dylan1

Το πραγματικά καλό λάιβ είναι αυτό που το σκέφτεσαι έντονα σε άσχετες στιγμές τις επόμενες μέρες. Κάποιες φορές δε, το πραγματικά καλό λάιβ δεν το ξεχνάς ποτέ.

Η Popaganda δημοσίευσε ήδη ένα ψύχραιμο review της συναυλίας του Dylan στην Αθήνα, ενώ όσοι δεν ήξεραν τι πήγαιναν να δουν, είδαν πάλι «έναν γερασμένο καλλιτέχνη που δεν μπορούσε να τραγουδήσει και δεν ευχαρίστησε το κοινό του». Απαρηγόρητος ο ίδιος, έγραψε στο twitter πως θα επιστρέψει το επόμενο καλοκαίρι για να επανορθώσει, προσθέτοντας ένα στεναχωρημένο emoticon. Η αλήθεια είναι πως το λάιβ είχε και κοιλιές (όπως οι αδιάφορες εκτελέσεις των Summer days, Tweedle Dee & Tweedle Dum, Thunder on the mountain και Visions of Johanna) αλλά και γερές δόσεις συγκίνησης, σε μια intimate ατμόσφαιρα αρκετά διαφορετική από την προηγούμενη φορά. Την ίδια στιγμή, το κυνικό «ακόμα κι ο Dylan στους Deftones θα πήγαινε», σχετικά με την άλλη μεγάλη συναυλία που εξελισσόταν παράλληλα στην Αθήνα, είχε κι αυτό την πλάκα του.

dylan3

Αλλά όχι, ο Dylan ήταν εκεί τελικά. Με ελάχιστα κινητά στον αέρα να αποθανατίζουν τη στιγμή (προηγήθηκε σχετική παράκληση), ανέβηκε στη σκηνή κατόπιν ενός ηχητικού σήματος από αυτά που βάζουν στο πλοίο πριν την ανακοίνωση ή στο σινεμά όταν αρχίζει το δεύτερο μέρος. Χωρίς να πιάσει κιθάρα ή να μπει πίσω από το πιάνο, στην αρχή απλά στάθηκε μπροστά και τραγούδησε ότι «τα πράγματα έχουν αλλάξει». Αλλά ακόμα κι αν τον είχες λίγα μόνο μέτρα μακριά σου, τα μάτια του δεν τα έβλεπες εύκολα. Και δεν ήταν ότι φορούσε καπέλο: τον Dylan νιώθεις συνεχώς ότι προσπαθείς να τον δεις.

Μετά τα πρώτα πέντε τραγούδια, μετά από ένα εκπληκτικό The Levees gonna breakστο οποίο η μπάντα άγγιξε τη δική της τελειότητα, φώναξε δυο μουσικούς κοντά του. Ήθελε να αλλάξει το setlist – ίσως και λόγω της θέρμης του κοινού στο κομμάτι που είχε μόλις ακουστεί. Η «συμβαίνει τώρα» εκτέλεση του Shelter from the stormπου ακολούθησε, με τους μουσικούς να τον κοιτάζουν προσεκτικά για να μην κάνουν λάθος, ήταν η καλύτερη στιγμή της βραδιάς, που συν τοις άλλοις έδωσε στον Dylan μια παράξενη ενέργεια. Άρχισε να χαμογελάει, να παίρνει πόζες γυρνώντας προς το κοινό, να ανεβάζει όλο και πιο συχνά την αστεία και παλιομοδίτικη άσπρη μπότα του πάνω στο ηχείο που βρισκόταν δίπλα του ενώ έπαιζε. Ήταν ο ίδιος τύπος μπότας που φορούν για τα λακτίσματα στην πόρτα του σαλούν: η μπότα του καουμπόη. (Οι μεγάλοι φαν του φαινομενικά στριφνού, υποτονικού και άκαμπτου Dylan, τον βρίσκουν πέραν όλων των άλλων τρομερά αστείο – και σ’ αυτή τη συναυλία ήταν πιο αστείος από ποτέ).

dylan2

Λίγο παρακάτω, σειρά είχε το Desolation row. Μακροσκελές τραγούδι, διάρκειας έντεκα λεπτών στην πρώτη του ηχογράφηση. Κάπου στη μέση, ο Dylan δεν έλεγε να αρχίσει το επόμενο 12στιχο. Η μπάντα συνέχιζε να παίζει χωρίς κάποιο σόλο, χωρίς γεμίσματα, χωρίς τίποτα. Οι μουσικοί και εμείς κοιτούσαμε τον Dylan, που συνόδευε με το πιάνο του τους μουσικούς. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι να σταματάει χωρίς να σταματάει! Το κομμάτι, βέβαια, ήταν εξαρχής αγνώριστο σε σχέση με την ορίτζιναλ εκτέλεσή του. Όμως με ένα παράδοξο τρόπο, η ελευθερία στην οποία υπάκουσε εκείνη τη στιγμή, το απρόσμενο, το μη προβλέψιμο, έφερε το “Desolation row” πιο κοντά στο αυθεντικό πνεύμα του απ’ ότι θα συνέβαινε με μια εκτέλεση πιστή στην αρχική. Και δεν το λέω φιλοσοφικά (και δεν το λέω καν ποιητικά), αλλά νομίζω πως τον Dylan μπορεί να τον καταλάβει στ’ αλήθεια μόνο κάποιος που, σε κάποια φάση της ζωής του, γύρισε την πλάτη σε αυτό που περίμεναν οι άλλοι από εκείνον.

dylan4

Tο τελευταίο λεπτό του All along the watchtower, με το οποίο έκλεισε το λάιβ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ο Dylan έπαιζε στο πιάνο του μια σύντομη επαναλαμβανόμενη μελωδία, μια μελωδία που δεν υπάρχει σε καμία από τις παλιές εκτελέσεις του τραγουδιού και που έδωσε στο φινάλε μια αίσθηση θριάμβου, σα να ξεκινούσε κάτι νέο εκεί πάνω, εντελώς τωρινό, σαν η συναυλία να ξανάρχιζε λίγο πριν τελειώσει. «Βρήκε καινούργιο ριφ», μου φώναξε στο αυτί εκείνη την ώρα ένας φίλος μου που έβλεπε τη συναυλία μαζί μου. Δεν κατάλαβα ποτέ αν μου το είπε για πλάκα ή στα σοβαρά, αλλά έτσι ήταν: Στα 73 του χρόνια, μπροστά σε λιγότερους από 3.000 θεατές μιας άσχετης πόλης, παίζοντας ένα κλασικό κομμάτι που ακόμα και οι φανατικοί του έχουν βαρεθεί ν’ ακούνε, ο Bob Dylan μπήκε στον κόπο και βρήκε ένα καινούργιο ριφ.