Λατρεύω τον Τζον Γουότερς. Παθολογικά. Είναι ο θείος που οι γονείς δε θα ήθελαν να έχω επαφές μαζί του επειδή θα μου διέφθειρε το αθώο μου μυαλουδάκι, αλλά εμένα οι αφηγήσεις του μια ζωή θα με ξετρέλαιναν. Θεωρώ πως στο πάνθεον του καλτ ο μόνος λόγος για να μη χριστεί βασιλιάς είναι επειδή δε θα γούσταρε καθόλου την περιβολή του και θα προτιμούσε ένα συνολάκι πιο καλόγουστα κακόγουστο.

i am divine

Του οφείλω την πορεία της οπτικής μου σε θέματα φιλοσοφίας, στη λατρεία του κυνισμού και, πάνω απ’ όλα, στην προσωπική μου ανακάλυψη ότι το άσχημο πολλές φορές είναι πολύ πιο όμορφο και ειλικρινές από οτιδήποτε καλλωπισμένο.

Δηλώνω φαν της Ντιβάιν. Η υπερβολή της, η αθυροστομία της, η πληθωρικότητά της αναπαριοστούν έναν κόσμο αυθεντικά ακραίο, όπου όρια όπως φύλο και ομορφιά σταματούν να εφάπτονται των καθιερωμένων δογμάτων και επαναπροσεγγίζονται μέσω μιας μεταμοντέρνα ανήθικης αισθητικής, με έναν καθόλου hippy τρόπο. Και σαφώς δε θα μπορούσα να λείπω από την προβολή του Εγώ, η Ντιβάιν.

Κάθε λεπτό του ντοκιμαντέρ που αφηγείται την άνοδο του συνεσταλμένου Χάρρις Γκλεν Μίλλερ σε περίοπτο μνημείο του τρας κόσμου μέσα από την περσόνα της Ντιβάιν, είναι ποτισμένο με γκλάμουρ, αποχρώσεις του ροζ και του μωβ και γκλίτερ, συσκευασμένα σε ένα δέμα εμπρόθετης κακογουστιάς.

Η προσωπική του μάχη με τη δυσανεκτική κοινωνία και με τη σκιά της περσόνας που τον απογείωσε στη στρατόσφαιρα του καλτ είναι μια ιστορία ανθρώπινη, συγκινητική και αρχέγονη. Το Κατά το Δαίμονα Εαυτού που πολλά έργα Τέχνης προσπαθούν να αποδώσουν προσωποποιημένο.

Φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες και άλλα παιδιά κατώτερων θεών προσπαθούν να σκιαγραφήσουν με όσο το δυνατόν ακριβέστερο τρόπο την πάλη των δύο εαυτών του Μίλλερ, υπογραμμίζοντας κομβικές στιγμές της ζωής του. Τα πρώτα ντραγκ κουίν πάρτυ, οι μέρες του Γουότερς, η δημιουργία της Ντιβάιν, οι εξαρτήσεις από ναρκωτικά και φαί, η προσπάθειά του να απεκδυθεί της ένδυσης της Ντιβάιν, με την οποία είχε οσμωθεί σε σημείο επικίνδυνο, η ανάγκη για αγάπη από τους γονείς του που την εκδίωξαν κακήν κακώς όταν τους ανακοίνωσε ευθαρσώς την ομοφυλοφιλία του.

Κάθε λεπτό του ντοκιμαντέρ είναι ποτισμένο με γκλάμουρ, αποχρώσεις του ροζ και του μωβ και γκλίτερ, συσκευασμένα σε ένα δέμα εμπρόθετης κακογουστιάς.

Μια ζωή ενός γνήσιου σούπερσταρ, με μια διαρκή essence φτηνού αρώματος, μαριχουάνας και κοπράνων σκύλου, που κάνει πολλές τάχα ροκ και πανκ βιογραφίες να φαντάζουν κλινικά αποστειρωμένες.

Όσο πολύχρωμο και φωτεινό άτομο διαβεβαιώνουν ότι υπήρξε οι συνεντευξιαζόμενοι (ο λόγος, άλλωστε, που ο Άντυ Γουόρχολ συμπάθησε το Μίλλερ), φως ρίχνεται και στις πτυχές που δε θα υποψιαζόταν κανείς ότι ενυπάρχουν στον ψυχικό κόσμο αυτού του fabulous ατόμου.

Το πόσο ευγενικός μα συνάμα αυτοκαταστροφικός ήταν όταν η περούκα και το μέικ απ έφευγαν και η ζωή συνεχιζόταν. Παρέμεινε ένας άνθρωπος που, παρά την υπερβολή και την X-rated πρόσοψη, ερωτεύτηκε, πόνεσε, απογοητεύτηκε, και γενικότερα ακολούθησε τη ζωή κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Με μια παραπάνω δόση απτής τρέλας, βεβαίως.

Προτείνεται ανεπιφύλακτα, όχι μόνο στους ήδη φαν της Ντιβάιν, αλλά και σε οποιονδήποτε άνθρωπο θέλει να δει υλοποιημένη την ιστορία του ασχημόπαπου που έγινε το πουλί στο εξώφυλλο του δίσκου των Πίσσα και Πούπουλα. Και, φυσικά, σε όσους θέλουν μια κουταλιά από τα βιτριολικά, ξεκαρδιστικά λόγια του Γουότερς που μπορούν να κάνουν τους πάντες να εύχονται να είχαν τη σπιρτόζα ευφράδειά του.