06.01.2016
Η ιδέα μιας μεγάλης διαδρομής στον χάρτη, που θα φαντάζει κάτι περισσότερο από ένα απλό ταξίδι, απασχολούσε για αρκετά μεγάλο διάστημα τη σκέψη μου. Ο τόπος ήταν γνωστός. Αυτό που ανέμενα ήταν η στιγμή που θα ωριμάσουν οι συνθήκες, τόσο οι εξωτερικές όσο και οι εσωτερικές. Γεγονός, που όσο περνούσαν οι ημέρες και οι μήνες, όχι μόνο δεν συνέβαινε, αλλά αναρωτιόμουν αν θα επιτευχθεί ποτέ. Έτσι, δεν απέμενε τίποτε άλλο παρά η τελική απόφαση. Και αυτή πάρθηκε ένα πρωινό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κλείνω ένα εισιτήριο λεωφορείου από ένα ταξιδιωτικό γραφείο στην Πειραιώς, φορτώνω ένα σακίδιο με τα απαραίτητα και ξεκινάω. Tα Βαλκάνια θα απλώνονταν μπροστά μου.
Γιατί όμως αυτή η γεωγραφική περιοχή; Στην πορεία καταφέρνω να ερμηνεύσω πως η γειτονιά αυτή που «σφηνώνεται» στην νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης, περικλείει εσωτερικούς συμβολισμούς και αρχαϊκούς κώδικες που «κλειδώνουν» μέσα μας και καθορίζουν ένα μεγάλο κομμάτι του ψυχικού μας κόσμου. Ορισμένα ταξίδια από μικρή ηλικία και οι αφηγήσεις αρκετών βαλκάνιων με οδήγησαν, όχι μόνο να σκέφτομαι αυτόν τον τόπο με περιέργεια και λαχτάρα, αλλά και να αναγνωρίζω ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου μέσα σε αυτόν. Αυτή λοιπόν την απωθημένη μου μνήμη αρχίζω σιγά να ανακαλύπτω στη βαλκανική χερσόνησο.
Ξεκινώντας από την γενέτειρά μου τη Χαλκίδα, και χωρίς κάποιο ειδικό σχέδιο - καθώς το απρόβλεπτο θέλω να είναι αυτό που θα καθορίσει την διαδρομή μου - διαγράφω μια άναρχη πορεία. Από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Χαλκίδα, Αθήνα, Πίνδος, Άγιο Όρος, Φλώρινα, Κορυτσά, Φιέρι, Ελμπασάν, Τίρανα, Σκόδρα, Κούξι, Πρίστινα, Οράχοβατς, Οράσεβατς- Φερίζαι, Μιτρόβιτσα, Όμπιλιτς, Ποντγκόριτσα, Σαράγεβο, Σρεμπρένιτσα, Βάρες, Βίζεγκραντ, Βελιγράδι, Νόβισαντ, Νις, Σόφια, Πλόβντιβ, Σκόπια, Κουμάνοβο, Γευγελή, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη. Δεκάδες ακόμη πόλεις και χωριά. Εννιά χώρες και πιθανότατα περισσότερα από 25 χιλιάδες χιλιόμετρα. Το σημαντικότερο, όμως, εκατοντάδες άνθρωποι και αντίστοιχες ιστορίες.
1
Οδοιπορικό
«Από την πρώτη στιγμή τα Βαλκάνια δεν ήταν μόνο μια γεωγραφική κατηγορία. Ο όρος, σε αντίθεση με τους προγενέστερούς του, ήταν φορτισμένος με αρνητικές συνυποδηλώσεις βίας, αγριότητας, πρωτογονισμού, σε βαθμό τέτοιο που δύσκολα βρίσκει κανείς ιστορικά παράλληλα», αναφέρει στο βιβλίο του «Βαλκάνια» ο Mark Mazower. Η γεωγραφική αυτή «μήτρα» που παράγει αλυτρωτισμό, ανταγωνισμό και συγκρούσεις που μόνο η Ιστορία μπορεί να αντέξει, έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί - δικαίως ή αδίκως - ως ο «παρίας» ή ο «άλλος» της Ευρώπης. Η πυριτιδαποθήκη με τις νεαρές δημοκρατίες, τις αντιθέσεις και τα αγεφύρωτα χάσματα. Στο φαντασιακό των Δυτικών, επικρατεί το σχήμα πως τα Βαλκάνια είναι ένας τόπος απόκληρος, και οι κάτοικοί τους Ευρωπαίοι δεύτερης διαλογής. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη. Η φωτεινή, η βαθιά ανθρώπινη. Είναι η βαλκανική ψυχή η οποία φαντάζει σκληρή, ατίθαση και απόκοσμη αλλά όταν φλέγεται γίνεται αυθόρμητη, ζεστή και γοητευτική. Αυτά λοιπόν, τα Βαλκάνια της ανθρωπιάς - μέσα απ΄ όλη τους τη σκληρότητα - προσπαθώ να αναδείξω μέσω της περιπλάνησής μου. Ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να καταφέρω να συνθέσω μια κοινή μοίρα ανάμεσα στους λαούς της περιοχής. Μια μοίρα που τους κρατάει όχι μόνο ενωμένους, αλλά και εξαρτημένους, πέρα από τις καταγραφές της επίσημης Ιστορίας που μιλάει για μίσος και εκδίκηση.
Αυτό που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη αίσθηση στα Βαλκάνια, πέρα από το καθαρά ιστορικό τους υπόβαθρο, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν τη ζωή. Το εύρος των συναισθημάτων τους και πώς αυτά εκδηλώνονται με όλη τους τη δύναμη. Ο άνθρωπος των Βαλκανίων όταν κλαίει, εκφράζει τον πιο βαθύ του πόνο. Όταν χαίρεται, γελάει, φωνάζει, μεθάει, χορεύει, όχι σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά σαν αυτό να έρχεται και να συμπυκνώνεται στη στιγμή. Τα παιδιά, σε αντίθεση με αυτά των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης, μπορούν να απολαμβάνουν το μεγαλείο του παιχνιδιού, που ως εργαλείο κοινωνικοποίησης λαμβάνει χώρα ακόμη στους δρόμους και τις αλάνες. Και εδώ οι συνδέσεις με το παρελθόν μας αναπόφευκτες. Γι’ αυτό επιμένω στα παιδιά. Παρασυρμένος πολλές φορές από αυθορμητισμό αλλά και ανάγκη, μοιράστηκα μαζί τους ατελείωτες ώρες.
Οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν με τόση ευκολία, βοηθώντας να ανακαλύψω τελικά πως η ποιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις κρύβεται πίσω από την απλότητα. Δύο αδέλφια στην κορυφογραμμή της Βόρειας Αλβανίας στα σύνορα με το Κόσοβο - περιοχές και χώρες που πολλοί Έλληνες θεωρούν εχθρικές - με ωθούν να το διαπιστώσω. Με ξεναγούν στην πατρική τους εστία, στους ιερούς τους χώρους και με εισάγουν στα ήθη και τα έθιμά τους, όπως μια γιορτή αφιερωμένη στην άνοιξη με μουσικές από νταούλια και πνευστά. Μαζί φτάνουμε μέχρι τα σύνορα με το Κόσοβο και μου διηγούνται με σπαστά ελληνικά - και οι δύο τους έχουν ζήσει λίγα χρόνια στην Βόρεια Ελλάδα – την ιστορία τους. Πώς μεγάλωσαν στον τόπο αυτό, πότε μετανάστευσαν, γιατί επέστρεψαν τελικά πίσω. Καθόμαστε σε ένα καφενείο, κερνούν τον καφέ. «Φίλε, μπορεί να υπάρχουν τόσα προβλήματα ανάμεσα στις χώρες μας, αλλά εγώ σας αγαπάω. Αν δεν ήσασταν εσείς, δεν θα είχα δεύτερη ευκαιρία να συνεχίσω τη ζωή μου. Να φτιάξω την οικογένειά μου και αναστηλώσω το σπίτι που γεννήθηκα», λέει ένας εξ΄αυτών. Ανθρώπους σαν τα δύο αδέλφια συνάντησα δεκάδες ακόμη, και από τους περισσότερους άκουσα μια ζεστή κουβέντα. Κάθε φορά που επέστρεφα στην Ελλάδα πολλοί με ρωτούσαν: «Πως είναι, πως σε αντιμετωπίζουν. Δεν είναι άγριοι. Δεν φοβάσαι;». «Είναι άνθρωποι. Απλά τα πράγματα» τους απαντούσα.
Επισκέπτομαι δεκάδες σπίτια. Γευματίζω με τους ανθρώπους, επικοινωνώ μαζί τους, κυρίως με νοήματα, και ελάχιστες λέξεις. Η απουσία κοινής γλώσσας δεν αποτελεί πρόβλημα αλλά ίσως την αναγκαία συνθήκη για να ανακαλύψουμε τους κοινούς μας κώδικες. Στα σύνορα του Μαυροβουνίου με την Βοσνία - Ερζεγοβίνη κάνω μια στάση λίγο πριν μπω στον Σερβικό Τομέα. Εκεί συναντώ τον Λιούμπισα, ένα γεροδεμένο Μαυροβούνιο, και την παρέα του. Σλοβένους, Σέρβους και Μαυροβούνιους. Ώρες αργότερα, μεθυσμένοι κάτω από το φως του φεγγαριού σφυρίζουν παλιές γιουγκοσλάβικες μελωδίες και αγκαλιάζονται σαν παιδιά. «Είσαι Έλληνας και το σπίτι μου είναι ανοικτό. Για όσο θες και ότι θες», λέει και ανοίγοντας το πουκάμισό του δείχνει ένα σταυρό που φοράει στο στήθος του, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την κοινή θρησκεία ανάμεσα στις χώρες.
Τελικά καταφέρνω να «αποδράσω» μετά από δύο ημέρες φιλοξενίας σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι που έχει χτίσει δίπλα από το σπίτι του. Το τελευταίο πρωινό σφάζει ένα αγριογούρουνο με μια ιεροτελεστία που παραπέμπει στα έθιμα των προγόνων του. Τον βλέπω να σχηματίζει το σημείο του σταυρού πάνω από το άψυχο ζώο και να αδειάζει ένα ποτήρι σλιβοβίτσα - αλκοολούχο ποτό φτιαγμένο από δαμάσκηνα. Αναχωρώντας, ανοίγω το πορτοφόλι: «Όχι λεφτά. Μόνο δύο παγωτά για τα παιδιά» λέει σε σπαστά αγγλικά, φιλεύοντας με ένα μπουκάλι σλιβοβίτσα για τον δρόμο. Στο νου μου εκείνη τη στιγμή έρχεται ο κυρ Νίκος, ένας μεσήλικας που είχα γνωρίσει λίγους μήνες νωρίτερα στον Ψηλορείτη. Σα να είναι ο ίδιος άνθρωπος.
Τα Βαλκάνια τελικά είναι ένας τόπος όπου το παιχνίδι, ο χορός και η μέθη ξεγελούν τον θάνατο. Τα καφενεία της Βοσνίας, της Αλβανίας, της Σερβίας, του Κοσσόβου θυμίζουν αλλοτινές δικές μας εποχές, Εδώ, ενάντια στον ευρωπαϊκό καθωσπρεπισμό, οι άνθρωποι βαθιά ριζωμένοι στον τόπο τους βιώνουν μια «πρωτόγονη» κατάσταση της ζωής.
Η σέρβα ποιήτρια Ντεσάνκα Μαξίμοβιτς στο ποίημά της «Ο Βαλκάνιος Άνθρωπος» περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο αυτή την κατάσταση:
Δεν κοκκινίζω από ντροπή γιατί είμαι
Όπως με λέτε εσείς
Ο βάρβαρος των Βαλκανίων
Γης κουρνιαχτού και καταιγίδας
Κι εγώ σας λέω:
Όμοια και σε εμάς υπάρχει
Κάποια κουλτούρα σε εσάς άγνωστη
---------
Σε σας όλα είναι καθορισμένα από τα πριν
Πώς πρέπει να ντυνόσαστε, να τρώτε, να μιλάτε
Εμείς όταν μιλάμε, μιλάμε μεγαλόφωνα
Χειρονομούμε απότομα με ορμή
Τρώμε με θόρυβο τη σούπα μας
Και είναι για εμάς αμηχανία σκληρή
Στα χέρια μας τα γάντια
Θεωρώ ως ένα είδος υποχρέωσης ν' αφουγκραστώ από τους ανθρώπους που συναντώ την καθημερινότητά τους, να εντοπίσω την αλληλουχία των γεγονότων, όσων με βοηθήσουν να συνθέσω το ψυχολογικό τους προφίλ. Παρακολουθώ κηδείες, άγνωστων ή και γνωστών στην τοπική κοινωνία. Ένα απόγευμα στην Πρίστινα, βρίσκομαι στην τελετή ταφής των Κοσοβάρων ενόπλων που είχαν σκοτωθεί λίγες ημέρες πριν στο Κουμάνοβο της ΠΓΔΜ σε μάχες με την αστυνομία και το στρατό της χώρας. Ένα γεγονός που παραλίγο να βυθίσει τα Βαλκάνια για άλλη μια φορά στον φαύλο κύκλο της έντασης. Ετάφησαν σε ένα λόφο της πρωτεύουσας με τιμές, εκεί που βρίσκεται η τελευταία κατοικία του Ιμπραίμ Ρουγκόβα, πρώτου Πρόεδρου του Κοσόβου. Τον Απρίλιο του 2014 στο Ζουπάν της κεντρικής Αλβανίας, ένα χωριό πεντακοσίων κατοίκων στα προάστια της πόλης Φιέρ, συναντώ την μητέρα και τον αδελφό του βαρυποινίτη Ιλία Καρέλι που δολοφονήθηκε στις ελληνικές φυλακές. Ο Καρέλι, λίγο καιρό πριν, είχε επιτεθεί και σκοτώσει με αυτοσχέδιο μαχαίρι τον 46χρονο υπαρχιφύλακα των φυλακών Μαλανδρίνου, Γιώργο Τσιρώνη. Μαζί με τον αδελφό του επισκέπτομαι τον τάφο του, τον βλέπω να τοποθετεί μια φωτογραφία του και να κλαίει, λέγοντας συνέχεια το όνομά του.
Σε ένα παραδοσιακό καφενείο πίσω από την αγορά Μαρκάλε στο κέντρο του Σαράγεβο, συζητάω με έναν Βόσνιο, τον Ασμίρ, για τις εμπειρίες του από τον εμφύλιο πόλεμο. Εκεί, τον Φεβρουάριο του 1992 σκοτώθηκαν 67 άτομα από όλμο -ενέργεια για την οποία καταδικάστηκε από το Διεθνές Δικαστήριο ο διοικητής του σερβοβοσνιακού στρατού ταγματάρχης Στάνισλαβ Γκάλιτς. Ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, πολιτικός ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας διαφωνούσε με την επίσημη εκδοχή κάνοντας λόγο «για τρομοκρατική ενέργεια δυνάμεων από περιοχή υπό τον έλεγχο του στρατού των Μουσουλμάνων της Βοσνίας». Όταν αναφέρω στον Ασμίρ την καταγωγή μου δυσανασχετεί, καθώς δεν ξεχνάει την συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών στον πλευρό των Σέρβων. Μου δείχνει το κομμένο του πόδι από μια μάχη λίγο έξω από το Σαράγεβο. Μεσολαβεί η σύζυγός του Ιβόνα, αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεταφραστή. Ο σύζυγός της είναι μουσουλμάνος. Αυτή γεννήθηκε στη Κροατία από Σέρβους γονείς. Αφού καταφέρνει να τον μαλακώσει ξεκινάει την αφήγησή του. «Από την στιγμή που μπήκες στο καφενείο μου θύμισες Τσέτνικ με αυτά τα γένια. Όταν είπες πως είσαι από την Ελλάδα θύμωσα στ’ αλήθεια. Το βλέπεις αυτό το πόδι; Αυτό είναι το παράσημό μου από τον πόλεμο. Και είμαι ακόμη πολύ θυμωμένος. Ξέρω, δεν φταις εσύ. Ίσως δεν φταίει κανένας. Αλλά εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω». Δίπλα του κάθεται ένας ηλικιωμένος, ο Τάλιγιαν. Με χτυπάει στον ώμο και μου δίνει μια χαρτοπετσέτα με μια ημερομηνία. 6.04.1992. Είναι μια ημερομηνία, που όπως μου λέει δεν θα ξεχάσει ποτέ. «Η ημέρα που φυλακίστηκα από τους Σέρβους στο Νις».
To ταξίδι προχωράει με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο βρίσκεται εύκαιρο. Τρένα, αυτοκίνητα, λεωφορεία, αεροπλάνο, ωτοστόπ. Για να διατηρηθεί το κόστος σε χαμηλά επίπεδα, διαμένω σε φθηνά ξενοδοχεία, hostels ακόμη και σε σπίτια ανθρώπων που συναντώ για πρώτη φορά. Στις βαλκανικές χώρες δεν είναι δύσκολο να βρεις ένα σχετικά καθαρό κατάλυμα με επτά ή δέκα ευρώ τη βραδιά. Το φαγητό, πάλι, δεν αποτελεί πρόβλημα. Το ίδιο και το αλκοόλ. Άφθονο και σε πολύ χαμηλές τιμές. Στις περισσότερες των περιπτώσεων στο ένα τρίτο της τιμής που ισχύει στην Ελλάδα. Άνθρωποι που συναντώ για πρώτη φορά γίνονται οι οδηγοί μου και με βοηθούν στην ανακάλυψη κρυφών κόσμων. Αυτό το ταξίδι δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ αν δεν τους εμπιστευόμουν. Όπως τον Εμίλ, έναν Βούλγαρο που ζει για αρκετά χρόνια στην Αθήνα και τον συνάντησα στο λεωφορείο με προορισμό το Πλόβντιβ. Ψάχνοντας στη Βουλγαρία για καταυλισμούς τσιγγάνων με οδηγεί με το αυτοκίνητό του μια περιοχή λίγο έξω από την πόλη. Τον θυμάμαι να προσπαθεί να εξηγήσει τον λόγο της παρουσίας μου εκεί, με τον φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Στη Σερβία γνωρίζω τον Γκάλεμπ και τον Μίλος που μου δείχνουν πως ζουν οι άνθρωποι κάτω από τις γέφυρες του Βελιγραδίου. Ο Σάσα είναι ένας από αυτούς. Έχει φτιάξει ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα δίπλα από εγκαταλελειμμένα βαγόνια. Τα τρία τελευταία χρόνια ζει εκεί με μοναδική συντροφιά τη γάτα του. Στα προάστια της Πρίστινα, στη περιοχή Φους Κοσόβ, βρίσκω τον Γετόν, ο οποίος μιλάει και καταλαβαίνει λίγα ελληνικά καθώς μένει στην περιοχή όπου στρατοπέδευαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ήταν κάτι σαν το παιδί για τα θελήματα, αφού τον έστελναν στα κοντινά μαγαζιά να τους ψωνίζει τα απαραίτητα. Ο Σάφετ από το Σαράγεβο γεννημένος στα σύνορα Βοσνίας – Σερβίας από Ορθόδοξο πατέρα και Μουσουλμάνα μητέρα μου διηγείται τη ζωή του. «Αυτός ο τόπος είναι ευλογημένος. Είναι τόση η ευλογία όμως που δύσκολα μπορούμε να την αντέξουμε». Συζητάμε με τις ώρες δείχνοντάς μου τα χαρακώματα που είχαν στήσει οι Σέρβοι λίγο έξω από το Σαράγεβο. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Ξέρω όμως πως αυτό δεν γίνεται. Και έτσι πρέπει να φτιάξουμε το μέλλον. Όλοι μαζί. Όπως παλιά, που δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα», μου λέει αναπολώντας την εποχή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.
2
Τα Βαλκάνια τότε και τώρα
«Η λέξη Βαλκάνια συνδέεται με το όρος: τα περισσότερα τουρκικά και οθωμανικά λεξικά την ορίζουν ως όρος ή ορεινή περιοχή, μερικά διευκρινίζουν ότι πρόκειται για δασώδες όρος, κάποια άλλα ότι είναι ένας αυχένας ανάμεσα σε δασώδη και βραχώδη περιοχή», αναφέρει η Μαρία Τοντοροβα στο βιβλίο της Balkan Identities. Όσον αφορά την καταγωγή της λέξης: σύμφωνα με τους μελετητές είναι γενικώς αποδεκτό ότι η λέξη και ονομασία βαλκάνια έφτασε στη χερσόνησο μαζί με τους Οθωμανούς κατακτητές. «Από τις πολλές πιθανές ετυμολογίες ο Inalcik προτιμά την τουρκοπερσική εκδοχή του Erren σύμφωνα με την οποία η λέξη κατάγεται από την περσική λέξη balk - λάσπη και την υποκοριστική τουρκική κατάληξη an». O όρος βαλκάνια στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα αρχίζει να χρησιμοποιείται από συγγραφείς και ερευνητές σε αντίθεση με άλλες ονομασίες. Ιστορικά οι χώρες της βαλκανικής χερσονήσου αρχίζουν να παρουσιάζουν κοινή ιστορία και διαδρομή όντας υπόδουλες στον οθωμανικό ζυγό. Πάραυτα, η κοινή τους πορεία στην Ιστορία ξεκινάει από την διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε δυτικό και ανατολικό κράτος, το μετέπειτα Βυζάντιο, και την πρόσδεσή τους σε αυτό. Μια δεύτερη προσπάθεια ένωσης των βαλκανικών χωρών οραματίζεται ο εμποτισμένος από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης Ρήγας Φεραίος, με τη δημιουργία ενός πολυεθνικού βαλκανικού κράτους που θα εξασφάλιζε την ισότιμη συμβίωση των βαλκανικών λαών, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων. Γεγονός, όμως, που θα το πληρώσει με τη ζωή του. Το 1798 φυλακίζεται στον πύργο Νεμπόισα, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου, και έπειτα από φριχτά βασανιστήρια καταλήγει τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Οι βαλκανικοί πόλεμοι, 1912-1913, είναι η πρώτη προσπάθεια των λαών να δημιουργήσουν εθνικά κράτη εκμεταλλευόμενα την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε είναι που επαναπροσδιορίζονται τα εθνικά σύνορα και γεννιούνται νέοι ανταγωνισμοί που συνεχίζονται και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με μια διακοπή αρκετών δεκαετιών ξαναφουντώνουν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 με αποτέλεσμα τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Έλληνας, αυτό που προτάσσει επιτακτικά - ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της «ευρωπαϊκής περιπέτειας» - είναι η ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Όχι μόνο δηλώνει απόλυτα ταυτισμένος με αυτή, αλλά αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως θεμελιωτή των αξιών της. Ξεχνάμε, όμως, να αναφέρουμε κάτι πλέον σημαντικό. Την βαλκανική της προέκταση και πως αυτή έχει επηρεάσει την συμπεριφορά μας, αλλά και την πορεία μας στον χρόνο. Είτε από αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους Βαλκάνιους γείτονές μας, είτε κατωτερότητας απέναντι στους Ευρωπαίους, είτε από ανάγκη να εξωραΐσουμε το παρελθόν, μας διαφεύγει πως τόσο η γεωγραφική θέση της χώρας μας όσο και η συμβίωση με τους βόρειους και τον ανατολίτη γείτονά μας, έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση της εθνικής μας ταυτότητας. Με αυτούς μοιραζόμαστε τα ίδια σύνορα, με αρκετούς την ίδια θρησκεία, ενώ τα έθιμα, τα ήθη και οι παραδόσεις μας ομοιάζουν περισσότερο με τα δικά τους παρά με τις ευρωπαϊκές συνήθειες.
Τα Βαλκάνια είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι, παρόλο που τους χωρίζουν πολλά, φαντάζουν τόσο ίδιοι. Στην καθημερινότητά τους συμπεριφέρονται με τρόπο πολλές φορές αυτούσιο και αναπτύσσουν όμοιες συμπεριφορές. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς μια γιορτή ή μια κηδεία. Οι βαλκάνιοι σου δίνουν την εντύπωση ότι δεν επιθυμούν τον γείτονά τους, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτόν. Ίσως γιατί η ιστορία του ασυνείδητα φωτίζει μεγάλα κομμάτια της δικής τους ιστορίας. Παρόλο που η αντιπαλότητα ανάμεσα στα έθνη των Βαλκανίων κατά περιόδους έχει οδηγήσει σε αιματηρούς πολέμους, και τα στερεότυπα περί καλών και κακών γειτόνων δημιουργούν ένα νοσηρό κλίμα, δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από αυτή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών.
Ένα παιδί σ' ένα στενό κοντά στο Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη, όταν έμαθε πως είμαι Έλληνας άρχισε να με βρίζει και να κινείται απειλητικά απέναντί μου. Λίγο αργότερα κλώτσησα μια μπάλα που βρήκα προς το μέρος του και αρχίσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο. «Κοίτα πόσο απλό είναι. Νομίζει πως μας χωρίζουν τόσα, αλλά βρήκαμε κοινή επαφή στο παιχνίδι» έλεγα από μέσα μου. Σ' ένα στενό στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη πιάνω κουβέντα με έναν άλλο νεαρό, οπαδό της Φενέρμπαχτσέ. Κάποια στιγμή προσποιείται με τα χέρια του πως με πυροβολεί. Οι μεγαλύτεροι που είναι στην παρέα γελούν. Το ίδιο και εγώ. Μια απλή εξήγηση που δίνω στον εαυτό μου είναι πως «έτσι θα διάβασε στα βιβλία». Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν υπεύθυνο τον ξένο παράγοντα για το ότι καθορίζει το μέλλον των χωρών της χερσονήσου και συντηρούν τα φαινόμενα διχασμού. Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί αλήθεια, καθώς τα κράτη αυτά πάντα θεωρούνταν ο αδύναμος κρίκος και για την ισορροπία της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και ιδανικές «μαριονέτες» για τις βουλές των μεγάλων δυνάμεων. Η πανσπερμία τους όμως και οι μακριές περίοδοι ειρηνικής συνύπαρξης ανά τους αιώνες συνηγορούν για το αντίθετο. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το γνωρίζουμε.
Γνήσιο κληροδότημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα Bαλκάνια αποτελούν την γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Φέροντας αυτή την ιδιαιτερότητα νομίζεις πως είναι ένας τόπος που αντιστέκεται στο να δεχθεί την παγκόσμια καπιταλιστική κανονικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης, άπειρες αντιθέσεις που γίνονται ορατές τόσα έντονα όσο σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Είναι το μέρος όπου το Ισλάμ και ο Χριστιανισμός δεν αλληλοσυγκρούονται αλλά συνυπάρχουν, όπως στο Φερίζαi - Ουρόσεβατς (Φερίζαι για τους Αλβανούς, Ουρόσεβατς για τους Σέρβους) του Κοσόβου. Εκεί, όπου η εκκλησία του Αγίου Ούρου και το Τζαμί του μεγάλου μουλά Βέσελι μοιράζονται το ίδιο οικόπεδο, όντας μνημεία όχι μόνο θρησκευτικά αλλά και συνύπαρξης ανάμεσα στους Σέρβους και τους Αλβανούς της περιοχής. Τα βαλκάνια είναι ο τόπος που το χθες αναμετράται με το σήμερα. Ιδιαίτερα στο Σαράγεβο που τελούσε υπό πολιορκία από τους Σέρβους για τέσσερα έτη από το 1992 έως το 1996. Ακόμη και σήμερα είκοσι χρόνια μετά δεν υπάρχει γωνιά της πόλης που να μην θυμίζει αυτή την περίοδο. Οι τρύπες στους τοίχους από τους όλμους είναι ακόμη ορατές σαν πληγές που αρνούνται να κλείσουν με την πάροδο του χρόνου.
Σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης, ο οικονομικός πρωτογονισμός εναλλάσσεται με την σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα. Είναι η μόνη γεωγραφική περιοχή στην Ευρώπη όπου ένα υπαίθριο παζάρι που θυμίζει περασμένες δεκαετίες, μπορεί να λαμβάνει μέρος λίγα μέτρα πιο μακριά από έναν ουρανοξύστη μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας. Η καθυστέρηση που έχουν επιδείξει οι περισσότερες χώρες των Βαλκανίων λόγω γεωγραφικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών διαφορών διαμορφώνουν ένα σκηνικό έκπληξης στον ταξιδιώτη. Στη Βόρεια Αλβανία διαπιστώνεις ότι υπάρχουν παιδιά που πηγαίνουν ακόμη στο σχολείο με τα πόδια, διασχίζοντας βουνά. Παρόλ’αυτά, τα Βαλκάνια, όπως πολλοί επιμένουν, βρίσκονται σε διαδικασία εξευρωπαϊσμού. Μια βόλτα στο Δυρράχιο, τα Τίρανα, την Πρίστινα και τις όχθες του Δούναβη και του Σάβου στο Βελιγράδι είναι αρκετή για να το διαπιστώσεις. Με έναν ιδιαίτερο, βαλκανικό τρόπο, που «παντρεύει» την κουλτούρα του τόπου και τις συνήθειες των ανθρώπων. Τα Βαλκάνια, όμως, είναι υποχρεωμένα να αλλάξουν, καθώς οι χώρες τους εντάσσονται σιγά - σιγά σε αυτό που ονομάζεται ευρωπαϊκή οικογένεια. Μένει να δούμε στο μέλλον τον τρόπο που θα γίνει αυτή η αλλαγή, αν θα οδηγήσει στην αλλοίωση της ταυτότητα τους ή αν θα βοηθήσει να διαμορφωθούν νέα στοιχεία.
Η ιστορία των Βαλκανίων είναι στενά συνδεδεμένη με την προσφυγιά, τις ανταλλαγές πληθυσμών και των εκτοπισμών, τις περισσότερες φορές βίαιων. Από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και τους Αλβανούς στις αρχές της δεκαετίας του 90, μέχρι τους Σέρβους στις σέρβικες επαρχίες της Κροατίας και τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας. Απέραντα καραβάνια ανθρώπων που δίνουν την εντύπωση ενός ποταμού που αναζητεί τη μοίρα του από τόπο σε τόπο. Ειδικότερα, μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινείται από και προς όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με ιστορικές έρευνες υπολογίζονται σε περισσότεροι από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την ευρωπαϊκή Οθωμανική Αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία, αισθανόμενοι απειλή από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων.
Τους τελευταίους μήνες εκατοντάδες χιλιάδες, Σύροι κυρίως, πρόσφυγες διασχίζουν τα Βαλκάνια, τα οποία λόγω της γεωγραφικής τους θέσης αποτελούν την κύρια πύλη εισόδου προς τις οικονομικά ισχυρές χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Για πρώτη φορά τον Μάιο του 2015, διασχίζω μαζί τους και εγώ τα σύνορα της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ. Τους συναντώ ξανά στο Λιμάνι του Πειραιά, στην πλατεία Βικτωρίας, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ειδομένης και της Γευγελής, κατά μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου της ΠΓΔΜ, στο Βελιγράδι. Ίσως αυτό να είναι και το πιο συγκινητικό κομμάτι όλης της διαδρομής.
3
Όταν ξεκινούσα το ταξίδι είχα σχηματισμένη μέσα μου την εικόνα ενός τόπου διχασμένου από άκρη σε άκρη. Πίστευα και εγώ σε μεγάλο βαθμό πως οι άνθρωποι, εμποτισμένοι από αυτή τη νοοτροπία, θα πρότασσαν την τραχύτητα του χαρακτήρα τους. Μέρα με τη μέρα, όμως, η οπτική μου άλλαζε. Και μαζί άλλαζα και εγώ. Συνειδητοποίησα πως σε όποιο μέρος και αν βρεθείς, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι να δέχεσαι το διαφορετικό. Και τότε, αυτό το διαφορετικό κατά ένα μαγικό τρόπο γίνεται ίδιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μου δεν ένιωσα ποτέ ξένος. Ίσως γιατί αντιμετώπισα τους ανθρώπους με σεβασμό, ανεξάρτητα από φυλή ή θρησκεία. Ελπίζω σύντομα να βρεθώ πάλι ανάμεσα σε αυτούς, που για μένα αποτελούν πλέον μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια συναισθημάτων.