πριν το γάμο τους και την έκανε για Ευρώπη, και ψάχνοντας ανάσα, ο Sutherland έβαλε στην άκρη την ηθοποιία, αγόρασε ένα ράντσο στη Μοντάνα και το έριξε στο ροντέο. «Έκανα ομαδικό λάσο κι ακολουθούσα το ροντέο του αμερικανικού πρωταθλήματος. Ξεκινούσα το τουρνουά απ’ το Τέξας κι έφτανα μέχρι την Καλιφόρνια. Ήταν ένα απ’ τα πράγματα που έκανα για να χαλαρώσω».

Χαλαρωμένος κι ανανεωμένος, ο Kiefer Sutherland χρειάστηκε να περιμένει μέχρι το Dark City/Σκοτεινή Πόλη του Alex Proyas το ’98 για να κάνει την μεγάλη πρωταγωνιστική κινηματογραφική του επιστροφή, και λίγο αργότερα έγινε ο πρώτος μεγάλος χολιγουντιανός ηθοποιός που έκανε στιβαρό πέρασμα στην μικρή οθόνη, όταν το σκοτεινό όραμα του 24 (που ξεκινούσε με ένα αεροπλάνο να καταρρίπτεται από τρομοκρατική οργάνωση), έγινε πραγματικός εφιάλτης. Έχοντας τελειώσει τα γυρίσματά της το καλοκαίρι του ’01, ο πιλότος της σειράς προβλήθηκε με καθυστέρηση τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς. Και τότε, παράλληλα με έναν κόσμο που είχε αρχίσει να αλλάζει, άρχισε να αλλάζει και το πρόσωπο ολόκληρης της αμερικανικής τιβί.

Παρά την άκρατη ρεπουμπλικανική πατριδολαγνεία ενός χαρακτήρα που βρήκε εαυτόν αποκηρυγμένο από την ίδια κυβέρνηση που έχει προσπαθήσει να σώσει οκτώ φορές σε ισάριθμες σαιζόν, ο Sutherland άρπαζε κάθε ευκαιρία που μπορούσε για να αποστασιοποιηθεί απ’ τις ακραίες τακτικές της πατρίδας του. 

Το πρωτόγνωρο φορμάτ με τα split-screens και τις παράλληλες δράσεις και τη real-time αφήγηση, σε συνδυασμό με το ανατριχιαστικό timing του θέματος, μετέτρεψαν τη σειρά σε πολιτιστικό φαινόμενο παγκόσμιων διαστάσεων, ενώ η απόφαση της FOX να διαθέσει ολόκληρη τη σειρά σε DVD την επόμενη κιόλας μέρα απ’ το φινάλε της, όχι απλώς εκτόξευσε τη διείσδυση του τίτλου σε ένα εξωφρενικό εύρος κοινού, αλλά ουσιαστικά γέννησε το φαινόμενο του binge-watching. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, ο Kiefer Sutherland θα αφιέρωνε 10 μήνες το χρόνο για να γυρίζει 24 επεισόδια τη σαιζόν, που όπως έλεγε «είναι σαν να γυρίζεις 12 ταινίες το χρόνο». Ίσως επειδή απ’ την πολλή δουλειά να του ξέφυγαν κι οι The Black Keys, που είχαν στείλει το demo τους στην Ironworks, τη δισκογραφική που είχε ξεκινήσει στα τέλη του ’90.

«Θα γίνουν και κάποια λάθη στην πορεία», έλεγε για τα εξαντληντικά γυρίσματα, «αλλά είμαι εντυπωσιασμένος απ’ το πόσα πράγματα βγαίνουν σωστά εξ αιτίας αυτού του ρυθμού». Ένα απ’ αυτά ήταν μάλλον και οι πέντε υποψηφιότητες και μια νίκη στις Χρυσές Σφαίρες για Καλύτερη Δραματική Σειρά κι άλλες τόσες για Καλύτερη Δραματική Ερμηνεία για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, προφανώς. Ή ίσως και το συμβόλαιο των $40 εκατομμυρίων για τρεις σαιζόν (τουτέστιν $555μιση χιλιάδες ανά επεισόδιο –ναι, ανά επεισόδιο), που έκανε τον Sutherland τον πιο ακριβοπληρωμένο ηθοποιό στην τηλεόραση. Το οποίο μπορείς να υποθέσεις ότι έκανε τα $25 χιλιάρικα που χρειάστηκε να δώσει ως εγγύηση όταν κατέληξε στο αυτόφωρο για οδήγηση υπό την επίρροια το 2007, κάτι λιγότερο κι από πασατέμπο γι’ αυτόν –μπορεί να τα είχε και στην τσέπη του επί τόπου δηλαδή.

http://youtu.be/frWYbVic6fA

Παρά την άκρατη ρεπουμπλικανική πατριδολαγνεία ενός χαρακτήρα που βρήκε εαυτόν αποκηρυγμένο από την ίδια κυβέρνηση που έχει προσπαθήσει να σώσει οκτώ φορές σε ισάριθμες σαιζόν, στα μεσοδιαστήματα των αποπειρών του να κατατροπώσει ανατολίτες τρομοκράτες, να εξολοθρεύσει ενδοϋπηρεσιακούς προδότες και να εξουδετερώσει πυρηνικές απειλές, ο Sutherland άρπαζε κάθε ευκαιρία που μπορούσε για να αποστασιοποιηθεί απ’ τις ακραίες τακτικές της πατρίδας του. Εκφράζοντας επανειλημμένα την αντίθεσή του στις αμφιβόλου νομιμότητας συνθήκες κράτησης των «εχθρών του έθνους» και τις πέραν πάσης αμφιβολίας παράνομες τακτικές απόσπασης πληροφοριών απ’ αυτούς, ο Sutherland έχει προσπαθήσει να στιγματίσει πρακτικές που έχουν κάνει τον ίδιο το χαρακτήρα του να θριαμβεύσει.

«Αν μπορούσα, θα έκλεινα το Guantanamo αύριο κιόλας», είχε πει, συμπληρώνοντας ότι «τα βασανιστήρια δεν είναι τρόπος να αποσπάσεις πληροφορίες. Είναι ευρέως γνωστό ότι αν προκαλέσεις σε κάποιον αρκετό πόνο, βασικά θα σου πει αυτό ακριβώς που θέλεις να ακούσεις, είτε είναι αλήθεια είτε όχι: ο μόνος τρόπος να αποσπάσεις πληροφορίες, είναι στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο απ’ τα βασανιστήρια, αλλά αυτό δυστυχώς απαιτεί αρκετό χρόνο». Dammit, Jack, ώρα να σώσουμε τον κόσμο με καρδούλες κι αρκουδάκια! Ώπα, περίμενε, μη γρυλίζεις, ένα αστείο κάναμε…