pop_tsiolkas_1

Βρίσκομαι στο νερό. Το νερό υποχωρεί για χάρη μου, μετατοπίζεται για μένα. Με καλωσορίζει.

Κολυμπάω.

Ανήκω.

Του Νίκου Μεγαπάνου

Να ανήκεις κάπου. Αυτή η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου διατρέχει όλο το μυθιστόρημα του Χρήστου Τσιόλκα, Μπαρακούντα. Ανήκεις όταν σε δέχονται χωρίς επιφύλαξη για αυτό που είσαι, όχι για ό,τι κάνεις. Ακόμα και αν κάνεις κάποιο λάθος, ακόμα και αν τα κάνεις θάλασσα, είσαι καλοδεχούμενος γιατί είσαι εσύ. Έχεις καλυμμένα τα νώτα σου, είσαι ασφαλής.

Ο Ντάνι, ο ήρωας του μυθιστορήματος, θέλει να ανήκει. Όμως έχει όλες τις προϋποθέσεις για να νοιώθει απόβλητος, να μην ανήκει. Είναι λαϊκό παιδί σε ένα σχολείο που θα λέγαμε Βορείων Προαστίων. Το μαγιό του δεν είναι Speedo, είναι από το ράφι του σουπερμάρκετ. Η μαμά του είναι κομμώτρια και ο μπαμπάς του φορτηγατζής. Οι συμμαθητές του τον σνομπάρουν, του κολλάνε, τον παρενοχλούν κι αυτός δεν έχει άλλον τρόπο να τους εκδικείται παρά στην πισίνα. Είναι ο καλύτερος και αξιώνει το σεβασμό τους. Με κάθε χεριά, με κάθε ανάσα. Με τις επιδόσεις του κατασκευάζει έναν δικό του περίγυρο, έναν κόσμο στον οποίο νομίζει ότι ανήκει. Τον θαυμάζουν, τον υπακούουν, τον φοβούνται γιατί είναι ο καλύτερος. Είναι ένα μπαρακούντα που κυνηγάει τη μεγάλη διάκριση, το Ολυμπιακό μετάλλιο. Αυτή είναι η παγίδα που στήνει άθελά του στον εαυτό του. Ο κόσμος του τον αποδέχεται για αυτά που κάνει, όχι για αυτό που είναι. Ένας κόσμος στημένος πάνω στην επίδοση, ένας κόσμος γνώριμος στον καθένα μας.

Όταν ο Ντάνι χάνει έναν σημαντικό αγώνα ο κόσμος του καταρρέει. Σαν γνήσιος έφηβος παίρνει ανάποδες, αρχίζει να υπονομεύει το μέλλον του και να κατρακυλάει όλο και πιο βαθειά στο σκοτάδι της κατάθλιψης. Κλωτσάει την καρδάρα με το γάλα, γίνεται αντισυμβατικός και στο τέλος παραβατικός. Αυτοκαταστρέφεται με πείσμα και συνέπεια.

Κάπου εκεί στον πάτο πιάνεται από τα μαλλιά. Ξαναβρίσκει το νήμα της αγάπης και σιγά σιγά, σαν τον μεταξοσκώληκα, ξαναπλέκει έναν κόσμο, αλλιώτικο αυτή τη φορά. Στο κέντρο του είναι ο ίδιος αλλά ενήλικας, που φέρει τις ουλές του με ακεραιότητα, που πριν από δικαιώματα έχει υποχρεώσεις, που μαθαίνει σιγά σιγά να ξαναγγίζει τους άλλους και φυσικά είναι, καλά το μαντέψατε, αξιαγάπητος. Έχει γίνει, όπως λέει ο Τσιόλκας, ήρωας της δικής του ζωής.

Αυτό είναι το βιβλίο αλλά πάλι δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αλλά είναι και ένα τραγούδι για τις παιδικές αναμνήσεις.

Είναι ένα στέρεο μυθιστόρημα αλλά είναι και ένα μεγάλο ποίημα για το νερό.

Περιγράφει αφοπλιστικά τον έρωτα του Ντάνι για έναν άνδρα αλλά αυτός ο έρωτας είναι γνώριμος σε όλους όσους ερωτεύτηκαν ποτέ, άνδρες ή γυναίκες.

Είναι μια διαμαρτυρία για το bullying και την αστοχία των εκπαιδευτικών συστημάτων αλλά και είναι μια σπουδή στο ρόλο του δασκάλου.

Είναι μια καταγγελία του πρωταθλητισμού αλλά είναι και μια αναγνώριση των καθημερινών μας άθλων.

Διαδραματίζεται ανάμεσα στη Σκωτία και την Αυστραλία αλλά θα μπορούσε να είναι μια αλληγορία για την Ελλάδα.

Αυτή είναι η ιδιοφυία του βιβλίου, εκεί που νομίζεις πως το έχεις κατανοήσει, αυτό σου ξεφεύγει σαν ψάρι στο νερό και σου δείχνει μια άλλη όψη του.

Στην Ωκεανίδα μας έκλεψε την καρδιά από την πρώτη στιγμή και τώρα που το ρίξαμε στο νερό καμαρώνουμε σαν καραβοκύρηδες.

* Ο Νίκος Μεγαπάνος είναι ο εγκέφαλος των Εκδόσεων Ωκεανίδα.

line-630
ts_purple

O συγγραφέας Christos Tsiolkas και ο Χρήστος, απλά, ο ξάδελφος μου

Της Αλεξάνδρας Τσόλκα *

Τα βιβλία του έχουν γίνει σειρές και ταινίες. Έχει πάρει βραβεία. Έχουν γραφεί βιογραφίες του. Το έργο του έχει αναλυθεί, λατρευτεί, κριθεί, κατακριθεί, υμνηθεί. Φυσικά και πηγαίνω στο βιβλιοπωλείο και αγοράζω την κάθε νέα του έκδοση, όπως κάνω για τον Φίλιπ Ρόθ, τον  μακαρίτη τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Μπρετ Ίστον Έλις, τον Άμος Οζ. Είναι ταυτόχρονα οικείοι γιατί αποτελούν αναγνωστική βεβαιότητα μου, αλλά ταυτόχρονα τόσο ασύλληπτα μακρινοί όσο το εξωπραγματικό.

Στην περίπτωση του Christos Tsiolkas ισχύει το ίδιο ακριβώς για τον συγγραφέα, αλλά ταυτόχρονα και μια κοκέτα περηφάνια, μια παιχνιδιάρα τρυφερότητα, μια κατακριτέα μεν, δικαιολογημένη δε, κτητικότητα για τον Χρήστο, τον ξάδελφο μου. Άλλωστε εγώ ήξερα με σιγουριά πως θα γράψει, και τι θα λένε μέσα τα βιβλία του. Το ήξερα όχι απ’ το πρώτο καλοκαίρι που τον γνώρισα, αλλά από πολλά καλοκαιριά μετά. Βλέπετε, σ’ αυτή την σχέση αίματος, μετράγαμε τον χρόνο μόνο σε καλοκαιριά και για μένα ο Χρήστος συνδέεται με ηλιοφάνειες. Και απ’ την άλλη, σε ένα κομμάτι για τον Άμος Οζ, ή για τη ζωή και το έργο του Μέιλερ, κασέλα μου αν θα ήμουν συναισθηματική ή αποστασιοποιημένη. Εδώ, η ισορροπία χάνεται, ακόμα και στις κτητικές αντωνυμίες…

Ο πατέρας του, μεγαλύτερος αδελφός του δικού μου πατέρα, είδε πρώτη φορά θάλασσα, φεύγοντας από το ορεινό χωριό του στην Αιτωλοακαρνανία, όταν ταξιδέψε σε αυτήν για 40 μέρες, πηγαίνοντας μετανάστης στον πιο μακρινό τόπο, στην Αυστραλία. Τότε ο παππούς μας, του έλεγε: «κάτσε παιδί μου, εδώ. Και εδώ θα έχει δουλειές, θα βρεθεί τρόπος να βγάζεις το ψωμί σου». Μπα. Εκείνος μπήκε στο καράβι και δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Πολλά καλοκαιριά μετά, μόλις θα υπάρξουν δολάρια στην άκρη, θα στείλει τα παιδιά του και την γυναίκα του, στην Ελλάδα. Τον Χρήστο τον πρωτοβλέπω να ξυπνά μετά από το μακρινό ταξίδι, ανάμεσα σε μεγάλες βαλίτσες και σακούλες απ’ τα duty free. Θα ήμασταν έξι χρονών.

Μέχρι τότε ήταν έγχρωμες φωτογραφίες στο άλμπουμ με τα χρυσά σπιράλ, που τοποθετούσε η μαμά, στολισμένα, στο τραπεζάκι του σαλονιού. Εγώ μετρούσα τις ώρες να σηκωθεί να παίξουμε. Σκεπάζει το πρόσωπο του με το σεντόνι και δε μου μιλάει, ενώ εγώ τον παρακαλώ, στα ελληνικά να πάμε στον κήπο, να του δείξω τα παιχνίδια μου, να πεταχτούμε ως την παιδική χαρά. Το επόμενο καλοκαίρι που θα συναντηθούμε, θα είμαστε έφηβοι και θα έχουμε μανία για δοκιμές, για καταχρήσεις, για ζωή. Πάρτι, ξενύχτια, ξημερώματα στη Πλάκα, βρώμικα στο Χίλτον από πίσω. Τότε, ένα απόγευμα στην Ύδρα, να κάνει ψυχρά και να φορώ το μπουφάν του, είναι που μου λέει πως θα γίνει συγγραφέας και τι ιστορίες θέλει να πει. Τον πιστεύω απόλυτα, οπαδικά, πρώτη του φαν εγώ. Εγώ που δεν ήξερα τι θα γίνω και μάλλον ακόμη δεν έχω μάθει. Τα λέγαμε όλα, τότε, ανοιχτές ψυχές, κατακλυσμιαία η εμπιστοσύνη και οι παραδοχές, εύκολες οι λέξεις και απόλυτες οι αρχές των εμμονών μας…

Ήξερα με σιγουριά πως θα γράψει, και τι θα λένε μέσα τα βιβλία του. Το ήξερα όχι απ’ το πρώτο καλοκαίρι που τον γνώρισα, αλλά από πολλά καλοκαιριά μετά. Βλέπετε, σ’ αυτή την σχέση αίματος, μετράγαμε τον χρόνο μόνο σε καλοκαιριά και για μένα ο Χρήστος συνδέεται με ηλιοφάνειες. 

Φοιτητής πια, βγάζει την εφημερίδα του Πανεπιστημίου. Τον υποχρεώνουν να βάλει μια ανακοίνωση του συντηρητικού κόμματος της Αυστραλίας στο έντυπο. Το κάνει, αλλά την κλείνει σε ένα πλαίσιο αγκυλωτών σταυρών. Ο πρόεδρος του κόμματος τον σέρνει στα δικαστήρια. Η οικογένεια του –μου, μας…να το μπέρδεμα με τις κτητικές αντωνυμίες που λέγαμε πιο πάνω!- τον στέλνει μεγάλο ταξίδι στον κόσμο, να ξεχαστεί η ιστορία, να ηρεμήσει ο ίδιος, να αλλάξει. Στην Ελλάδα θα γυρίσει νησιά και τόπους, αλλά ένα κομμάτι του θα μείνει για πάντα ερωτευμένο με την Αθήνα, το φως και τις σκοτεινιές της, την αρχαία της σνομπαρία και τη σύγχρονη της φρενιτιώδη, υστερική καθημερινότητα, την ασπράδα των μάρμαρων της και τη βρώμα στα δρομάκια του κέντρου, γύρω από την Ομόνοια, τις ταράτσες που κάναμε πάρτι και έβλεπες σα να ήταν καλοκαίρι τα Χριστούγεννα, να φωτίζεται η πόλη. Και «που είναι τα παιδιά;». «Πήγαν μια βόλτα, έφυγαν χθες και θα γυρίσουν μεθαύριο»…

Θα βγει το πρώτο του βιβλίο. Κατά Μέτωπο εδώ. Εκδόσεις ΟΞΥ. Το περίμενα. Θα πάω να δω, μαζί με την Μαρία, φίλη μου που έγινε φίλη του και μετά χαθήκαμε όλοι μαζί, την ταινία. Στην μεγάλη οθόνη, σε κατακόκκινο φόντο, τα μαύρα γράμματα για τ’ όνομα του: Christos Tsiolkas! Είναι ήδη ξένος. Δεν είναι δικός μου. Δεν είναι οι μνήμες μου, αλλά όλων τόπος. Ανοχύρωτος, ήδη, στην οικειότητα όποιου ξέρει να διαβάζει.

Ο πατέρας μου είναι, ήδη, καταβεβλημένος. Ο χρόνος τον κερδίζει στο «πάρτα όλα». Θέλει να τον πάω να δει την ταινία. Δε θα το κάνω. Ξεκινάει με ένα «τσιμπούκι» άγνωστων στο πίσω μέρος σφαγείων και τελειώνει με ένα άλλο, το πολλοστό στο δίωρο. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, αργότερα, θα με κατηγορήσει πως βιάστηκα να προεξοφλήσω αντιδράσεις και να τον θεωρήσω τόσο εύθικτα συντηρητικό! Είναι πια αργά να διορθώσω κάθε προκάτ αντίληψη και λάθος μου. Θυμάμαι τότε μια κριτική του Δανικά για την ταινία, που μιλούσε για το ότι το γκέι σινεμά είχε γίνει ο σύγχρονος σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Με είχε θυμώσει πολύ.  Μετά το είχα ξεπεράσει με ένα «δε γαμιούνται! Σάμπως και έχω δει ποτέ έργο σοσιαλιστικού ρεαλισμού».

Ο Χρήστος θα συνεχίσει να έρχεται καλοκαίρια. Και Σαντορίνη και Μύκονος και Καρπενήσι και Κρήτη και πάντα Αθήνα. Έρημη Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου και εμείς μεγάλοι πια, με παραπάνω κιλά και θαμπάδες στα μάτια, να αποφεύγουμε τους απολογισμούς και να ψάχνουμε και πάλι τις λέξεις για την επαφή μας. Άλλωστε έχουν περάσει χρόνια και βιβλία πολλά. Ο Άνθρωπος Του Ιησού, Νεκρή Ευρώπη, Το Χαστούκι. Πέρυσι του κάνω και συνέντευξη. Δεν περάσαμε ωραία. Εγώ σαν πρωτάρα, έβαζα και άλλους παραμέτρους μεταξύ μας και εκείνος, καταδεκτικός, έψαχνε μεταξύ ελληνικών και αγγλικών τα αυτονόητα του. Η Αθήνα της εφηβείας μας, είχε αλλάξει ή εμείς είχαμε χάσει οριστικά την αθωότητα που της κάναμε προβολή. Άστεγοι, ρατσισμός, ξυρισμένα κεφάλια, μαύρα ρούχα, σβάστικες, φοβισμένα βλέμματα μεταναστών.

Στο Γκάζι ένα βράδυ, ακούμε ρεμπέτικα και είμαστε πολλά ξαδέλφια, με σκούρα μάτια και ίδια χαμόγελα τρυφερότητας, αφημένα στη νύχτα και στην ασφάλεια πως δεν χρειάζεται να είμαστε τίποτα άλλο, παρά το παρελθόν μας, στην παιδική του εκδοχή. Το Μπαρακούντα του είναι έτοιμο. Ο αγγλόφωνος συγγραφικός κόσμος το περίμενε πως και τι. Ο συγγραφέας τραγουδά στα ελληνικά αυτή τη στιγμή, γελάει δυνατά και η αίσθηση του πλάι μου, θυμίζει μόνο μεγάλα οικογενειακά τραπέζια, Κυριακές μεσημέρι, που σιγά σιγά χάνονται στο χρόνο και εξαφανίζονται σε ξεθωριασμένες τεθλασμένες, σαν φωτογραφίες που βραχήκαν. Σαν ο χρόνος να μην υπάρχει, τρίβει το σεντόνι στο παιδικό του πρόσωπο και πάλι δε θέλει να παίξουμε…

* Η Αλεξάνδρα Τσόλκα είναι δημοσιογράφος.

Στην επόμενη σελίδα: η μεταφράστρια του Μπαρακούντα, Άννα Παπασταύρου, και ο μεταφραστής του Χαστουκιού, Βασίλης Κιμούλης