Marquis de Sade, «Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής», Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, 1991, μετάφραση Μίρκα Σκάρα 

Sade-Biberstein

Το να διαβάζει κανείς De Sade στην Ελλάδα του 2014 είναι πολιτική πράξη. Ή αν θέλω να είμαι πιο σωστή το να διαβάζει κανείς De Sade είναι πολιτική πράξη ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Όπως και να ‘χει θέλω να τονίσω ότι στη τωρινή περίοδο μαυρίλας και ακραίου συντηρητισμού ένα βιβλίο του De Sade που ανασαίνει μέσα σε μια τσάντα θαλάσσης μπορεί να εμφυσήσει μια ανατρεπτική αύρα στο μυαλό του αναγνώστη.

Όταν μάλιστα ο τελευταίος βρίσκεται στην παραλία δίπλα σε τροφαντές γιαγιάδες που κυνηγούν τα εγγόνια τους με το ταπεράκι ανά χείρας ουρλιάζοντας «Χαρίλαεεεεεεεε, μη πας στα βαθιά. Θα πνιγείς» ενώ ο κακόμοιρος εγγονός ίσα που τσαλαβουτάει στους δέκα πόντους νερού τότε καλό είναι ο βιβλιόφιλος να σηκώσει πινακίδα με την εξής προειδοποίηση «Σκάστε. Αλλιώς θα ψιθυρίσω στο αυτί του μικρού Χαρίλαου την πρώτη παράγραφο της 209ης σελίδας».

Προσωπικά διάβασα το βιβλίο χειμώνα, τον χειμώνα του 1999 συγκεκριμένα. Τώρα όμως που ξαναπιάνω τη Ζυστίν στα χέρια μου και ψηλαφώ το λευκό κορμί της, σκέφτομαι ότι αξίζει να την πάρω αγκαλιά και να την πάω μια βόλτα στην παραλία. Καθώς θα βουτάμε τα πόδια μας στη θάλασσα θα διαβάσουμε παρέα το παρακάτω απόσπασμα:

«Η συγκίνηση της ηδονής βιώνεται μέσα μας σαν ένα είδος δόνησης, που προκαλείται στις αισθήσεις μας από τους κραδασμούς της φαντασίας, όταν αυτή ερεθίζεται είτε από την ανάμνηση του ποθητού αντικειμένου, είτε από την ίδια την παρουσία του, είτε ακόμη από την ενόχληση που προκαλούμε στο αντικείμενο του πόθου μας με τον τρόπο που θέλουμε να ηδονιστούμε περισσότερο. Έτσι, η ηδονή, αυτή η ανέκφραστη απόλαυση που μας θολώνει το μυαλό, που μας απογειώνει στο υψηλότερο επίπεδο ευτυχίας που μπορεί να φτάσει άνθρωπος, προκαλείται μόνον από δύο αιτίες: είτε ατενίζοντας αληθινά ή με τη φαντασία μας το αντικείμενο του πόθου μας, το είδος της ομορφιάς που μας πηγαίνει περισσότερο, είτε παρατηρώντας στο αντικείμενο αυτό την εκδήλωση του πιο έντονου αισθησιασμού».

Και καθώς ο ήλιος θα καίει μέχρι εγκαύματος το δέρμα των λουόμενων, τα αγκάθια του αχινού θα χώνονται βαθιά στην τρυφερή πατούσα του αθώου τουρίστα και η άμμος θα εισβάλλει σε κάθε κοιλότητα του κορμιού, καθώς το αλμυρό θαλασσινό νερό θα νοτίσει τις ανοιχτές πληγές στο κοριτσίστικο σώμα της Ζυστίν, εκείνη θα δακρύσει για μία ακόμη φορά παραδομένη στη σκληρότητα του καλοκαιριού.

Άλλες προτάσεις:

Λένος Χρηστίδης,  Τα Χαστουκόψαρα, Καστανιώτης, 1997

Γιατί τους ήρωες του τους θέλω για φίλους μου. Και για τη φράση «Κοίταξα το πρόσωπό της. Είχε πάρα πολύ ωραίο κώλο».

Δημήτρης Σωτάκης, Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον, Κέδρος, 2014

Γιατί γράφοντας το πιο προσωπικό του βιβλίο καταφέρνει να συντονιστεί με τις πιο μύχιες σκέψεις μας. Κι αυτό ακριβώς κάνουν οι μεγάλοι συγγραφείς.

Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, Γαβριηλίδης, 2008

Γιατί εγώ θέλω να μου φέρετε το κεφάλι του Πάνου Τσίρου, να το ανοίξω και να εξετάσω αυτό το μυαλό που γέννησε την πιο σπουδαία συλλογή διηγημάτων της τελευταίας δεκαετίας.

Πάνος Τσίρος, Δεν είν’ έτσι;, Μικρή Άρκτος, 2013

Γιατί κάτι ύπουλο έρπει απειλητικά κάτω από τις λέξεις του Πάνου Τσίρου. Κάτι που κατέβαζε σταδιακά τη θερμοκρασία, το περσινό καλοκαίρι που διάβασα το βιβλίο.