_MG_4542

Αναρωτιόμασταν με τον Ανδρέα, όταν ξεσκαρτάραμε τις φωτογραφίες, ποια απ’ όλες τις ιδιότητες που έχουν περάσει από πάνω της, θα ήταν η καλύτερη για να περιγράψει τη Ροζίτα Σώκου. Δημοσιογράφος; Φυσικά. Ανταποκρίτρια; Εννοείται. Κριτικός; Μα είναι απ’ τους ελάχιστους παγκοσμίως που έχει την πολυθρύλητη λευκή διαπίστευση απ’ το φεστιβάλ των Κανών. Τηλεπερσόνα; Ήταν η ψυχή του πρώτου-πρώτου Να η Ευκαιρία. Κοσμοπολίτισσα; Εξυπακούεται, οι στενές (κι άλλοτε πολύ στενές) παρέες της, περιλάμβαναν άντρες όπως ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Ιάννης Ξενάκης, ο Μάρλον Μπράντο, κι ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Μεταφράστρια; Θεατρολόγος; Συγγραφέας; Ναι, ναι και πάλι ναι. Κεντήστρα; Πλέχτρα; Κατασκευάστρια χαλιών; Μανιακή αγοράστρια της Tupperware; Τα έχει κάνει κι αυτά, όλα αυτά. Αστρολόγος; Είχε υπάρξει και τέτοιο ένα φεγγάρι! Με το ζωντανός θρύλος, είμαστε πιο κοντά. Νομίζω όμως, πως η μόνη ιδιότητα που πραγματικά ταιριάζει στην Ροζίτα Σώκου, είναι αυτή του σούπερ ήρωα.

Ας το πιάσουμε όμως λίγο εξομολογητικά: Όταν μου ανέθεσαν να πάρω συνέντευξη από τη Ροζίτα Σώκου, μου φάνηκε λίγο… «κάπως». Ενενήντα χρονών γυναίκα, που ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα, επειδή χαριεντιζόταν με το φακό μεσημεριανάδικου, στα διαλείμματα του φαρμακιού που έσταζε για τη Μελίνα Μερκούρη, τον Γιάννη Δαλιανίδη και τη λοιπή παλιοπαρέα της. Δημοσιογράφος που στις μέρες της υπήρξε αστέρας των κοσμικών, στέλνοντας ανταποκρίσεις απ’ τα λαμπρότερα των κινηματογραφικών φεστιβάλ, απ’ τα παρασκήνια των παραστάσεων του Ρούντολφ Νουρέγιεφ κι απ’ τα τραπεζώματα με τον Μάρλον Μπράντο. Γιατί, ξέρεις, όσο περνάει ο καιρός και ξεθωριάζει το έργο, τα πιο σκανδαλιστικά των ημερών σου, αυτά που διατηρούν την αψάδα τους, είναι που κρατάει στη μνήμη του ο κόσμος. Ψάχνοντας λοιπόν γωνία να προσεγγίσω το θέμα να ’χει κάποιο ενδιαφέρον αλλιώτικο από το κουτσομπολίστικο για την αγριάδα της Ροζίτας για τη Μελίνα, την πήρα και της πρότεινα να δούμε μαζί το Nymph()maniac, που έβγαινε τότε στις αίθουσες, και να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας από ‘κει.

Ένα “σκατά στα μούτρα σου” ήταν οι πρώτες κουβέντες που αντάλλαξα με τον Παβαρότι.

Παρακινδυνευμένο, θα μου πεις, όχι μόνο γιατί δεν είναι το καταλληλότερο θέαμα για 90 χρονών γυναίκα, αλλά και γιατί η Ροζίτα Σώκου έχει σταματήσει να βλέπει ταινίες εδώ και πάρα, πάρα πολλά χρόνια. «Έχω φάει τη μισή ζωή μου να τρέχω στα φεστιβάλ κι ύστερα να γυρίζω στραβωμένη και να τρέχω στους οφθαλμιάτρους», μου λέει στο τηλέφωνο. «Άλλωστε εγώ δε βγαίνω απ’ το σπίτι σχεδόν καθόλου τώρα, και να σας πω την αλήθεια δεν έχω και τίποτα ιδιαίτερο να πω, όλο για συνεντεύξεις με παίρνουν κι όλο τα ίδια πράγματα τους λέω, βαριέμαι», συμπληρώνει, κι ετοιμάζεται να με ευχαριστήσει για το ενδιαφέρον, πολύ κολακευτικό, αντίο σας. Κάποια μαγική πρόνοια με βοηθάει να την κρατήσω στη γραμμή κι όχι απλώς να αποφύγω τη γείωση, αλλά σχεδόν λαθραία, να αποσπάσω και πρόσκληση για ένα απ’ τα θρυλικά της Σαββατιάτικα σουαρέ. Γιατί, ναι, δεν ξέρω αν το είπαμε, αλλά η Ροζίτα Σώκου, κάνει κάθε Σάββατο, ένα απ’ τα πλέον ξακουστά σουαρέ της Αθήνας.

«Περνάω την κρίση της μαγειρικής», μου λέει στο τηλέφωνο, «κάνω πάνω από είκοσι συνταγές από μόνη μου και κάθε Σάββατο έρχονται πάρα πολλοί φίλοι, να φάμε τα διάφορα που μαγειρεύω, γιατί ούτε να σταματήσω μπορώ, ούτε να τα φάω όλα, βέβαια». Το σπιτικό φαγητό είναι αρκετό κίνητρο για οποιονδήποτε εργένη, κι επειδή δεν είμαι και κάνας ακαμάτης, φτιάχνω να της πάω ένα αλμυρό κέικ που κοντεύει να σπάσει τη μύτη (κι ακολούθως τα νεύρα) τα δικά μου και του ταξιτζή εξίσου, μέχρι να φτάσουμε στο Παγκράτι. «Κυρία Ροζίτα, σας έφτιαξα κάτι, για να ανταποδώσω», της λέω, και πριν τελειώσω την πρόταση, έχει πάρει το κουτί απ’ τα χέρια μου και πατικώνει το κέικ με το δάχτυλο. «Αλμυρό είναι;», ρωτάει κι αντιλαμβάνομαι ότι η γυαλάδα στο βλέμμα της είναι από ενθουσιασμό, όταν συμπληρώνει: «Θα το πάω στο γραφείο, θα το κρατήσουμε για ιδία χρήση αυτό!».

_MG_4556

Εξαφανίζεται και μένω σ’ ένα χολ υποδοχής, που απειλεί να με καταπιεί ολόκληρο: δεκάδες βιβλία, φάκελοι, χαρτιά, κουτιά, πανιά, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, να γέρνουν από πάνω σου να σού ρουφάνε το οξυγόνο, και τεράστια χαρτόκουτα κατάχαμα να αφήνουν έναν διάδρομο να ελπίζεις να μη διασταυρωθείς με άλλον στη διαδρομή προς το σαλόνι, γιατί μπλοκάρατε, δε γίνεται μανούβρα. Χειρόγραφα, δημοσιεύσεις, περιοδικά κι επιστολές της Ροζίτας σε παρακολουθούν καθώς βυθίζεσαι στα ενδότερα, και το σαλόνι σε υποδέχεται εξίσου μπουκωμένο. Βιτρίνες και σκρίνια γεμάτα μπιμπελό, πορσελάνες και κρύσταλλα, που κάνουν παρέα με πήλινους κουμπαράδες, ξυλόγλυπτα σκυλάκια και τσαγιέρες-ρολόγια. Τα διαβόητα γυμνά πορτραίτα του Νουρέγιεφ από τον Ρίτσαρντ Άβεντον, εποπτεύουν το χώρο από ψηλά, κι η ηλικία της επίπλωσης καλύπτει όλο το φάσμα απ’ τις μασίφ μπερζέρες των 70s μέχρι τις προκάτ ραφιέρες του Praktiker, με σκαμπουδάκια που έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια τραπεζάκια, διάσπαρτα στο κενό μεταξύ τραπεζαρίας και καθιστικού.

«Έλα μέσα σαν καλό παιδάκι να με βοηθήσεις», ακούω τη φωνή της απ’ την κουζίνα και την βρίσκω πάνω από μισή ντουζίνα κατσαρόλες με μια κουτάλα να ανακατεύει, κι άλλα δυο-τρία ταψάκια να χουχουλιάζουν στο θερμοθάλαμο. «Έχω περάσει διάφορες κρίσεις, ξέρεις. Κάποτε είχα περάσει την κρίση του πλεξίματος, έχω τώρα μπαούλα ολόκληρα με μισοτελειωμένα μανίκια και γάντια που τους λείπουν δάχτυλα. Μετά πέρασα την κρίση του τάπερ, είχα γίνει αντιπρόσωπος της Tupperware, αλλά όπως βλέπεις, τα περισσότερα τα κρατούσα για μένα», μου λέει και ρίχνει μια ματιά στην γεμάτη πλαστικά δοχεία κουζίνα της. «Ύστερα πήγα στην κρίση του χαλιού, αλλά ήταν πολύ αργό πράγμα να κάνω τους κόμπους, βαρέθηκα. Μετά πέρασα την κρίση της σταυροβελονιάς, κι αφού γέμισα όλον τον κόσμο μαξιλαράκια, έπαθα την κρίση της μαγειρικής».

http://youtu.be/bdMTBEETZmk

Απορώ με την ενέργειά της και τη ρωτάω πώς θυμάται όλες αυτές τις συνταγές. Απλό: δεν τις θυμάται. «Η μόνη φορά που προσπάθησα να ακολουθήσω συνταγή, ήταν όταν είχα πάρει μια Φαρίνα κι αποφάσισα να κάνω ένα κέικ. Μάζεψα λοιπόν όλα τα υλικά, τα βούτυρα, τα αυγά, τις ζάχαρες και κάθισα στο τραπέζι με το μίξερ και το λεκανάκι να τα ετοιμάσω. Και μόλις έκατσα, κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει τα γυαλιά στην κάμαρή μου. Δίχως τα γυαλιά μου είναι αδύνατον να διαβάσω, βέβαια, οπότε τα έριξα όλα μέσα και το έφτιαξα μόνη μου. Ό,τι φτιάχνω, είναι παραλλαγή από κάτι που έχω φάει κάπου αλλού, ή κάτι που έχω σκεφτεί μόνη μου. Αλλά να σου πω, η μεγαλύτερη ικανοποίησή μου, ήταν όταν μια φίλη μου, που δεν τις άρεσαν οι αγκινάρες, δοκίμασε τις δικές μου, και μη σού τα πολυλογώ, έφαγε σχεδόν όλη την κατσαρόλα. Από τότε, κάθε φορά που έρχεται, θέλει να της έχω φτιάξει τις αγκινάρες της».

Στην επόμενη σελίδα: η κρίση με τα τάπερ, τα χαλιά και τη μαγειρική. Και η επεισοδιακή γνωριμία με τον Παβαρότι.