O Λάκης Παπαδόπουλος είναι συνθέτης και τραγουδοποιός. Λένε γι’ αυτόν πως ξέρει να φτιάχνει σουξέ και, μάλιστα, πηγαία και ταχύτατα. Σα να τα μυρίζεται. Στο μεταξύ, δεν είναι δυσπρόσιτος ως άνθρωπος, αλλά απίστευτα οικείος και φιλικός, κάτι που ίσως δεν είναι ή δεν θεωρείται αναμενόμενο.

Ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ έχει βαρεθεί, πια, να τον αποκαλούν έτσι και, επίσης, τα έχει πει όλα στις συνεντεύξεις που έχει δώσει. Με παρακάλεσε να μην τον γράψω έτσι πουθενά- ουπς! και μου ζήτησε να γράψω μια διαφορετική συνέντευξη, «με όλες τις αλήθειες της συνάντησής μας».

Την φορά, όμως, που επρόκειτο να τον συναντήσω επιτέλους για να συζητήσουμε, η κακή η τύχη τα έφερε αλλιώς και δεν βρεθήκαμε ποτέ. Ο Ανδρέας Σιμόπουλος βρισκόταν ήδη στον χώρο ενός καλού του φίλου στου Ζωγράφου, τον οποίο ο Λάκης Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί για τα τηλέφωνα και τα ραντεβού του, ενίοτε. Έκλαψα εκείνη τη μέρα, πίστεψα πως η συνέντευξη δεν θα γινόταν ποτέ, αφού δε γίνεται να κλείνεις συνάντηση με έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν ανά πάσα στιγμή

Το ίδιο βράδυ, βέβαια, μιλήσαμε αρκετή ώρα στο τηλέφωνο. «Καλύτερα, γιατί μπορεί και να με ρωτούσες αυτό το βαρετό πράγμα για το σημάδι στο πρόσωπό μου και τι είναι και τέτοια….»

«Όχι, κύριε Παπαδόπουλε, έχω διαβάσει ότι δεν είναι ούτε καρκίνος, ούτε ουλή από κάψιμο. Είναι σημάδι εκ γενετής κι έχουμε πιο ενδιαφέροντα να πούμε…»

«Ωραία, αυτό το λύσαμε. Τώρα, αυτό το κύριε Παπαδόπουλε τι ήταν; Λάκη με λένε. Και στον ενικό μου αρέσει πάντα καλύτερα.»

«Θα κάνουμε τη συνέντευξη;»

«Το κανονίζουμε για κάποιο βραδάκι με φαγητό, αν θες.»


Τον είχα ακούσει για πρώτη μου φορά, στο Half Note Jazz Club, στο πλευρό της αγαπημένης του Αρλέτας λίγους μήνες πριν το τηλεφώνημα αυτό. Δεν ήξερα ακόμα όλα του τα κομμάτια. Με ενθουσίασε το στιλ του στο live και πέρασα πολύ καιρό, στη διάρκεια του οποίου μελέτησα τις συνεντεύξεις του και άκουσα τα άπαντά του. Καθόλου προετοιμασμένη, βέβαια, δεν ήμουν για τις λιτές διατροφικές του προτιμήσεις, γιατί τον είχα νομίσει καλοφαγά. Στο εστιατόριο όπου συναντηθήκαμε στο Γκάζι, παρήγγειλε μπρόκολο, τυρί και νερό. Προσέθεσα κεφτέδες και πατάτες και άνοιξα το μαγνητοφωνάκι.

_MG_8459

Δε σου αρέσει να μαγειρεύεις, Λάκη Παπαδόπουλε; Δε μαγειρεύω, είναι η αλήθεια. Τρώω κάθε μέρα έξω ή παραγγέλνω από μαγειρεία. Μου αρέσει, το έχω συνηθίσει πια, γι’ αυτό ίσως και δε μου λέει κάτι πια να κάνω έξοδο σε κάποιο εστιατόριο. Αυτό δε σημαίνει ότι δε μου αρέσει το καλό φαγητό. Δε βρίσκεις ότι το μπρόκολο είναι κακοβρασμένο; Σκέφτομαι να τους ζητήσω να το βράσουν λιγάκι ακόμα.

Εμένα μου αρέσουν άπαντα τα al dente. Πώς περνάς τις μέρες σου, με ή χωρίς συναυλίες κι εμφανίσεις; Ξυπνάω ούτως ή άλλως πρωί, αλλά όχι πολύ νωρίς, γύρω στις 10. Αρχίζω τα τηλέφωνα, πάω στην Τράπεζα, κάνω εξωτερικές δουλειές. Συχνά, γράφω. Ξέρεις. Πάντως, μη νομίζεις ότι έχω κουραστεί να γυρνάω στις περιοδείες. Όχι, δεν με έχουν κουράσει οι συναυλίες, ούτε σκέφτομαι να σταματήσω. Μέχρι όσο αντέχω, θα είναι καλά. Βοηθά σημαντικά να συνεργάζεσαι με καλλιτέχνες, να, όπως τα τελευταία χρόνια που παίζω με Μηλιώκα, Γιοκαρίνη και Ζιώγαλα.

Είστε και φίλοι με αυτούς… Κοίτα, σε αυτούς τους χώρους δεν υπάρχουν φιλίες, με την σοβαρή έννοια της λέξης. Όποιος το λέει είναι ψεύτης, κι όποιος θα πίστευε κάτι τέτοιο είναι χαζός. Εχθρούς δεν έχω, αλλά δυο τρεις πολύ κοντινούς μου φίλους τους έχασα νωρίς, έφυγαν σε πολύ νεαρή ηλικία. Ξέρεις ότι η παρέα μου ήταν ο Μπουλάς, ο Ζουγανέλης, η Ισιδώρα η Σιδέρη… Με αυτούς γελούσα και το διασκέδαζα πολύ. Ήμουν πρώτα θαυμαστής τους και μετά φίλος τους. Αγαπώ πολύ και την Αρλέτα. Θέλω να γίνει καλά, να είναι δυνατή.

Κάνεις καινούργιους φίλους; Αντέχεις; Πιστεύω πως ναι, συμβαίνει κι αυτό. Ένας από τους πιο φρέσκους καλούς συνεργάτες και φιλαράκια, είναι ο Παντελής ο Αμπαζής, που μου αρέσει πολύ ο χαρακτήρας του, αν και τον είχα παρεξηγήσει στην αρχή. Μου έχει δώσει ένα πολύ ωραίο τραγούδι, το «Γατόνι» και έπεται κι άλλη συνεργασία…

Πώς ξεκίνησαν όλα μ’εσένα; Πώς φύτρωσε ο σπόρος της ανάγκης για δημιουργία μέσα σου; Ο σπόρος της καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα μου φύτρωσε και θέριψε με νερό βρύσης. Στην περίπτωσή μου, βέβαια, όταν δεν υπήρχε νερό, με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα. (γελάει) Μεγάλωσα σε μια άθλια γειτονιά της Αθήνας, γεμάτη προκαταλήψεις, λεονταρισμούς, ημιμάθεια και σοβαροφάνεια. Μερικοί από τους συνομιλήκους μου βγήκανε και επιστήμονες, εγώ τους θεωρώ ντενεκέδες. Λιγοστές οι εξαιρέσεις… 14 χρονών ήμουν διάσημος. Με ήξεραν ως Απόστολο, τότε, στα ροκ μου τα παιξίματα. Στα 18, όλο αυτό καταλάγιασε και μου άρεσε που επανήλθα στην ανωνυμία. Πήγα φαντάρος, κοντά στα σύνορα, σε ζώνη επιτήρησης. Τρεις φίλους έκανα από κει, όλοι οι άλλοι τρέχανε στα σκυλάδικα. Μετά το στρατό, γύρω στο ’75, χάθηκα στις θάλασσες, μπήκα σε ένα κρουαζιερόπλοιο κι έπαιζα μουσική. Τρία χρόνια έγινα πειρατής της Καραϊβικής και ήταν τα καλύτερα της ζωής μου.

Δεν έχω σπουδάσει ούτε μουσική, ούτε τίποτα. Ήμουν απλώς άρρωστος με τους Beatles. Ήθελα να τραγουδάω στον τόνο του Paul Mac Cartney. Έπαθα κοίλη στους όρχεις από την πίεση που ασκούσα στον εαυτό μου. Άλλαζα πέντε φανέλες τη μέρα από τον ιδρώτα κι ήμουν ευτυχισμένος. Δεν πληρωνόμασταν φράγκο από πουθενά. Κι, όμως, ήμουν ευτυχισμένος. Και στο Δεύτερο Πρόγραμμα, στην ΕΡΤ, όπου πήγα επί Χατζηδάκι, ήμουν ευτυχής. Ήταν 1976 και, φυσικά, τότε, ήταν παντοδυναμία να έχεις εκπομπή στο ραδιόφωνο. Μικρός, πάντως δεν είχα και πολλή πίστη στον εαυτό μου. Νιώθω ότι ξεκίνησα από το πουθενά. Δηλαδή, σε μια τρίμηνη στάση που έκανε το κρουαζιερόπλοιο στην Αθήνα έστειλα κάποια τραγούδια μου στον Πατσιφά από τη Lyra. Ήμουν έτοιμος να ξαναμπαρκάρω, αλλά έμεινα για τον λόγο ότι μερικά τραγούδια μου «πέρασαν». Με πήγε όμορφα και σε άλλα πράγματα η ζωή και αισθάνομαι ευγνώμων. Έχω κάνει τόσο πολλά και αταίριαστα μεταξύ τους: γκαρσόνι, οικοδομή, βοηθός λογιστή. Ακόμα και γάμο έκανα και παιδί! (γελάει)

Τον αγαπάς πολύ τον Άγγελο και είσαι περήφανος, το ξέρω. Έτσι είναι.Είναι είκοσι χρονών και αρκετά συνειδητοποιημένο παιδί. Είναι καλλιτέχνης, έχει σχεδιάσει αρκετά εξώφυλλα δίσκων, όχι μόνο δικά μου. Και πίνακες που τους βλέπω και λέω, κοίτα να δεις, τι κουβαλάει μέσα του ο γιος μου. Και η μητέρα του είναι περήφανη για τον Άγγελο. Θες να σου δείξω μερικά που έχει κάνει;


Κλείνω το μαγνητοφωνάκι για λίγα λεπτά. Ο Λάκης Παπαδόπουλος κοντεύει να κλείσει τα 70 του χρόνια και είναι τόσο ακμαίος. Όλο μου κάνει πλάκες, σε βαθμό που τον σταματάω ευγενικά για να συνεχίσουμε τη συνέντευξη.

_MG_8547

Ξεκίνησες ροκ, αλλά δεν συνέχισες να εκφράζεσαι αποκλειστικά μέσω της ροκ. Έγραψες σχεδόν για όλους τους τραγουδιστές, συνεργάστηκες, πειραματίστηκες με είδη. Αυτό είναι κάτι που αγαπά πολύ ο κόσμος σε σένα. Επιρροές των Dragons, αυτού του πρώτου group που σου’πα ότι φτιάξαμε σε ηλικία 14 χρονών, μας ήταν οι Shadows, οι Ventures, οι Beatles οπωσδήποτε, οι Los Paraguayos κ.λπ. Από τους Dragons, που διαλύθηκαν το 1928 πέρασαν αρκετά παιδιά, όπως ο Γιάννης Σάρδης, ο Νίκος Τζανετουλάκος, ο Χρήστος Καβαλιεράτος και άλλοι. Ο στρατός μάς τα χάλαγε, αφού πήγαιναν φαντάροι, και άλλαζε και η δομή του συγκροτήματος. Θυμάμαι πάντα τους Dragons ως ένα εφηβικό γκρουπ με τρομερή χαρά και αγάπη για τη μουσική. Όμως, πάντα ήμουν κοντά και στους λαϊκούς ανθρώπους, κυρίους και κυρίες που ιδέα δεν είχαν από ροκ, Beatles και τέτοια.

Αυτό πια το πάθος σου με τους Beatles! Μα δεν είδα να βγαίνει και κανένα συγκρότημα πιο μεγάλο από τους Beatles. Και για τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη, όμως, θα με έχεις ακούσει, ενδεχομένως, να λέω συχνά. Αυτός ήταν ο πρώτος που συνδύασε, ως Πόντιος, την ποντιακή μουσική με την κλασική, και πάντρεψε Jethro Tull με Frank Zappa! Στο πρώτο 45άρι του Ηρακλή με τους DNA, έπαιζα σόλο κιθάρα, πιάνο η κορυφαία Λένα Πλάτωνος και φλάουτο ο Πέτρος Πρωτόπαπας. Σου έλεγα, πάντως, ότι με θεωρώ ακομπλεξάριστο απέναντι στη μουσική.

Δίκιο θα έχεις! Ο σπουδαίος Αλέξανδρος Πατσιφάς είχε πει για εμένα-όχι μπροστά μου- ότι είμαι ικανός να γράψω από ένα αριστούργημα μέχρι κάποιο λαϊκοπόπ κομμάτι. Πράγματι… Έχω να θυμάμαι ροκ στιγμές με τους Anathema The Time Band στην Αιδηψό, τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο με την Χαρά Αργυροπούλου, μετά οι συνεργασίες με Ντούμο, Κριεζή, Μπαλτζή και φυσικά, το Κύτταρο και το Αχ Μαρία με τον Κούτρα, τον Μπουλά, τον Γιοκαρίνη. Χρόνια όμορφα, Γεωργία. Και πόσες μουσικές! Μιλάμε για πάνω από 350 κομμάτια και συνεχίζουμε…

_MG_8589

 Τι μουσική ακούς πια όταν είσαι μόνος; Στο αυτοκίνητο, ας πούμε, ακούω μουσική της γενιάς μου και αυτά που άκουγα νέος, δηλαδή λαϊκά, ελαφρολαϊκά αλλά και ιταλικά τραγούδια, Beach Boys, Aznavour… Έχω φτιάξει μια playlist με τραγούδια της εποχής μου. Βέβαια, δεν απορρίπτω και πιο νέους μουσικούς της ροκ και της ποπ-ροκ. Είμαι, γενικά, ανοιχτός στη μουσική και τα είδη της και ως ακροατής, γιατί από εκεί ξεκινά το πράγμα, και ως δημιουργός. Ακούω ακόμα και βυζαντινή μουσική, την αγαπημένη του πατέρα μου, που παλιά δεν μου άρεσε καθόλου. Ένα πράγμα μονάχα δεν αντέχω: την «κουλτούρα» του σκυλάδικου, αυτή την παρακμή. Ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60 και καλά κρατεί. Σπίτια και περιουσίες χάνονταν σε μια νύχτα. Και δώστου το λουλουδικό! Είναι, όμως, λογικό πίσω από μια ωραία γυναίκα που θέλει να βγει σε ένα τέτοιο κέντρο, να βλέπεις δυο τρεις μαμαλούκους να τα σκάνε και να τα σπάνε για πάρτη της. Με τη λογική αυτή, έχω πάει κι εγώ στα σκυλάδικα… Έχω γνωρίσει ωραίες, εντυπωσιακές γυναίκες, λουλουδούδες και τραγουδίστριες με όχι κακές φωνές.

Δεν έχεις τραγουδήσει, όμως, ποτέ σε κάποιο μαγαζί τέτοιου τύπου. Μου έχουν προτείνει κάποιες φορές να εμφανιστώ σε νυχτερινό μαγαζί, όχι ακριβώς σκυλάδικο, αλλά τέτοιου στιλ που καταλαβαίνεις. Για να μην τους προσβάλλω, τους ζητάω ποσά που γνωρίζω ότι δεν μπορούν να δώσουν και λήγει το θέμα. Πριν καμιά εικοσαριά χρόνια, μου είχαν προτείνει να παίξω σε ένα αντίστοιχο μαγαζί στη Θεσσαλονίκη. Είχε κάτι τρύπια τραπεζομάντηλα και μια ατμόσφαιρα που μου θύμισε μπουρδέλο. Δεν μπόρεσα να το κάνω, δεν μπόρεσα να συνεργαστώ. Όπως επίσης, δεν κατάφερα ποτέ να παίξω σε συναυλία στο εξωτερικό, πέραν της Γιουγκοσλαβίας, όπου έπαιξα, πριν χρόνια, δύο φορές. Είναι κάτι που θα το ήθελα… Είμαι σίγουρος ότι, όπου και να παίξω, θα περάσει καλά ο κόσμος.


Κι εγώ. Στο πρόσφατο live στον Ιανό, που για εμένα ήταν η δεύτερη φορά που σε είδα ζωντανά, ο κόσμος συμμετείχε σε βαθμό που δεν μπορούσα να φανταστώ. Σοβαρά; Τους άρεσε τόσο;

Μα, δε θυμάσαι; Δεν έχω τόσο καλή μνήμη όσο πιστεύεις. Πάντα, όμως, θυμάμαι μια ωραία κοπέλα που έχω γνωρίσει στο παρελθόν. Μπορεί να μη θυμάμαι πού έπαιξα πρόπερσι, αλλά το κορίτσι που μου είχε μιλήσει τότε μετά το live δεν το ξεχνώ. Ξέρεις…θα ήθελα πολύ να είμαι μονογαμικός. Στη ζωή, γενικά, μπορώ να σου πω ότι είμαι όπως στη σκηνή και χειρότερος.

Κάνεις καθόλου διακοπές; Έχω ένα εξοχικό στο Μαραθώνα, αλλά δεν πηγαίνω συχνά πια. Φέτος, είναι ζήτημα αν πήγα δυο φορές. Παλιά, πήγαινα εξωτερικό συχνά, αλλά τώρα δε βρίσκω την κατάλληλη παρέα για να πάω. Πάντως, «δεν θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες», αυτός είμαι εγώ. Θέλω τον ανοιχτό ουρανό, προτιμώ περιοχές στην Ελλάδα και στην Αθήνα που έχουν χαμηλή οικοδόμηση. Να βλέπουμε τα βουνά, τον ήλιο, τον ορίζοντα. Εκτός Ελλάδας δεν θα έμενα ποτέ, όμως. Άλλο τα ταξίδια ή να ζήσεις κάπου για λίγο καιρό, κι άλλο να φύγεις για πάντα. Με τον έρωτα της ζωής μου θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Μόνο έτσι.

Ονειρεύεσαι ακόμη όταν είσαι ξύπνιος; Μου αρέσουν τα όνειρα. Αυτά που βλέπω στον ύπνο μου βγαίνουν αληθινά. Για τα άλλα, τα ξύπνια, τι να πω. Δεν έχω πολλούς ακόμα στόχους στη ζωή, γιατί κι όσα δεν τόλμησα να επιθυμήσω έγιναν ούτως ή άλλως. Ίσως υπάρχουν μερικά όνειρα, που, όμως, τα βαστώ κρυφά. Σημαντικό για μένα είναι το παρόν και, προς το παρόν, συνεχίζω να γράφω τραγούδια αβίαστα και καμαρώνω όταν μαθαίνω ότι συνεχίζουν να αφορούν τον κόσμο. Είναι ωραίο που ανέκαθεν η έμπνευση μού έρχεται όταν της το ζητώ. Λες και πατιέται ένα κουμπί.

Τι ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό; Γράφω και βλέπουμε. Είμαι ευχαριστημένος από τα «Παιχνίδια Αγάπης» και το «Make in Japan». Είναι τρελό και μόνο που συζητάμε τώρα για δισκογραφία και τέτοια σε αυτές τις εποχές. Σε λίγο καιρό, πάντως, θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος που έχουμε στα σκαριά με την Sunny Μπαλτζή και λέγεται «Όνειρα τηγανητά», τα τραγούδια του οποίου θα τραγουδήσει, αν όλα καλά, που θα είναι καλά, η Αρλέτα. Η Αρλέτα, που προσεύχομαι γι’ αυτήν.

Κι εγώ την αγαπώ πολύ την Αρλέτα. Να’ ναι καλά. Θες γλυκό;