ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ,
ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΜΑΡΤΖΗ/ FOSPHOTOS
«Αυτό που άλλαξε τον κόσμο δεν ήταν η ουτοπία αλλά η αναγκαιότητα» λέει ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Όταν η οικονομική κρίση καταρρίπτει τις βεβαιότητες του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος και καταδεικνύει την ανεπάρκεια και την αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, που φυσικά ο ίδιος δημιούργησε, βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη για ένα εναλλακτικό παράδειγμα κλείνοντας τα αυτιά στο μότο που πουλάει πολύ τα τελευταία 35 χρόνια ότι εναλλακτική δεν υπάρχει.
Η συλλογική απάντηση στην κρίση, ανθρώπων που βρέθηκαν σε καθεστώς ανεργίας ή εργασιακής επισφάλειας στην Ελλάδα, ήταν η δημιουργία συνεργατικών και αυτοδιαχειριζόμενων δομών εργασίας. Ανάμεσα στην αγορά και το κράτος οργάνωσαν δημιουργικές αντιστάσεις παραγωγής κοινών αγαθών με σκοπό αφενός τον βιοπορισμό τους και αφετέρου την κάλυψη κοινωνικών αναγκών καθώς η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στην οποία εντάσσονται είναι μία οικονομία των αναγκών και όχι της συσσώρευσης κέρδους. Συναρθρώνοντας το οικονομικό με το πολιτικό και το κοινωνικό, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αποτελεί ένα παράγοντα οικονομικής συμμετοχικής δημοκρατίας και δημιουργεί μία συνθήκη που η νεοκλασική προσέγγιση της οικονομίας δεν μπορούσε να φανταστεί και μάλλον δεν θα ήθελε…
Εντός αυτής της «εναλλακτικής» οικονομίας διακρίνονται δύο τάσεις. Η πρώτη ταυτίζεται περισσότερο με την αλληλέγγυα διάσταση και υιοθετεί μία στάση αμφισβήτησης του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος. Μπορεί να προχωράει παράλληλα, αλλά απώτερος στόχος είναι να δημιουργήσει ρήγματα. Βασίζεται στις συλλογικότητες και δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς στήριξης και αλληλεγγύης με άλλες κινηματικές διαδικασίες. Η κοινωνική οικονομία δεν δεσμεύεται από τέτοια χαρακτηριστικά, έχει μία πιο συμπληρωματική διάσταση που αποσκοπεί στον εξανθρωπισμό της καπιταλιστικής οικονομίας.
Οι συμμετέχοντες στο εκάστοτε εγχείρημα δεν μένουν σε θεωρητικές συζητήσεις για το πώς θέλουν να ζήσουν και να εργαστούν. Αντιθέτως θέτουν την πράξη προ της θεωρίας στην καθημερινότητά τους. Αυτό είναι ίσως το πιο σπουδαίο. Διαχειρίζονται οι ίδιοι το προϊόν της εργασίας τους, δηλαδή το τί και το πώς θα παράγουν, στη βάση μιας ελευθεριακής σχέσης ισότιμης συνεργασίας. Απορρίπτοντας τον ετεροκαθορισμό που επιβάλλει ο κυρίαρχος πολιτισμός, διαμορφώνουν οριζόντιες και αντιιεραρχικές δομές και λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.
Αν και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων διαφέρουν από εγχείρημα σε εγχείρημα, το βασικό όργανό τους είναι η γενική συνέλευση στην οποία αποφασίζουν είτε μέσω ψηφοφοριών είτε μέσω μίας διαδικασίας που εν συντομία ονομάζουν συναίνεση. Σε αυτή τη διαδικασία δεν αντιπαρατίθενται ακλόνητες απόψεις, αλλά γίνεται μια προσπάθεια διαμόρφωσης μιας συλλογικής απόφασης από τη σύνθεση αποπροσωποποιημένων διαφορετικών απόψεων που αντιμετωπίζονται ως πλούτος και όχι ως πρόβλημα. Βέβαια, όταν το μέγεθος και η πολυπλοκότητα κάποιου εγχειρήματος αυξάνονται, απαιτούνται και άλλα βοηθητικά όργανα. Ιδανικά, η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να γίνεται σε συνεχή και ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία, αν και στην Ελλάδα βρισκόμαστε ακόμη μακριά από αυτό.
Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι συλλογική, ενώ δεν υφίστανται σχέσεις εξαρτημένης και μισθωτής εργασίας. Κατ’ επέκταση κάθε διάκριση μεταξύ αφεντικών από τη μία και εργαζομένων από την άλλη είναι άνευ ουσίας.
Η πλειονότητα των ελληνικών αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων είναι μικρού μεγέθους και εντάσεως εργασίας. Εφόσον δεν διαθέτουμε τα χρηματοδοτικά εργαλεία που συναντάμε σε χώρες με μεγαλύτερη συνεταιριστική παράδοση, το κεφάλαιο που απαιτεί ένας τομέας εντάσεως κεφαλαίου δύσκολα θα μπορούσε να καλυφθεί από άτομα που πλήττονται από την ανεργία. Η αλλαγή κλίμακας απαιτεί και αλλαγή οργάνωσης.
Στην Αθήνα τα συνεργατικά εγχειρήματα αστικού χαρακτήρα υπολογίζονται στα 100 με 150. Ωστόσο, παρά τη δυναμική που έχουν αναπτύξει τελευταία, αποτελούν μια σταγόνα στον ωκεανό της ελληνικής οικονομίας. Η συνεργατική-συνεταιριστική κουλτούρα δεν μας χαρακτηρίζει ιδιαίτερα. Η ισχνή κοινωνία των πολιτών θεωρείται από τους βασικούς λόγους αυτής της υστέρησης. Από εκεί και πέρα, ας σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι να ενταχθούμε σε οριζόντιες δομές και να αποβάλλουμε τις εξουσιαστικές σχέσεις όταν «…εδώ και χιλιάδες χρόνια μπολιάζουν το πνεύμα των ανθρώπων, από την πιο τρυφερή τους ηλικία, με την ιδέα ότι είναι φυσικό οι μεν να διατάζουν και οι δε να εκτελούν....» (Κορνήλιος Καστοριάδης). Πόσο δύσκολο είναι επίσης να θέσουμε κοινούς στόχους όταν το συλλογικό φαντασιακό μας έχει κατακλυστεί από την ιδέα της ατομικής επιδίωξης και οικονομικής επιτυχίας.
Ζητήσαμε από τη Γεωργία Μπεκριδάκη, από την Αλληλεγγύη για Όλους (www.solidarity4all.gr), να μας μιλήσει για την πορεία της «νέας» αυτής οικονομίας τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Όπως μας εξηγεί: «Το 2011, με το Στρατηγικό Σχέδιο για την ανάπτυξη του τομέα της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και τον νόμο για τις Κοιν.Σ.Επ., ο κόσμος κατευθύνθηκε στη δημιουργία εγχειρημάτων για παροχές προνοιακού χαρακτήρα προς τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Δηλαδή, ότι αποτυγχάνει να διαχειριστεί το υπόλοιπό σύστημα - την καταστροφή της αγοράς, την ανεργία, το κλείσιμο των νοσοκομείων - να το διαχειριστεί η κοινωνική οικονομία. Αλλά ακόμη και αυτό δεν έγινε γιατί είναι κάτι αδύνατο. Μέχρι το 2014 το νομικό πλαίσιο και ο τρόπος με τον οποίο είχε επικοινωνηθεί όλο αυτό στον κόσμο δεν έκλεινε το μάτι στις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις να σκεφτούν: "Παράγω, ας παράγω διαφορετικά’’. Είχε αποδέκτες αυτούς που δεν παράγουν τόσα χρόνια και περιμένουν να ζήσουν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια (τα οποία δεν έχουν βγει ακόμη) για υπηρεσίες κατάρτισης, συμβουλευτικής ή υγείας. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που έσπευσαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μιλάμε για κοινωνική οικονομία αλλά για μία ανασύσταση των παλιών ΜΚΟ στην κακή τους εκδοχή. Δεν μιλάμε για ένα νέο παράδειγμα. Μετά την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού τον περασμένο Ιανουάριο υπήρξαν σχέδια για αλλαγές στο νομικό πλαίσιο και δημιουργία χρηματοδοτικών και υποστηρικτικών εργαλείων, τα οποία όμως δεν έχουν προχωρήσει ακόμη. Πάντως, όποια κι αν είναι τα επόμενα βήματα, είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί ένας τρόπος ώστε στον σχεδιασμό για την κοινωνική οικονομία να συμμετάσχει και η ίδια κοινωνία».
Συνεχίζοντας, η κ. Μπεκριδάκη αναφέρει ότι μια κυβέρνηση που θέλει να είναι προοδευτική πρέπει να προχωρήσει με «ρήξεις». «Τα κλειστά εργοστάσια και η αργούσα περιουσία πρέπει να συνδεθούν με το μεγάλο ποσοστό ανέργων. Χρειάζεται στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων με φοροελαφρύνσεις και ανασυγκρότηση βάσει των αναγκών και των τομέων στους οποίους χρειαζόμαστε κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία. Σε αυτά τα αδιέξοδα μόνο ο κόσμος θα μπορέσει να δώσει κατευθύνσεις. Αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει τώρα». Και συμπληρώνει «Το ελπιδοφόρο είναι ότι το τελευταίο διάστημα βλέπουμε έναν προσανατολισμό του κόσμου στους παραγωγικούς τομείς, τη μεταποίηση και τα ψηφιακά μέσα».
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να προσθέσουμε την πίεση που ασκεί η οικονομία της αγοράς στα εγχειρήματα κοινωνική και αλληλέγγυας οικονομίας. Το σύστημα στο οποίο δρούμε είναι αυτό και όχι κάποιο άλλο. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του, ακόμη και με την πρόθεση της ανατροπής του, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ενίσχυσης, νομιμοποίησης και εμφάνισής του ως μοναδικής επιλογής. Ο κίνδυνος της αφομοίωσης και της απώλειας της μετασχηματιστικής δυναμικής. Άλλωστε είναι γνωστή η ικανότητα του να ενσωματώνει την άρνηση των κυρίαρχων οικονομικών σχέσεων που συνεπάγεται, και να τη μετατρέπει σε εμπόρευμα. Θυμηθείτε ότι ζούμε στην εποχή που η επανάσταση γίνεται από τα σαμπουάν. Επιπλέον, οικονομικότερο προϊόν από αυτό της καπιταλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να παραχθεί. «Τα κοινωνικά παντοπωλεία δεν θα είναι ποτέ πιο φθηνά από το supermarket. Το supermarket το έχει λύσει αυτό γιατί εκμεταλλεύεται τους παραγωγούς και έχει τη χείριστη ποιότητα. Εκεί θα πρέπει να αναλογιστεί ο καταναλωτής γιατί ένα προϊόν είναι φθηνό», υποστηρίζει η κ Μπεκριδάκη. Εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, αλλά ο εργαζόμενος που παράγει με κριτήρια που ανήκουν στη σφαίρα του κοινωνικού (αλληλεγγύη, ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο και το φυσικό περιβάλλον κλπ), αναζητά τον καταναλωτή ή καλύτερα χρήστη προϊόντων που θα θέτει παρόμοια κριτήρια.
Και φτάνουμε στο πιο κρίσιμο ερώτημα: Τελικά αυτές οι συνενώσεις προσώπων επιβιώνουν; Η κ. Μπεκριδάκη μας απαντά ότι: «Οι επιχειρήσεις που κλείνουν για λόγους μη βιωσιμότητας δεν είναι πολλές καθώς πρόκειται για επιχειρήσεις με μικρή ένταση κεφαλαίου που επένδυσαν στην εργασία. Παραμένουν λοιπόν ανοικτές και βιώσιμες. Τώρα, στο ερώτημα αν έχουν φτάσει να ζουν αξιοπρεπώς η απάντηση είναι όχι, γιατί αυτή τη στιγμή κανείς δεν ζει αξιοπρεπώς. Όλα μέσα στην ίδια κοινωνική συνθήκη υπάρχουν. Πολύ βασική για την επιβίωση τους είναι η μεταξύ τους δικτύωση, τόσο για την προώθηση των κοινών τους διεκδικήσεων όσο και για τη δημιουργία μίας παράλληλης αγοράς μέσω της ανάδειξης των κενών της παραγωγικής αλυσίδας της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Στα χρόνια της κρίσης ο κόσμος βγήκε στο προσκήνιο με τους κοινωνικούς του αγώνες. Είναι η ώρα να βγει μπροστά και στο κομμάτι της οικονομίας. Στα διλήμματα που μας θέτουν, η καλύτερη απάντηση είναι η άμεση συμμετοχή μας στην οικονομική σφαίρα για την προώθηση του δικού μας οικονομικού μοντέλου. Αυτή είναι η λύση!».
Εμείς να προσθέσουμε ότι είναι αναγκαίο οι συλλογικότητες να θέσουν κανόνες που θα προασπίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Κανόνες προστασίας από τους εξωτερικούς παράγοντες και τον κακό τους εαυτό. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε διαφορετικά παραδείγματα, αποδείξεις ότι υπάρχει και μία άλλη πραγματικότητα. Μένει να δούμε αν από αυτή την άλλη πραγματικότητα μπορεί να προκύψει το υποκείμενο της αλλαγής, του κοινωνικού μετασχηματισμού και μιας αυτόνομης κοινωνίας που θα διαχειρίζεται τον εαυτό της.
Ακολουθούν οι παρουσιάσεις τριών αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων της Αθήνας, για να γνωρίσουμε την αυτοδιαχείριση και λίγο εκ των έσω. Ξεκινάμε από την Εφημερίδα των Συντακτών, για να ακολουθήσει το Συν.Αλλ.Οις στο Θησείο και οι Εκδόσεις Συναδέλφων στα Εξάρχεια.
01. Το πείραμα της Εφημερίδας των Συντακτών
Πρώτος σταθμός μας η Εφημερίδα των Συντακτών. Ίσως το πιο επιτυχημένο αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα στην Ελλάδα. Ξεκίνησε το ταξίδι της πριν από τρία περίπου χρόνια σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον και κατάφερε να ανέβει στις πρώτες θέσεις κυκλοφορίας και να καταξιωθεί στην κοινή γνώμη για την νηφαλιότητα και την εγκυρότητά της. Είχαμε την τύχη και τη χαρά να μας μιλήσει για την ΕφΣυν ένας εκ των «φορέων» του θρυλικού «Ιού», ο δημοσιογράφος Δημήτρης Τρίμης.
«Σε περιόδους κρίσης αυτά τα εγχειρήματα προκύπτουν αυτόματα», αναφέρει ο ΔΤ, εξηγώντας το πως προέκυψε το πείραμα της ΕφΣυν: «Στην Ελλάδα μπορεί να μην υπάρχει η κουλτούρα των συνεταιρισμών, όμως μετά από αυτή την καταστροφή ο τρόπος βρίσκεται στις συλλογικότητες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ενημέρωση, αλλά σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. Κεφάλαια δεν πρόκειται να έρθουν ούτε από τον ουρανό, ούτε από το τραπεζικό σύστημα που αυτή τη στιγμή είναι χρεωκοπημένο. Στις έκτακτες συνθήκες μόνο με την αυτενέργεια, την αλληλεγγύη και την επινόηση μονάδων έντιμης παραγωγής μπορούμενα προχωρήσουμε».
Το πείραμα των δημοσιογράφων της ΕφΣυν, πέρα από την αξία του ως αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα, είχε και μια ακόμη σημαντική διάσταση, καθώς: «Το μιντιακό σύστημα στην Ελλάδα ήταν μία φούσκα που χρεοκόπησε και πολύ γρήγορα έχασε την αξιοπιστία του. Φυσικά, στην κρίση αξιοπιστίας των μέσων σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στάση κάποιων δημοσιογράφων. Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τέλη του ’80 αρχές του ’90, όντας νεότερος συνδικαλιστής στο σωματείο της ΕΣΗΕΑ, είχα πάει μαζί με άλλους συνδικαλιστές σε ένα μεγάλο κανάλι. Εκεί κάποιοι από τους συνδικαλιστές έλεγαν στους εργαζόμενους: “Εμάς μας ενδιαφέρει η σύμβασή μας και η ασφάλισή μας. Δεν μας ενδιαφέρει η γραμμή του αφεντικού. Το αφεντικό μπορεί να μας ζητάει ό,τι θέλει, όπως ο πελάτης ζητά πικρό καφέ, μέτριο ή γλυκό”. Όταν οι δημοσιογράφοι κάνουν ότι τους πει το αφεντικό τους δεν υπάρχει ενημέρωση. Όλα αυτά δημιούργησαν την ανάγκη αναγέννησης του κλάδου, η οποία, σε αυτόν τον τομέα ειδικά, έπρεπε να γίνει από μια πρόταση έκδοσης απαλλαγμένη από αυτό που ονομάζουμε διαπλοκή, διαφθορά, εξαρτήσεις, σύνδεση με ομίλους οι οποίοι έχουν άλλες σκοπιμότητες για να μπουν στον χώρο των media. Αυτή ήταν η θέση που μας οδήγησε σε αυτό το πείραμα. Ούτε ηρωικό είναι αυτό που κάνουμε, ούτε τίποτα πρωτότυπο. Αυτά τα πράγματα έχουν γίνει στην Ευρώπη, την καπιταλιστική Ευρώπη, κατ’ επανάληψη, όποτε ξεσπούσαν ανάλογες κρίσεις».
Εφόσον λοιπόν η απάντηση στην κρίση είναι το μοντέλο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, το ζήτημα είναι: «Η κοινωνία να βοηθηθεί, να εκπαιδευτεί και να επιδοτηθεί για να αναπτύξει τις δυνάμεις της σε αυτό το πεδίο. Επιπλέον, σε θεσμικό επίπεδο, θα πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το γαλλικό μοντέλο. Με άλλα λόγια, όταν μια παραγωγική μονάδα πτωχεύει θα πρέπει γρήγορα να μεταβιβάζεται στους άνεργους εργαζόμενους της ή σε νέους ανθρώπους. Βέβαια, για να εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο χρειάζονται αλλαγές και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθώς στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις μπορεί πρακτικά να εξαερώνονται αλλά τυπικά δεν πτωχεύουν. Φανταστείτε ότι στατιστικά στην Ελβετία οι πτωχευμένες εταιρίες είναι περισσότερες από την Ελλάδα της κρίσης. Είναι αστείο».
Συνεχίζοντας, ο κ. Τρίμης αναφέρθηκε στα μυστικά των συνεταιρισμών που δοκιμάστηκαν στην Ευρώπη, την Αμερική και αλλού τα τελευταία εκατό χρόνια και αποτελούν μία καλή βάση για κάθε συνεταιρισμό: «Όλοι οι συνεταιριστές θα πρέπει να είναι και εργαζόμενοι. Οι αμοιβές των συνέταιρων πρέπει να αυξάνονται μέχρι ένα ορισμένο όριο, αυτό των αναγκών μας, καθώς στόχος είναι το πλεόνασμα να χρησιμοποιείται για την ένταξη όλο και περισσότερων ατόμων στα εγχειρήματα, αλλά και για τον πολλαπλασιασμό των δραστηριοτήτων. Με αυτούς τους τρόπους, αν το δούμε συνολικά, θα άλλαζε και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ηθική της εργασίας. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φούσκα στην Ελλάδα ξεκίνησε παράλληλα με την απαξίωση της εργασίας. Κανείς δεν εκτιμούσε την εργασία στην Ελλάδα του ’90. Βάζαμε τους μετανάστες να δουλεύουν και εμείς παίζαμε στο χρηματιστήριο ή ονειρευόμασταν να κάνουμε τη μεγάλη μπάζα, την αρπαχτή. Πρέπει τώρα να πάμε σε μία αντίστροφη πορεία, όπου η εργασία θα είναι η πρώτη αξία, όπως και η ποιότητα των προϊόντων που παράγουμε».
Σε πολλά σημεία της κουβέντας μας ο δημοσιογράφος της ΕφΣυν τόνισε τη σημασία της ποιότητας: «Ουδεμία επιχείρηση δεν επιτρέπεται να πουλάει σάπια προϊόντα, και στη δική μας περίπτωση ψεύτικες ειδήσεις, μπούρδες πληρωμένες από ένα σύστημα εξαγοράς συνειδήσεων. Επειδή είμαι συνεταιριστής δεν θα σας πουλήσω ένα προϊόν σάπιο. Εκεί θα κριθούμε όλοι. Σήμερα η εφημερίδα μας είναι 2η ή 3η σε κυκλοφορία και αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο κόσμος μας λυπήθηκε επειδή μείναμε άνεργοι, αλλά στο ότι μας εμπιστεύεται γιατί του δώσαμε κάτι που του έλειπε».
Ας δούμε όμως πως λειτουργεί η ΕφΣυν: «Οι εργαζόμενοι της εφημερίδας εκλέγουμε τη διοίκηση του συνεταιρισμού μας, τους διευθυντές και τους αρχισυντάκτες μας. Όμως, δε λειτουργούμε βάσει μιας απρόσωπης ιεραρχίας όπου οι αθλητικογράφοι γράφουν τα δικά τους, οι πολιτικοί συντάκτες γράφουν τα δικά τους και δεν μας νοιάζει, όλοι κάποτε θα πληρωθούμε».
Αυτός ο βαθμός ιεραρχίας είναι απαραίτητος, καθώς: «Η καθημερινότητα της εφημερίδας μας λέει ότι κάποιος θα πρέπει να παίρνει την τελική απόφαση. Δεν μπορούμε να κάνουμε γενική συνέλευση το βράδυ στις δώδεκα η ώρα για να αποφασίσουμε ποια θέματα θα έχει το αθλητικό τμήμα. Στο αθλητικό τμήμα επιλέξαμε τον υπεύθυνο που δέχονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι του τμήματος. Αν υπάρξει πρόβλημα θα το δούμε μετά. Χρειάζεται μία ιεραρχία, αλλά τίθεται στον καθημερινό έλεγχο όλων μας. Ο κάθε αρχισυντάκτης επιλέχθηκε από τους συναδέλφους του που τον εκτιμούν. Δεν τους τον φοράει κανένας ιδιοκτήτης, κεφαλαιοκράτης ή βασικός μέτοχος. Εμείς είμαστε οι βασικοί μέτοχοι. Έχουμε το 97% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας που εκδίδει την ΕφΣυν. Στόχος του συνεταιρισμού είναι να αποτελείται μόνο από εργαζόμενους. Σύμφωνα με το καταστατικό μας, όταν κάποιος αποχωρήσει από την εφημερίδα πρέπει να αποχωρήσει και από τον συνεταιρισμό».
Ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια της εργασίας σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα είναι το: «Να συναποφασίζουμε, γιατί έχουμε συνηθίσει να ζούμε με αφεντικό και να αποδεχόμαστε την ιεραρχία. Είμαστε λίγο κακομαθημένοι. Θέλουμε κάποιοι άλλοι να σκέφτονται για εμάς και για το πως θα πληρωθούμε. Όταν, όμως, πρέπει να αποφασίσεις εσύ μαζί με άλλους, γίνεσαι πιο σοβαρός και ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος και προσωπικότητα. Γίνεσαι ο κατά DaVinci αναγεννησιακός άνθρωπος που πρέπει να μάθει πολλά πράγματα. Ο συνάδελφος μου μπορεί να με μάθει πολλά πράγματα και εγώ το ίδιο. Θα συνεργαστούμε για να επιβιώσουμε παράγοντας ένα προϊόν που εκτιμούμε και οι δύο μας».
Όσο για την κριτική που ασκείται στους αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς, η απάντηση του ΔΤ είναι σαφής: «Στην Ελλάδα, μια μεγάλη μερίδα της αριστεράς, για ιστορικούς λόγους, έχει μια απέχθεια στις αυτόνομες συνεταιριστικές πρωτοβουλίες. Ό,τι δεν ελέγχει, το καταστρέφει. Συνεπώς, ένα κομμάτι αυτής της αριστεράς θεωρεί ότι όλα αυτά είναι μπαλώματα και περιμένει τη Δευτέρα παρουσία που θα αλλάξει το σύστημα. Η δική μας άποψη είναι τελείως διαφορετική. Οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν, χωρίς να σφαχτούν μεταξύ τους, βάσει αρχών και αξιών, όπου μέσα σε αυτές είναι και το να παίρνεις τον έλεγχο της παραγωγής στα χέρια σου αφαιρώντας τον από τις μαφίες της ολιγαρχίας και την πλουτοκρατία. Αυτό είναι το βήμα προς μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, τη σοσιαλιστική κοινωνία. Το πλέον ρεφορμιστικό κείμενο που έχω διαβάσει είναι το κομμουνιστικό μανιφέστο, το οποίο λέει τι πρέπει να κάνουν οι εργάτες για να αποκτήσουν αξιοπρέπεια και τον δημόσιο έλεγχο της παραγωγής και της κοινωνίας. Ένα μεταβατικό ρεφορμιστικό κείμενο για τη βελτίωση των ανθρώπων μέσα στο σύστημα. Εδώ ζούμε. Ούτε θα μεταναστεύσουμε σε άλλον πλανήτη, ούτε θα περιμένουμε την απόλυτη καταστροφή για να ξαναγεννηθούν οι ιδέες. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να διαλέγουμε τα καλύτερα και να τα βάζουμε σε μια σειρά να δουλεύουν».
02. Συμβιβάζοντας το εμπόριο με την αλληλεγγύη
Πίνοντας «ζαπατιστικό» καφέ μιλήσαμε με τα μέλη του για το Συν.Αλλ.Οις, έναν συνεταιρισμό αλληλέγγυας οικονομίας που ασχολείται με το δίκαιο εμπόριο. Όλα τα μέλη προέρχονται από τον Σπόρο, μια εθελοντική ομάδα για το δίκαιο εμπόριο που έκλεισε τον κύκλο της το 2012. Συνεχίζοντας στα χνάρια και τη λογική του Σπόρου, φέρνουν νέες ιδέες και έναν πολιτικό λόγο που συγχρόνως κάνουν πράξη. Όπως αναφέρουν: «Το κίνημα των Zapatistas αλλά και άλλες περιπτώσεις αυτοδιαχείρισης στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, όπου αναπτύσσεται μία παράλληλη οικονομική πραγματικότητα, ήταν για εμάς πηγή έμπνευσης. Θεωρήσαμε ότι αυτή η τάση έχει ίσως μεγαλύτερο νόημα. Εμείς συμμετέχουμε και σε άλλες κινηματικές δράσεις, αλλά θεωρούμε ότι τα πράγματα αλλάζουν όταν αλλάζουν οι πρακτικές της κοινωνίας. Το δίκαιο εμπόριο υπάρχει σχεδόν 3 δεκαετίες στην Ευρώπη, σε χώρες με ευημερούσες οικονομίες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Ο προβληματισμός αναπτύχθηκε εκεί πολύ νωρίς. Και στην Ελλάδα ήρθε πριν την κρίση, αλλά με την κρίση ήρθε και κόλλησε».
Το δίκαιο εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, «Δεν έχει σκοπό το κέρδος. Σε αντίθεση με το κλασσικό εμπόριο των μεγάλων εταιριών, ενδιαφέρεται για θέματα όπως η διαβίωση του παραγωγού ή το περιβαλλοντικό κόστος. Υπάρχουν βέβαια πολλές οπτικές γύρω από το θέμα, ας πούμε, στην πιο mainstream εκδοχή του στην Ευρώπη και την Αμερική, το fair trade έχει μία πιο φιλανθρωπική διάσταση. Εμείς το βλέπουμε πιο σφαιρικά. Προσπαθούμε να αναπτύξουμε μία ισότιμη σχέση με τους παραγωγούς, στο μέτρο φυσικά του δυνατού, γιατί μπορεί να υπάρχει ένα όραμα αλλά η πραγματικότητα θέτει άλλα όρια. Μας ενδιαφέρει η αξιοπρεπής τιμή για τον παραγωγό. Επίσης μας ενδιαφέρει η συνεργασία με συνεταιρισμούς, καθώς αυτοί επενδύουν τα έσοδα από την παραγωγή τους στη βελτίωση της ζωής της κοινότητάς τους. Τέλος, οι σχέσεις μας με τους παραγωγούς δεν είναι ευκαιριακές, αλλά κρατάνε χρόνια. Υπάρχει μία σχέση αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης. Δεν εγκαταλείπεις τον παραγωγό σου για να βρεις κάποιον οικονομικότερο».
Στο Συν.Αλλ.Οις εισάγουν ζαπατιστικό καφέ απ’ ευθείας από τον συνεταιρισμό SsitLequilLum (Τα φρούτα της καλής γης), τον πιο νέο συνεταιρισμό των Ζαπατίστας, σε μία προσπάθεια να τον ενισχύσουν. Τα υπόλοιπα προϊόντα που διακινούν -κακάο, ζάχαρη, τσάι- τα προμηθεύονται από τη Libero Mondo στην Ιταλία και την El Puente στη Γερμανία. Όπως και με τους Ζαπατίστας έτσι και με αυτούς τους συνεταιρισμούς έχουν αναπτύξει δεσμούς εμπιστοσύνης που στηρίζονται στη διαφάνεια: «Στην οικονομική συναλλαγή δεν υπάρχουν εμπορικά μυστικά, του τύπου “Βρήκα αυτόν τον παραγωγό και τον κρατάω μόνο για μένα”. Μαζί με τα προϊόντα που παίρνουμε από την Ευρώπη παίρνουμε και όλη την πληροφορία: ποιος και πώς τα παράγει, πόσο αγοράστηκαν κλπ.».
Έκτος των προϊόντων του παγκόσμιου Νότου, διακινούν προϊόντα Ελλήνων παραγωγών και ελληνικών συνεταιρισμών. Η εγγύτητα παραγωγών και καταναλωτών επιτρέπει στα μέλη του Συν.Αλλ.Οις να τους φέρουν κοντά γκρεμίζοντας το απρόσωπο των οικονομικών συναλλαγών: «Τα προϊόντα μας είναι πραγματικά “επώνυμα”. Δεν πουλάμε ρεβίθια Φαρσάλων αλλά τα ρεβίθια του Αντωνόπουλου που έχει την τάδε ιστορία».
Δεν είναι όμως μόνο η σχέση με τους παραγωγούς για την οποία φροντίζουν. Σημαντική θεωρούν επίσης τη σχέση τους με τον τρίτο κρίκο της αλυσίδας, τον καταναλωτή: «Δική μας θέση είναι ότι τα προϊόντα πρέπει να διακινούνται όσο το δυνατόν πιο άμεσα. Έχουμε εδώ τον χώρο μας, όπου μαζί με τα προϊόντα μας μεταφέρουμε ταυτόχρονα και την πληροφορία στον καταναλωτή. Από κει και πέρα τα διακινούμε κυρίως μέσα από χώρους που έχουν σχέση με την αλληλέγγυα οικονομία».
Αν και δεν έχουν αναπτύξει κάποιον οργανωμένο τρόπο επικοινωνίας με την κοινωνία, βρίσκονται σε μία αλληλεπίδραση: «Από τον Σπόρο ξεκινήσαμε πηγαίνοντας σε διάφορα φεστιβάλ, με το τραπεζάκι μας, και μιλάγαμε με τον κόσμο. Αυτό που κάνουμε εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα. Τώρα στο μαγαζί έρχεται ο κόσμος που μας εμπιστεύεται γιατί έχει καταλάβει πόσο διαφορετικό είναι αυτό που κάνουμε. Μέσα στην καθημερινότητα προσπαθούμε να τους μεταφέρουμε την ύπαρξη μίας διαφορετικής πραγματικότητας και να αντιληφθούμε την αντίδραση σε αυτό που κάνουμε».
Η διαχείριση της κολεκτίβας γίνεται μέσω της εβδομαδιαίας τους συνέλευσης στην οποία αποφασίζουν για όλα τα θέματα: «Όταν έρχεται ένα νέο προϊόν ας πούμε, θα συζητήσουμε βάσει ποιων κριτηρίων θα επιλέξουμε αυτόν τον παραγωγό και όχι κάποιον άλλο. Προσπαθούμε να φτάνουμε σε αποφάσεις μέσω της συναίνεσης, δηλαδή σε λύσεις κοινά αποδεκτές που προκύπτουν από τη σύνθεση των αντίθετων απόψεων και όχι από την επικράτηση μίας από αυτές. Στην πράξη, προσπαθεί ο ένας να εξηγήσει στους άλλους γιατί αυτό που υποστηρίζει είναι καλύτερο ή πιο κοντά στις αρχές μας. Στα βασικά συμφωνούμε, αλλά χρειάζεται καλιμπράρισμα για να πάμε όλοι μαζί. Δεν είναι εύκολο γιατί ως κοινωνία δεν έχουμε εκπαίδευση στο πώς να συναποφασίζουμε χωρίς να βάζουμε τις απόψεις σε αντιπαράθεση, μπορεί όμως να οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις γιατί θα συνδυάσει στοιχεία από πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι διαφωνίες είναι πλούτος. Από την άλλη μπορεί να υπάρξει εμπλοκή σε κάποιο θέμα και η συζήτηση να τραβήξει πολύ. Αν δεν τα καταφέρουμε και το ζήτημα είναι ήσσονος σημασίας, δηλαδή δεν αλλάζει τη φυσιογνωμία του εγχειρήματος, μπορεί και να ψηφίσουμε. Δεν έχουμε κάποιο ταμπού με αυτό. Επίσης, στις περιπτώσεις που ένας από εμάς διαφωνεί δεν θα μπλοκάρει την απόφαση των άλλων».
Ποιες είναι οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, ρωτάμε: «Δεν υπάρχουν υποστηρικτικοί θεσμοί, ούτε χρηματοδοτικά εργαλεία. Ουσιαστικά είμαστε μόνοι μας. Ένα άλλο κομμάτι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, που καθορίζουν τις ομάδες, και χρειάζονται κόπο, χρόνο και επιμονή. Αυτό ίσως να είναι πρόκληση και όχι πρόβλημα. Ένα άλλο ζήτημα είναι το πώς οργανώνεται μία οριζόντια δομή. Μία κλασσική εταιρία τα έχει αυτά τα εργαλεία. Εμείς δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε ικανοποιητικό επίπεδο. Χρειάζεται ένα οργανόγραμμα πολύ ξεκάθαρο όταν δεν υπάρχει ένας διευθυντής να σου πει τι θα κάνεις και να σε ελέγξει, το οποίο φυσικά δεν το θέλουμε αλλά πρέπει να βρούμε κάτι να το αντικαταστήσουμε. Υπάρχει βέβαια κάποιος έλεγχος μεταξύ μας, αλλά πολλές φορές αφήνουμε τα πράγματα και λίγο έτσι. Είμαστε και λίγο εναλλακτικοί…» προσθέτουν με χιούμορ.
Τέλος, υπάρχει το ζήτημα της επιβίωσης: «Δίνουμε πολλή ενέργεια και η αμοιβή δεν είναι ανάλογη. Μάλλον μας κρατάει η ιδέα, γιατί ουσιαστικά βρισκόμαστε σε οικονομική επισφάλεια. Θα πρέπει να βρούμε τρόπους να κάνουμε το εγχείρημα πιο αποδοτικό, ώστε να μην στηρίζετε μόνο στη δική μας ενέργεια. Δεν είναι ότι δεν αποδίδει τίποτα, αλλά αμειβόμαστε οριακά».
Δεν υπάρχουν όμως μόνο οι δυσκολίες. Η εργασία σε μία εργατική κολεκτίβα: «Είναι ένας άλλος τρόπος να υπάρχεις. Μας κρατάει μακριά από την αγορά εργασίας που έχει γίνει πολύ σκληρή. Επίσης, η συνύπαρξη είναι μία πρόκληση πολύ σπουδαία. Μεταξύ μας δημιουργείται αλληλεγγύη και κατανόηση. Υπάρχει απαίτηση για υπευθυνότητα αλλά και ευελιξία, αλληλοκάλυψη και αλληλοβοήθεια, δηλαδή, δεν έχεις ένα αφεντικό που θα σου επιτρέψει ή θα σου απαγορεύσει κάτι. Δεν έχεις κάποιον να σου πει τι θα κάνεις, πρέπει εσύ μαζί με τους άλλους να δεις πως θα το κάνεις. Είναι πολύ σημαντικό ότι ο καθένας μας μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει μέσα στη συλλογικότητα, νιώθοντας ότι δίνει ενέργεια σε κάτι που έχει ένα ευρύτερο νόημα και προσπαθεί να επηρεάσει τα πράγματα. Νοηματοδοτείται διαφορετικά η εργασία».
Βλέποντας το φαινόμενο της αυτοδιαχείρισης συνολικά, θεωρούν ότι: «Τα εγχειρήματα αυτά έχουμε μία προοπτική να επηρεάσουν τα πράγματα. Όσο διευρύνεται το πεδίο και γίνεται η πραγματικότητα όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόσο πιο ελκυστικά θα γίνονται. Θα πίστευε κανείς πριν από λίγα χρόνια ότι μπορεί να υπάρξει μία εφημερίδα που να τη διαχειρίζονται οι δημοσιογράφοι; Υπάρχουν χώρες όπου αυτός ο τομέας είναι ένα υπολογίσιμο ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο μπορεί να φτάνει το 5, 6 ή και 10%. Φυσικά, αυτές οι αλλαγές δεν γίνονται από την μία μέρα στην άλλη. Αυτό που σήμερα μας φαίνεται αυτονόητο – η οικονομία της αγοράς και ο καπιταλισμός – ήταν κάποτε ένα ελάχιστο κομματάκι του πως λειτουργούσε ο κόσμος. Είμαστε ένα μικρό κομμάτι μίας διαδικασίας που έχει μία δυναμική τις τελευταίες δεκαετίες. Χωρίς να τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι κάνουμε κάτι άμεσα επαναστατικό, βάζουμε το λιθαράκι μας σε αυτή την παγκόσμια διαδικασία».
03. Οι Eκδόσεις των Συναδέλφων
Ψηλά στην Καλλιδρομίου βρίσκεται το βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Συναδέλφων. Η μεγάλη βιτρίνα του αφήνει το φως να μπαίνει δημιουργώντας έναν ζεστό χώρο περιτριγυρισμένο από βιβλία. Τι άλλο; Ήταν Σάββατο όταν το επισκεφθήκαμε και έξω είχε στηθεί η λαϊκή αγορά της γειτονιάς. «Κάθε Σάββατο γινόμαστε mall… Έρχεσαι παίρνεις τα βιβλία σου, παίρνεις και κολοκυθάκια» μας ανέφερε ο Κώστας, ο γραφίστας του εκδοτικού οίκου, που ανέλαβε να μας μιλήσει για το εγχείρημα.
Προερχόμενα από τον κλάδο του βιβλίου, τα 8 μέλη της κολεκτίβας οργανώθηκαν μέσω του σωματείου τους και ξεκίνησαν την έκδοση βιβλίων ως ένα είδος παρέμβασης. «Το πρώτο βιβλίο τυπώθηκε εκ των εν όντων με πίστωση από το τυπογραφείο. Πουλήσαμε κάποια αντίτυπα, ξοφλήσαμε το τυπογραφείο, έμειναν κάποια λεφτά στο σωματείο και κάποια πήγαν για να τυπωθεί το δεύτερο βιβλίο».
Αυτή ήταν η αρχή του εκδοτικού οίκου των Εκδόσεων Συναδέλφων, μιας επιχείρησης αλληλέγγυας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά που αυτό υπονοεί. Η ιδιοκτησία του μαγαζιού είναι συλλογική: «Σε κανέναν δεν ανήκει τίποτα εδώ μέσα. Αν αύριο το πρωί εγώ φύγω από το εγχείρημα, θα φύγω παίρνοντας την τσάντα μου. Δεν υπάρχει καθόλου ατομική ιδιοκτησία, μόνο συλλογική. Αν το διαλύσουμε, ότι υπάρχει στο μαγαζί θα πάει σε κάποιον ευγενή σκοπό. Δεν θα τα πουλήσουμε και μετά θα μοιράσουμε τα λεφτά. Το μόνο που δικαιούμαστε είναι η αρχική μας συνεταιριστική μερίδα».
Οι αποφάσεις λαμβάνονται με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες: «Κάθε βδομάδα μαζευόμαστε και κάνουμε συνέλευση. Ο καθένας εκφράζει τη γνώμη του και προσπαθούμε να αποφασίζουμε δια της συναίνεσης. Όπου αυτό δεν είναι εφικτό και μας μπλοκάρει, καταλήγοντας να το συζητάμε για μία ή δύο συνελεύσεις, μπορεί να κάνουμε και ψηφοφορία. Συζητάμε τα πάντα στις συνελεύσεις: Τι βιβλία θα βγάλουμε; Πώς θα τα βγάλουμε; Πώς θα τα χρηματοδοτήσουμε; Πώς θα τα διακινήσουμε; Αλλά και πιο πεζά θέματα, όπως ας πούμε το ότι πρέπει να καθαρίσουμε το μαγαζί».
Για έναν εκδοτικό οίκο η πιο σημαντική απόφαση είναι σίγουρα το ποια βιβλία θα εκδώσει. Με ποια κριτήρια λοιπόν κάνουν τις επιλογές τους; «Εμείς εκδίδουμε όλα τα είδη των βιβλίων, αν και έχουμε μία κλίση προς τη θεωρία, το δοκίμιο και το πολιτικό βιβλίο. Όταν πρόκειται για αυτό το είδος βιβλίων, θέλουμε να είναι καλογραμμένα και τεκμηριωμένα. Τώρα, όταν πρόκειται για λογοτεχνία είναι πολύ υποκειμενικά τα κριτήρια. Να μας αρέσει το γράψιμο και να ταιριάζει κάπως στον χαρακτήρα μας. Υπάρχουν βέβαια κάποια δεν και μη. Δεν θα εκδίδαμε ένα βιβλίο με περιεχόμενο εθνικιστικό, ρατσιστικό, ή σεξιστικό. Αλλά δεν κάνουμε κάποιου είδους ιδεολογική λογοκρισία. Θα μπορούσαμε να βγάλουμε και ένα βιβλίο με το οποίο δεν συμφωνούμε ιδεολογικά».
Στο κείμενο της αυτοπαρουσίασής τους αναφέρουν πως είναι μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα για την προώθηση ενός διαφορετικού πολιτισμού και μιας άλλης σχέσης με το βιβλίο. «Για εμάς το βιβλίο δεν είναι απλώς ένα εμπόρευμα. Είναι ένα μέσο διάδοσης ιδεών, τέχνης, αισθητικής και γνώσης, άρα δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε όπως όλα τα άλλα προϊόντα. Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπιζόταν από τους κλασσικούς εκδότες ως ένα εμπορικό προϊόν, εξ ου η έννοια του best seller και το φαινόμενο ένα βιβλίο μετά από τρεις μήνες να θεωρείται παλιό. Όλο αυτό ήταν απότοκο της φούσκας που έγινε στον κλάδο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 μέχρι την αρχή της κρίσης. Όσοι έβγαλαν χρήματα την περίοδο της ισχυρής Ελλάδας έπρεπε να δείξουν ότι ξέρουν και γράμματα, οπότε έπρεπε κάτι να διαβάζουν. Επειδή όμως δεν τους ήταν εύκολο, γιατί δεν είχαν μάθει ποτέ, βγήκε εκείνο το είδος της λογοτεχνίας το πιο ελαφρό, το οποίο εκτινάχθηκε. Κάποιοι άλλοι έπαιρναν βιβλία επειδή έφτιαχναν τα σπίτια τους και ήθελαν να στολίσουν τις βιβλιοθήκες τους. Δεν νομίζω να τα είχαν ανοίξει ποτέ. Τα έπαιρναν με κριτήριο αν τους άρεσε το εξώφυλλο και η ράχη. Κάτι να ταιριάζει με τον καναπέ και με τα χρώματα στους τοίχους».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν μέχρι τώρα ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες έστησαν το εγχείρημά τους: «Ξεκινήσαμε με μηδενικό κεφάλαιο. Ήμασταν απολυμένοι και άνεργοι. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί να υπάρχει».
Η γραφειοκρατία ήταν ένα ακόμη: « Ήμασταν και από τις πρώτες Κοιν.Σ.Επ., με το που έγινε ο νόμος και άνοιξε το μητρώο στο Υπουργείο. Ήταν Μ. Πέμπτη του 2012, το θυμάμαι πολύ καλά. Πήγαινες λοιπόν στην εφορία και έλεγες είμαι Κοιν.Σ.Επ. και σε κοιτάζανε…. Ενδεχομένως αν τους έλεγες είμαι Αρειανός να σε κοίταζαν πιο καλά. Δεν είχαν ιδέα. Ή πήγαινες σε μια δημόσια υπηρεσία, όπου τα συστήματα είχαν προεπιλεγμένες νομικές μορφές στις οποίες δεν συμπεριλαμβανόταν η Κοιν.Σ.Επ., και σου έλεγε ο υπάλληλος “Και που να σε βάλω τώρα;”. Έτσι, για άλλες δημόσιες υπηρεσίες είμαστε αστικός μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός, για άλλες είμαστε κερδοσκοπικός, ανάλογα με το τι μπορούσε να περάσει ο καθένας στον υπολογιστή του».
Η ανυπαρξία άμεσης κοινωνικής διασύνδεσης των εγχειρημάτων, δηλαδή ένας ανοικτός διάλογος με τους καταναλωτές, οφείλεται σύμφωνα με τον Κώστα στον μικρό αριθμό των εγχειρημάτων: «Έχουν μία αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια αλλά δεν ξέρω πόσα από αυτά είναι πραγματικά εγχειρήματα συνεργατικής λογικής και της αλληλέγγυας οικονομίας και όχι φωτοβολίδες που προσδοκούν μελλοντικές επιχορηγήσεις. Τα εγχειρήματα που λειτουργούν πράγματι σύμφωνα με τις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας, δηλαδή χωρίς αφεντικό, χωρίς ατομική ιδιοκτησία, με συλλογικές αποφάσεις στη βάση του ένα μέλος μία ψήφος, είναι πολύ λίγα. Οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για διασύνδεση με την κοινωνία. Τώρα είμαστε σταγόνα στον ωκεανό».
Αυτά τα λίγα εγχειρήματα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες, μας λέει ο Κώστας: «Υπάρχουν τα τελείως ψεύτικα. Υπάρχουν τα παιδιά που δημιουργούν κολεκτίβες, ως μια εναλλακτική στη σημερινή κατάσταση, και σταματούν εκεί. Τους αρκεί αυτό. Και οι κολεκτίβες που έχουν και πολιτικό πρόταγμα. Εμείς θεωρούμε, ελπίζουμε, προσπαθούμε να ανήκουμε στις τελευταίες. Το ζητούμενο είναι να είμαστε εκτός συστήματος και ενάντια σε αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι το έχουμε καταφέρει. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν ήμασταν πολλοί και δρούσαμε παράλληλα αλλά και ανταγωνιστικά στο σύστημα».
«Και που θα μπορούσε να οδηγήσει αυτό;» ρωτάμε. «Τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης από μόνα τους δεν είναι ικανά να αλλάξουν τον κόσμο. Είμαστε αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή. Άλλοι παλεύουν το σύστημα οργανωμένοι σε πολιτικά κόμματα, άλλοι σε πολιτικές ομάδες. Βεβαίως δεν θεωρούμε ότι υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίο από μόνο του αποτελεί ικανή συνθήκη. Μάλλον τα δικά μας τα εγχειρήματα είναι ένα ρυάκι, που μαζί με άλλα ρυάκια θα ενωθούμε κάποτε σε ένα μεγάλο ποτάμι που θα πάρει μπάλα το σύστημα. Είμαστε όλοι μέρους του ίδιου κινήματος».
Ο αντισυστημικός προσανατολισμός του εγχειρήματος φαίνεται και από τις προσδοκίες τους σε θεσμικό επίπεδο: «Βασικά, αυτό που θέλουμε από το κράτος είναι να μας αφήσει ήσυχους. Να μας δώσει χώρο. Ή μάλλον παλεύουμε να τον κερδίσουμε, δεν θέλουμε να μας δώσει κανείς τίποτα. Αλλά δεν έχουμε αυταπάτες. Σήμερα μπορεί τα πράγματα να είναι λίγο πιο ευνοϊκά, αύριο μπορεί να μην είναι. Μπορεί αύριο να μας κυνηγήσουν. Παρ’ όλα αυτά, ενδεχομένως να έχουμε και κάποια αιτήματα σε θεσμικό επίπεδο, όπως κάποια «κίνητρα» για τις πραγματικά συνεργατικές επιχειρήσεις, και το ξαναλέω γιατί υπάρχει πάρα πολύ λαμόγιο στο χώρο. Άρα ταυτόχρονα θα χρειαζόταν και κάποιος έλεγχος για το ποιες είναι πραγματικά συνεργατικές επιχειρήσεις. Αυτό ιδανικά θα πρέπει να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι και όχι το κράτος, όχι κάποιος γραφειοκράτης στο υπουργείο που δεν ξέρει τι του γίνεται και το μόνο που ζητάει είναι χαρτιά και καταστατικά».
Τον καπιταλισμό και τη δύναμή του να αφομοιώνει τις καινούργιες ιδέες, τον φοβούνται; «Ο καπιταλισμός έχει μεγάλο στομάχι και τα χωνεύει όλα. Όμως δεν μπορούμε να μην κάνουμε κάτι επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος της αφομοίωσης, γιατί τότε θα είμαστε σαν τους Πειρατές στον Αστερίξ. Θα βουλιάζουμε το σκάφος για να μην μας το βουλιάξει ο Οβελίξ. Δηλαδή, θα αυτοαφομοιωνόμαστε για να μην αφομοιωθούμε. Ο κίνδυνος λιγοστεύει όσο πιο σαφής είναι η δομή που έχεις φτιάξει και αυστηρές οι αρχές με βάση τις οποίες λειτουργείς. Αν γίνουμε αριθμητικά περισσότεροι, πολύ στενά μεταξύ μας δικτυωμένοι, φτιάξουμε τις δικές μας δομές, τη δική μας εσωτερική μικροοικονομία και τα δικά μας ταμεία αλληλεγγύης, όταν κάποια στιγμή μας επιτεθεί το σύστημα, γιατί θα γίνει και αυτό, θα έχουμε τους αμυντικούς μηχανισμούς για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, να αντιπαρατεθούμε, να συγκρουστούμε».