Η Λένα Κιτσοπούλου στην παράσταση Τυραννόσαυροι Rex.

Ας ξεκινήσουμε με έναν κοινό τόπο, του οποίου η υπενθύμιση δεν βλάπτει ποτέ: η τέχνη δεν είναι ανεξάρτητη από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το βίαιο ξεχαρβάλωμα κοινωνικών δομών, αλλά και σχέσεων, που μέχρι πριν κάποια χρόνια θεωρούνταν δεδομένες, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει αντιδράσεις εξίσου βίαιες, σε όλα τα επίπεδα – κι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα. Δεν είναι τυχαίο που στον κινηματογράφο κάποιοι από τους σημαντικότερους δημιουργούς των τελευταίων τριάντα χρόνων – Μίκαελ Χάνεκε, Λαρς φον Τρίερ, Γκασπάρ Νοέ – καθηλώνουν κάθε τόσο ακόμα και τους λιγότεροι ευαίσθητους θεατές τους με εικόνες ακραίας ωμότητας: όσοι ενοχλούνται ας ρίξουν μια προσεκτικότερη ματιά σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Κάποτε, ως σκηνοθέτης ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού, είχα το θλιβερό προνόμιο να ρίξω μια – σύντομη, ευτυχώς – ματιά σε οπτικό υλικό από τον εμφύλιο της τότε Γιουγκοσλαβίας που είχε χαρακτηριστεί ακριβώς ακατάλληλο για προβολή. Ίσως αυτή η αποτρόπαια ανάμνηση είναι που με εμπόδισε να θεωρήσω άρρωστο ή ενοχλητικό το Blasted της Σάρα Κέιν. Η ιδανική αυτόχειρας της γενιάς μας, όμως, συνήθιζε να αποτυπώνει την περιρρέουσα φρίκη με τρόπο ακραία ποιητικό.  Στη σημερινή θεατρική Ευρώπη, δύο δημιουργοί έχουν επιλέξει να εξετάζουν – ή συχνότερα να σχολιάζουν – τα τεκταινόμενα με τρόπο πιο άμεσο και περιγραφικό: η Ανχέλικα Λίντελ κι ο Ροδρίγο Γκαρσία. Νομίζω πως το αντίστοιχο στα καθ’ ημάς αποτελεί η Λένα Κιτσοπούλου.

Διπλή η παρουσία της Κιτσοπούλου στο ξεκίνημα αυτής της νέας, εξίσου γαργαντουϊκής με την προηγούμενη, θεατρικής σεζόν, με δύο επαναλήψεις. Στην πρώτη δεν εμπλέκεται η ίδια, είναι απλώς η συγγραφέας: πρόκειται για το Το Πράσινό Μου το Φουστανάκι. Στη δεύτερη τα έχει κάνει όλα: συνέγραψε, σκηνοθέτησε, εμφανίζεται: Τυρρανόσαυροι REX. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.

Η Τζούλη Σούμα στην παράσταση «Το Πράσινό Μου το Φουστανάκι».

Το Πράσινό Μου το Φουστανάκι είναι ένα παλαιότερο κείμενο της Κιτσοπούλου, πριν η μεγάλη επιτυχία την ωθήσει να εγκαταλείψει εντελώς κάθε δομή και συνέπεια. Παραμένει, φυσικά, ένα χαρακτηριστικό έργο της λογικής «δεν έχω τι να πω αλλά θα το πω οπωσδήποτε». Η Μαρία Αιγινίτου στη σκηνοθεσία κι η Τζούλη Σούμα που σήκωσε το βάρος του μονόλογου αυτού, όμως, δούλεψαν εις βάθος  με χειρουργική ακρίβεια κι εφευρετικότητα, σκύβοντας πάνω από το λόγο με την προσοχή που όφειλαν, και βρίσκοντας ορθές λύσεις, υποστηρίζοντας ουσιαστικά κάθε λέξη. Η Σούμα, μια ηθοποιός που έχει εργαστεί επί χρόνια αθόρυβα και με αληθινή συνέπεια, έχει πλέον κατακτήσει την αναγκαία ωριμότητα που απαιτεί ένα παρόμοιο εγχείρημα: υπηρετεί το λόγο με ελαφρότητα, χωρίς ίχνος επιπολαιότητας, και κάνει το θεατή να απολαύσει ένα κείμενο με αδυναμίες, αλλά και χυμούς. Το χαίρεται εμφανώς – κι εμείς μαζί της.

Στον αντίποδα ακριβώς βρέθηκαν οι Τυρρανόσαυροι REX. Επί της ουσίας κι η ίδια η δομή του κειμένου είναι εντελώς προσχηματική: η ούτως η άλλως ανυπόστατη ιστορία περί σχολής μπαλέτου που προετοιμάζει για τα μπαλέτα Μπολσόι, έχει ξεχαστεί πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις κι έχουν αρχίσει τα γνωστά επιθετικά, οργισμένα, αηδιασμένα υστερικά σχόλια επί παντός επιστητού και μη.

Η επιθυμία της Λένας Κιτσοπούλου να σοκάρει γίνεται αυτοσκοπός, και καθώς αντιλαμβάνεται πως για να το επιτύχει πρέπει κάθε φορά να φτάσει σε νέα άκρα, καταφεύγει σε ό,τι μπορεί και δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί: η δασκάλα χορού (ερμηνευμένη ηρωικά από τον Γιάννη Κότσιφα) επιδίδεται σε συνουσία με τη μαθήτριά της χρησιμοποιώντας τα γλαφυρότερο δυνατό λεξιλόγιο και καταλήγοντας σε βιαιοπραγίες, οι ηθοποιοί μπαινοβγαίνουν στην τουαλέτα για να προβούν σε ηχηρές αφοδεύσεις. Ξεχνώντας πως από το Σαλό του Παζολίνι έχουν περάσει σαράντα χρόνια, διάστημα ικανό να ακυρώσει ακόμα και το ισχυρότερο σοκ, η Κιτσοπούλου παρουσιάζει ακόμα και σκηνή κοπροφαγίας. Δυστυχώς ήταν περιττό να φέρει επί σκηνής τη λεκάνη της τουαλέτας και να σερβίρει στους ηθοποιούς της το περιεχόμενο: όλοι γνωρίζαμε ήδη πως τα έχει κάνει σκατά, χωρίς να χρειαστεί να τα δούμε.

Μια παλιά ταινία του Σκολιμόφσκι λεγόταν Η Επιτυχία Είναι Η Καλύτερη Εκδίκηση. Στην περίπτωση της Λένας Κιτσοπούλου, ίσως να είναι και η μεγαλύτερη παγίδα. Τα απανωτά sold out, η επιβολή του στυλ της, σχεδόν η δημιουργία ενός brand name, έχουν εμφανώς αποτελέσει κακό σύμβουλο για έναν άνθρωπο του θεάτρου που και ο πλέον κακεντρεχής δεν θα μπορούσε να μη δει  την ευφυΐα του, την πρωτοτυπία και  τη φρεσκάδα του. Όμως η αυταρέσκεια την οδηγεί στη μανιέρα μιας ανερμάτιστης επιθετικότητας κατά πάντων, που αντί να την οδηγήσου στα χνάρια των λοιπών Ευρωπαίων «οργισμένων» δραματουργών, μάλλον την καθιστούν το Δελφινάριο του θεατρόφιλου, το Σεφερλή του κουλτουριάρη.

Η ίδια ξεγυμνώνεται, λεκτικά αλλά και σωματικά, για πολλοστή φορά επί σκηνής, εκφωνώντας με το γνωστό πλέον αηδιασμένο ύφος προχειρογραμμένα καλαμπούρια ανέμπνευστης επιθεώρησης. Κι ο ναρκισσισμός την οδηγεί και σε ατοπήματα που μάλλον στο Περοκέ θα περίμενε κανείς να ακούσει: με αφορμή τη documenta 14, σχολιάζεται πως αυτού του είδους οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις πληρώνονται με χρήματα των φορολογουμένων. Αλήθεια, μήπως το ίδιο δεν ισχύει και γι τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου που τη φιλοξενεί; Για να θυμηθώ τη φράση από το δικό της φεστιβαλικό Ματωμένο Γάμο: όχι, οι σαμπάνιες δεν ήταν κερασμένες από το Γιώργο Λούκο αλλά από εμάς, τους πολίτες. Προς Θεού όμως, δεν θα πέσω στο δικό της ατόπημα: ακόμα και τα χρήματα που δαπανούνται για την πλέον αποτυχημένη πολιτιστική εκδήλωση, έχουν επενδυθεί απείρως παραγωγικότερα από τον πακτωλό που κατασπαταλήθηκε σε αυτή τη χώρα σε διάφορες άλλες κατευθύνσεις τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγώντας την στο σημερινό της χάλι. Καλό είναι να το καταλάβουμε αυτό όλοι – και να μην πυροβολούμε αφελώς τα πόδια μας.

Συμπερασματικά, συγκρίνοντας τις δύο παραστάσεις,  συνειδητοποιεί κανείς πως η Κιτσοπούλου μπορεί να συγκριθεί και σε κάτι άλλο με το (υποθέτω) πρότυπό της, την Ανχέλικα Λίντελ: μετά από ένα διάστημα, το πρόβλημα στα έργα τους είναι η ίδια η διαρκής δική τους παρουσία. Δεν φταίνε σε τίποτα οι ηθοποιοί – στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εξαιρετικός Κότσιφας κάνει ό,τι μπορεί, όπως και η διαρκώς εξελισσόμενη, όλο και καλύτερη Ιωάννα Μαυρέα, αλλά κι όλοι ανεξαιρέτως οι άλλοι. Ένα ψυχραιμότερο βλέμμα που θα κρατούσε τις αρετές των έργων τους και θα τις απάλλασσε από το περιττό βάρος της δικής τους  ναρκισσευόμενης και περιφερόμενης δυστυχίας, γίνεται όλο και πιο απαραίτητο: Το Πράσινό Μου το Φουστανάκι είναι ένα καλό παράδειγμα περί αυτού.

Κάτι τελευταίο: η αστοχία της παρουσίας της Λένας Κιτσοπούλου σε μια από τις πιο ζωντανές κι ενδιαφέρουσες σκηνές της θεατρικής Αθήνας, την Πειραματική του Εθνικού, δεν έχει να κάνει με την αποτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος, αλλά με το γεγονός πως η επανάληψη της ίδιας λογικής στο διηνεκές της αφαιρεί κάθε πειραματικό πρόσχημα. Δεν ξέρω αν η κακή αυτή ιδέα προήλθε από τον Ανέστη Αζά και τον Πρόδρομο Τσινικόρη – ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Το υπόγειο του Rex παραμένει ένας χώρος όπου προσέρχεται κανείς με βάσιμη την ελπίδα πως θα παρακολουθήσει κάτι ενδιαφέρον, έως και συναρπαστικό.  

Το πράσινο μου το φουστανάκι, Beton 7, Πύδνας 7, Βοτανικός, έως τις 21/11.