unnamed

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Όταν μεγάλωνα λίγο, ήταν ο «Μεγάλος περίπατος του Πέτρου» της Άλκης Ζέη. Έχει σβηστεί λιγάκι η αίσθηση, αλλά με θυμάμαι, αμυδρά, να κρατώ με το ένα χέρι το βιβλίο κόντρα στον τοίχο, στον οποίο κολλούσε το τραπέζι της κουζίνας, και με το άλλο να ρουφάω διάφορες σούπες, διότι ήμουν παιδί που αρρώσταινε πιο συχνά κι από την πανσέληνο. Μεγαλώνοντας λίγο περισσότερο, στη hardcore εφηβεία, αγαπημένο μου ―έχει πια λιωμένες σελίδες― ήταν το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Η σωματικότητα ηρώων και Αθήνας με καθόρισαν. Εξού και η εμμονή μου με την πόλη. Και τα σώματα.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Το «Μ’ ένα στεφάνι φως» της Τζένης Μαστοράκη. Τα ποιήματα τα ξέρω απέξω. Όπως απέξω γνωρίζω τι σημαίνει να διαβάζεις και να νιώθεις ότι η ζωή δεν έχει καμία σημασία αν δεν έχει τις κρυψώνες του «φονικού που ζωντανό σ’ αφήνει», που λέει και η Γκόλφω.

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Ξανά, το «Μ’ ένα στεφάνι φως». Έκανα το πιο ανόητο πράγμα στον κόσμο, όταν ήμουν εκεί γύρω στα 20: να γράψω σαν αυτό. Είχα υποτιμήσει βαθιά και ασύγγνωστα αυτό το «σαν». Έκτοτε, έχω μάθει ότι το «σαν» είναι χειρότερο από τις απομιμήσεις Adibas της Adidas. Τουλάχιστον, εκείνες έχουν και μια λειτουργικότητα.

Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Δεν έγινα ποτέ συγγραφέας. Απλώς, γράφω βιβλία ― όχι ποιήματα, διότι οι συλλογές μου γράφονται με τη μία. Γράφω πού και πού. Μια φορά τον χρόνο ίσως. Άρα δεν είμαι συγγραφέας, με την έννοια της αφοσίωσης ή, αν υπάρχει, του τρόπου ζωής. Προτιμώ το «γραφιάς», αλλά κι αυτό το χρησιμοποιώ για να συνεννοούμαι. Έτσι κι αλλιώς, μόνον αυτό ξέρω να κάνω: να κάνω τις σκόρπιες λέξεις, που υπάρχουν πριν και μετά από μας, να σημαίνουν κάτι. Όχι πάντοτε με επιτυχία.

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Κυρίως, εύχομαι να μην είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο. Αλλά το παρελθόν έχει το κακό συνήθειο να μην αλλάζει. Αλλάζουν, όμως, τα ερμηνευτικά μας εργαλεία όσο μεγαλώνουμε. Καλώς ή κακώς, είμαστε, οι άνθρωποι, μια δυναμική κατάσταση. Αλλά για να μη γίνομαι σπαστικός, θα απαντήσω: θα ευχόμουν να είχα γράψει το «Πόλεμος και Ειρήνη». Όχι διότι εκτιμώ το βιβλίο, αντιθέτως το βαριέμαι θανάσιμα. Θα ήθελα, όμως, να ζήσω τη διαδικασία της γραφής ενός βιβλίου που περιγράφει τον θάνατο, τις μάχες, το φως με τόση εξαντλητική λεπτομέρεια. Το ότι το βαριέμαι ως αποτέλεσμα, δεν σημαίνει ότι δεν παρουσιάζει απίστευτο ενδιαφέρον ως διαδικασία, ως ανθρώπινος κόπος.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης εργάζεται στην «Καθημερινή» και έχει βγάλει τρία βιβλία ποίησης («χωρίσεμεις», 2009, «Δωμάτιο μικρών διακοπών», 2012, «Λίγος χώρος για τον ξένο», 2016).