GRITSIS

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Υπάρχει μια στιγμή που τη θυμάμαι χαρακτηριστικά ως αναγνώστης. Ήταν σε μια τάξη του δημοτικού που κάναμε από το ανθολόγιο το Τρελοβάπορο του Ελύτη. Νομίζω ειλικρινά ότι η στιγμή εκείνη που διαβάσαμε το ποίημα μέσα στην τάξη είναι η μόνη ίσως στιγμή που ένιωσα «κεραυνοβόλο έρωτα», αν υπάρχει τέτοια μορφή σχέσης  – όπως στη ζωή – έτσι και στη λογοτεχνία. Με κατέκλυσε ένα τόσο αφοπλιστικό συναίσθημα και ταυτόχρονα ενεργοποιήθηκε ένα ολόκληρο σύστημα αισθητήρων ως καθολική εμπειρία ανάγνωσης σε τέτοιο βαθμό που θυμάμαι είπα με παιδικό πείσμα μέσα μου: «Αυτός ο Ελύτης θα είναι όντως ο αγαπημένος σου ποιητής!».

Θυμάμαι επίσης ως παιδικό ανάγνωσμα τον Πινόκιο του Κολόντι, θυμάμαι να βαφτίζω επίσης αγαπημένο συγγραφέα τον Ιούλιο Βερν γιατί, παράλληλα με το παιδικό πρόγραμμα στην ΕΡΤ, ξεκίνησα να διαβάζω το Γύρο του Κόσμου σε 80 ημέρες. Στην πραγματικότητα ίσως εκείνο που με έσπρωχνε σε αυτό τον «παιδικό έρωτα» ετούτη τη φορά δεν ξέρω αν ήταν ο Βερν ή το γεγονός ότι τον έλεγαν Ιούλιο, μιας και Ιούλιος είναι ο δικός μου γενέθλιος μήνας και μ’ άρεσε από μικρός να κάνω τέτοιους συνειρμούς, ή ότι η φωνή του Φιλέα Φογκ στο μεταγλωττισμένο παιδικό πρόγραμμα ήταν η φωνή του Σοφοκλή Πέππα (η μητέρα του είχε κατάστημα ηλεκτρικών στο πατρικό μου σπίτι απέναντι και πολλές φορές ερχόταν στην γειτονιά μας ο Μπάμπα Στρουμφ ο ίδιος ως άνθρωπος κανονικός. Το μαγαζί μάλιστα είχε και μπουκάλες υγραερίου και είχε τύχει κάποια φορά να έρθει να αλλάξει τη φιάλη του γκαζιού ο ίδιος ο Σοφοκλής, που με φώναζε «Ντο» γιατί όταν άρχισα να μιλάω, όταν με ρωτούσαν πώς σε λένε, αυτό απαντούσα).

Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες μ’ άρεσε σαν βιβλίο πάρα πολύ και από τότε θυμάμαι να ταυτίζομαι με τον χαρακτήρα του Πασπαρτού. Αργότερα, στάθηκε αδύνατο να διαβάσω άλλα βιβλία του Βερν, γιατί παρά το ότι λεγόταν Ιούλιος, δε μου ταίριαζε μάλλον πολύ η επιστημονική και τερατική τους φαντασία.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Δεν μου είναι πολύ εύκολο να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω κάποιο βιβλίο. Αισθάνομαι ότι υπάρχουν τόσα πολλά που πρέπει να προλάβει να διαβάσει κανείς, οπότε πολλές φορές πιάνω κι εγώ τον εαυτό μου να έχει την αγωνία να προλάβει να διαβάσει όσο γίνεται περισσότερα. Από την άλλη μεριά, θεωρώ ότι αναπόσπαστο κομμάτι της ανάγνωσης είναι ο χρόνος και η στιγμή της ζωής σου που συναντάς αυτά τα πράγματα ώστε να γίνουν δράματα και να μη μένουμε στα γράμματα.

Ένα σχετικό παράδειγμα με αυτό είναι η περίπτωση των αδελφών Καραμάζοφ. Είχα προσπαθήσει πολλές φορές να το ξεκινήσω από 17 χρονών, προχωρούσα λίγο τον πρώτο τόμο, και μετά το παρατούσα. Τελικά κατάφερα να το διαβάσω ολόκληρο και μονορούφι 10 χρόνια μετά κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας, οπότε οι 4 τόμοι του Γκοβόστη έφυγαν νεράκι και το μυθιστόρημα είναι ακόμα από τα πιο αγαπημένα μου για τον πρόσθετο λόγο ότι λειτούργησε σαν καταφυγή από το πραγματικά αφόρητο αίσθημα που μου προκαλούσε η στρατιωτική θητεία. Κι ίσως έχει και λίγο την πλάκα του αυτό, αφού θέμα του έργου είναι η πατροκτονία.

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Στο Πανεπιστήμιο κάποια στιγμή, αποφάσισα να διαβάσω τον Μεγάλο Ανατολικό του Εμπειρίκου. Δανείστηκα τον πρώτο τόμο από την Βιβλιοθήκη αλλά ένιωσα λίγο περίεργα όταν ξεκίνησα να το διαβάσω κατά μόνας στο σπίτι. Κι έτσι, για να μην το λεκιάσω… το επέστρεψα και όποτε έβρισκα χρόνο ή ήθελα να χαλαρώσω από τα περισπούδαστα της φιλολογίας, το διάβαζα λίγο λίγο στη Βιβλιοθήκη για να κάνω διάλειμμα.

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Θα ήθελα πάρα πολύ να έχω γράψει το βιβλίο που έγραψε ο Δημήτρης Παπανικολάου για τον Καβάφη.

Η ποίηση του Καβάφη κατά περίεργο τρόπο ποτέ δεν μου ήταν ιδιαιτέρως προσφιλής. Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε πολλά πράγματα και μέσα σε όλα αυτά και την τέχνη και το θέατρο και τη λογοτεχνία ως επιμέρους στοιχεία για να πατήσει γερά το εθνικό μας αφήγημα, ως τούβλα και ογκόλιθους για βάθρα που θα τοποθετηθούν πάνω τους ιερά τέρατα και προτομές που ανεξαρτήτως του πώς έζησαν, σε τι πίστεψαν και γιατί πολέμησαν και πόνεσαν, τώρα πια θα είναι μονίμως εδώ σαν την Ακρόπολη να στηρίξουν στο διηνεκές το εθνικό οικοδόμημα ή ό,τι νομίζουμε και ορίζουμε τελικά ως ελληνική μας ταυτότητα και μεγαλείο.

Αυτό τις περισσότερες φορές απονεκρώνει και δημιουργεί εκμαγεία και προσωπίδες, κούφια τοτέμ από ασβέστη κι όχι μάρμαρο που αφήνουν στη λήθη και για τις σελίδες των άψυχων βιβλίων τις αληθινές ζωές των ανθρώπων, ενώ την ίδια στιγμή όλοι εμείς πρέπει να συνεχίζουμε να ψάχνουμε κάποιο άριστο μέτρο και κανόνα  έργων για να ψάξουμε να βρούμε σ’ αυτό «που θέλει να πει ο ποιητής» την κανονικότητά μας και έτσι να νιώθουν κι αυτοί που «φεύγουν» καλά και εμείς που μένουμε μάλλον απέξω παρά μέσα στον καθρέπτη καλύτερα.

Εξαιτίας αυτού και ειδικά στην περίπτωση του Καβάφη για τους γνωστούς λόγους που όλοι ξέρουμε, η φιλολογική κριτική προσπαθούσε πάντα να μιλήσει δειλά και παρουσίαζε έναν άτολμο, στερημένο και αφυδατωμένο ποιητή που είχε την ανάγκη να εκφραστεί με όπλο του την περίφημη αποστασιοποιημένη και αποστασιο – ποιητική ειρωνεία.

Προσωπικά, διαβάζοντας το βιβλίο του Παπανικολάου «ερωτεύτηκα» έναν άνθρωπο που «σπάει» επιτέλους το «άγαλμα» ενός στερημένου δασκάλου και θαύμασα ένα δοκιμιακό λόγο που δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους.  

Ο Αντώνης Γκρίτσης είναι ηθοποιός.