Φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος/ FOSPHOTOS

Ήταν Μάιος του 1990 όταν η κροατική Ντινάμο Ζάγκρεμπ υποδεχόταν τον Ερυθρό Αστέρα από τη Σερβία στο γήπεδο Μάξιμιρ στο Ζάγκρεμπ. Οι δύο ομάδες ήταν οι πιο ισχυρές στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα, κάτι που είχε ως φυσικό επακόλουθο την αυξημένη ένταση ανάμεσα τους.

Όμως αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που δημιουργούσε αυτή την ένταση. Ακριβώς δέκα χρόνια πριν από τον αγώνα, ο πάλαι ποτέ κραταιός ηγέτης της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, Γιόζεπ Μπροζ Τίτο, έφευγε από τη ζωή αφήνοντας ορφανό όχι ένα έθνος αλλά έξι.

Έθνη με σημαντικές θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές, που όμως ζούσαν αρμονικά για σχεδόν 40 χρόνια υπό την ηγεσία του Τίτο. Ο θάνατος του όμως έμελλε να αποτελέσει την αρχή του τέλους για την ενωμένη Γιουγκοσλαβία η οποία για τα επόμενα δέκα χρόνια πάλευε να διατηρήσει τη συνοχή της ενάντια στις εθνικιστικές σειρήνες που είχαν αρχίσει να ηχούν σε κάθε μία από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες που τη συγκροτούσαν.

Το Μαϊο του 1990, η ένωση των σοσιαλιστικών δημοκρατιών ήδη έπνεε τα λοίσθια αφού σιγά σιγά κάθε χώρα ξεχωριστά ζητούσε περισσότερη αυτονομία. Ειδικά στην Κροατία, μερικές εβδομάδες πριν τον αγώνα στο Μάξιμιρ, είχαν διεξαχθεί οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από σχεδόν 50 χρόνια και τα κόμματα που ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας είχαν κερδίσει την πλειοψηφία. Επομένως, ήταν σαφές ότι ο αγώνας θα διεξαγόταν κάτω από ένα κλίμα όχι μόνο αγωνιστικής αλλά κυρίως πολιτικής πόλωσης.

Από τη μία πλευρά οι περήφανοι Κροάτες που ζητούσαν την ανεξαρτησία τους, και από την άλλοι οι πάντα σκληροί Σέρβοι που επιθυμούσαν τη διατήρηση του status quo στη Γιουγκοσλαβία το οποίο τους ευνοούσε. Περίπου 3.000 Delije (φανατικοί οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα) έκαναν το ταξίδι στο Ζάγκρεμπ με «ηγέτη» τον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, έναν Σέρβο εθνικιστική ο οποίος στη συνέχεια ίδρυσε μια παραστρατιωτική οργάνωση η οποία πολέμησε στον Πόλεμο της Κροατίας. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών της Ντινάμο και του Ερυθρού Αστέρα διεξήχθησαν στους δρόμους του Ζάγκρεμπ, όμως αυτή ήταν μόνο η αρχή για όσα θα ακολουθούσαν στη συνέχεια μέσα στο Μάξιμιρ.

Οι Bad Blue Boys (φανατικοί οπαδοί της Ντινάμο) πετούσαν πέτρες προς την εξέδρα των Delije οι οποίοι δεν άργησαν να απαντήσουν. Αρχικά σπάζοντας τις διαφημιστικές πινακίδες και στη συνέχεια επιτιθέμενοι κρατώντας σπασμένα καθίσματα και μαχαίρια ενώ παράλληλα φώναζαν και σερβικά εθνικιστικά συνθήματα όπως «το Ζάγκρεμπ είναι σερβικό» και «θα σκοτώσουμε τον Τούζτμαν». Ο Φράνιο Τούτζμαν ήταν ο ηγέτης του κινήματος για την ανεξαρτησία της Κροατίας και στη συνέχεια πρώτος πρόεδρος της χώρας.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον αγωνιστικό χώρο με τους οπαδούς των δύο ομάδων να δίνουν μάχες σώμα με σώμα ενώ η αστυνομία αδυνατούσε να τους σταματήσει. Αφού ήρθαν περαιτέρω ενισχύσεις, οι «μάχες» σταμάτησαν σχεδόν μία ώρα μετά αφήνοντας πίσω τους πάνω από 60 τραυματίες από μαχαιρώματα, πυροβολισμούς και δηλητηρίαση εξαιτίας της χρήσης δακρυγόνων. 

Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν την αρχή του τέλους όχι μόνο για το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα αλλά για τη Γιουγκοσλαβία γενικότερα. Μετά από ένα χρόνο ξεκίνησε ο πόλεμος της Κροατίας που αποτέλεσε την πρώτη φάση στην αιματηρή διάλυση του γιουγκοσλαβικού κράτους η οποία συνεχίστηκε στη Βοσνία και στο Κόσοβο. 

Η Ελλάδα του 2018 δεν κινδυνεύει από αντίστοιχες εθνικιστικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της καθώς δεν την αποτελούν εθνοτικές ομάδες με διαφορετική εθνική συνείδηση. Υφίστανται όμως διαφορετικοί τοπικισμοί οι οποίοι σπέρνουν ένα κλίμα διχόνοιας και συντηρούν στερεότυπα στη συνείδηση της κοινωνίας. Ο κοινός παρονομαστής είναι για ακόμα μία φορά το ποδόσφαιρο. Το πιο δημοφιλές άθλημα μέσα από το οποίο εκφράζονται κοινωνικές, πολιτικές και τοπικές συνειδήσεις. Αυτό είδε η κοινή γνώμη στο ντέρμπι της Τούμπας ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «ο τελικός του πρωταθλήματος» και δεν τελείωσε ποτέ.

Δε συγκρούονταν δύο ομάδες απλά για τη δόξα ενός τίτλου μετά από πολλά χρόνια. Συγκρούονταν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα σε επίπεδο παραγόντων, και τοπικών συνειδήσεων στο επίπεδο των απλών οπαδών. Από τη μία ο Ιβάν Σαββίδης, το «αγαπημένο επιχειρηματικό παιδί» της κυβέρνησης που πλέον είναι ο πιο δυνατός παίκτης του παρασκηνίου και από την άλλη ο εξίσου πανίσχυρος οικονομικά Δημήτρης Μελισσανίδης. Αυτά σε επίπεδο παραγόντων. Σε επίπεδο απλών οπαδών όμως η κατάσταση μοιάζει ακόμα πιο σουρεαλιστική καθώς η συζήτηση πριν το παιχνίδι θα μπορούσε να θυμίζει σκηνή από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ περίμεναν χρόνια για τη στιγμή που θα αντιμετώπιζαν το «κράτος των Αθηνών» σ’ έναν αγώνα όλα για όλα και θα κέρδιζαν το «κατεστημένο του Νότου» ενώ μεγάλο μέρος των οπαδών από ομάδες της Αθήνας έκαναν λόγο για «ορκ», «Βούλγαρους» και «σύνορα στα Τέμπη». Δεν ήταν αγώνας ΠΑΟΚ – ΑΕΚ αλλά Βορράς – Νότος.

Δεν προκαλεί όμως ιδιαίτερη εντύπωση αυτό το σκηνικό καθώς είναι προϊόν στερεοτύπων που αναπαράγονται εδώ και χρόνια. Είχε έναν άσχημο χαρακτήρα κανονικότητας που δυστυχώς δε μπορούσε να αποφευχθεί, επομένως ο αγώνας θα διεξαγόταν υπό αυτές τις συνθήκες. Παρ’όλα αυτά, ακόμα και στις νοσηρές καταστάσεις υπάρχουν και κάποια όρια τα οποία ξεπεράστηκαν από τον Ιβάν Σαββίδη όταν εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο οπλοφορώντας. Με την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο απυρόβλητο, εισήλθε στον αγωνιστικό χώρο εκτοξεύοντας απειλές προς διαιτητές και αντιπάλους, κρατώντας παράλληλα το όπλο του ως ένδειξη εξουσίας. Εκεί ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κατανοήσει κάποιος ότι υπάρχουν και κάποια όρια.

Η Τούμπα δε θα γίνει το «Μάξιμιρ» της Ελλάδας, ούτε κάποιο άλλο γήπεδο θα επωμιστεί αυτόν τον ρόλο. Οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ στο κομμάτι των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβησαν. Όμως αμφότερες έκαναν εμφανές το μίσος και το διχασμό που μπορεί να υπάρξει στους κόλπους της κοινωνίας βασισμένο σε στερεότυπα και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Όσο οι υπεύθυνοι και οι θεσμικοί παράγοντες δεν τιθασεύουν στερεότυπα και χαρακτηρισμούς του τύπου «Βούλγαροι», «Ορκ», «Κράτος της Αθήνας» κλπ τόσο θα μεγαλώνει το μίσος και το κοινωνικό χάσμα. Όσοι ευαγγελίζονται την κάθαρση και την εξυγίανση του ποδοσφαίρου, που είναι ένα μέρος της κοινωνίας, από εκεί πρέπει να ξεκινήσουν.