kokinoskoufitsa_A_029_gal.jpg

Επιτέλους κάποιος ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό το παραμύθι κι ευτυχώς όχι ο οποιοσδήποτε. Το «πολυεργαλείο» που ακούει στο όνομα Λένα Κιτσοπούλου, ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, τραγουδίστρια και ποιος ξέρει τι άλλο στο μέλλον καταθέτει τη δική της μοναδική οπτική στο κλασικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ. Έξι εξαιρετικοί ηθοποιοί, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας υποστηρίζουν με συνέπεια και ειλικρίνεια την αποδόμηση της ιστορίας και τη διαστρέβλωση των ρόλων με την ανάδυση νέων συμβολισμών. Το κείμενο έχει το γνώριμο ύφος γραφής της Κιτσοπούλου: ορμητικός λόγος, ατακαριστοί διάλογοι ιδανικοί για καταιγιστικό σχεδόν αυτοσχεδιαστικό παίξιμο, προκλητική γλώσσα που οργιάζει, αποτύπωση του «πολιτισμού της καθημερινότητας» πλούσια διανθισμένη με εκτεταμένες και ακριβείς αναφορές στην ψυχοπαθολογία της ελληνικής κοινωνίας. Το κείμενο μιλάει στο κείμενο ως έβδομος ρόλος και παίζει με τις λέξεις, οι ρόλοι αυτοσαρκάζονται και αυτοαποδομούνται, η ίδια η σύμβαση σκηνής – πλατείας καταργείται με τον παρατεταμένο άπλετο φωτισμό των θεατών σχεδόν στη μισή παράσταση. Ο σαρκασμός και το κωμικό είναι πολύ έντονα με αποτέλεσμα πολλές φορές το γέλιο να προκύπτει αβίαστα από το άβολα εκτεθειμένο στο φως κοινό. Όμως αυτό το χιούμορ βρίσκεται στα όρια του τραγικού.

Η αρχή και το τέλος του έργου διαδραματίζονται έξω από την ιστορία, μας τοποθετούν στο εδώ και τώρα. Ο οργισμένος μονόλογος της ηθοποιού-ταξιθέτριας στον υποτιθέμενο «πρώην» που βλέπει στα καθίσματα πριν αρχίσει η παράσταση και η κονφερανσιέ-κουτσή Σταχτοπούτα στο τέλος συνδέουν το μέσα με το έξω, τη συνθήκη με την πραγματικότητα.

kokinoskoufitsa_A_050_gal.jpg

Κεντρικό σκηνικό της παράστασης το εσωτερικό κουζίνας περασμένης δεκαετίας: βεραμάν τοίχοι, πάτωμα σκακιέρα, καρέκλες φορμάικα, καρό πετσέτες, κουρτινάκι με βολάν στο τελείωμα του νεροχύτη. Η κουζίνα είναι αγαπημένος χώρος της ελληνικής οικογένειας, λειτουργεί ως εστία καθημερινή, είναι χώρος μυστικών, καυγάδων, ψεμάτων,  εκμυστηρεύσεων, συμφιλίωσης, επικοινωνίας, συστηματικής χειραγώγησης, εγκλημάτων… Εδώ εκτυλίσσονται οι διάλογοι μεταξύ Κοκκινοσκουφίτσας και μητέρας. Η Κοκκινοσκουφίτσα βέβαια δεν είναι το αθώο κοριτσάκι του παραμυθιού, είναι μια υποψιασμένη, ερωτική και στερημένη γυναίκα που έχει βαρεθεί (μέχρι θανάτου κυριολεκτικά) την ατέρμονη επανάληψη της ίδιας ιστορίας χωρίς καμία έκπληξη ή αλλαγή (μαρμότα). Η μάνα είναι το τοτέμ της διατήρησης της πεπατημένης, αμετακίνητη, ανένδοτη, μαρμαρυγή στην οποιαδήποτε αλλαγή και με μια επαναλαμβανόμενη κίνηση της γλώσσας σαν τικ είναι και η γυναίκα σαύρα. «Πόσα χρόνια θα γίνεται αυτό; Πόσες χιλιάδες χρόνια θα γίνεται αυτό;» ρωτάει η Κοκκινοσκουφίτσα και το μυαλό μας πηγαίνει στα κατ’εξακολούθηση εγκλήματα και τις βιαιοπραγίες του ανθρώπινου είδους και τον δικό της βιασμό από τον λύκο. Ακόμα και το κλασικό παραμύθι δεν είναι ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα για παιδάκια: η μοναχικότητα της ηρωίδας, η αρρώστια της γιαγιάς, η απομόνωση στο δάσος, η τρομακτική μεταμφίεση του λύκου, η γοητεία που ασκεί το «κακό» (λύκος) και η συνεύρεση μαζί του, η καταβρόχθιση δύο ανθρώπων και το ξεκοίλιασμα-απελευθέρωση από τον κυνηγό πόρρω απέχει από την ηρεμία που σε οδηγεί στον ύπνο. Στους μεταξύ των δύο διαλόγους το κείμενο κινείται με χαρακτηριστική ευκολία ανάμεσα στο βάρος των καταστάσεων που θέλει να θίξει (η για πάντα χαμένη παιδική αθωότητα, ο κίβδηλος έρωτας, η μοναξιά, η βία, η βλακεία, ο ρατσισμός, το αίμα, ο θάνατος) και σε έναν καθημερινό λόγο που μπορεί να θυμίζει μια οποιαδήποτε καθημερινή σκηνή μάνας και κόρης. Η θλίψη διαδέχεται το αυθόρμητο και οικείο και η θλιβερή αγάπη του γονιού για το παιδί ως «μουσειακό έκθεμα» απαντάται με ένα αυτοσχέδιο σαρκαστικό παιδικό τραγουδάκι σαν αυτά που σκαρώνουν επί τόπου τα παιδάκια για να περιγράψουν πως νοιώθουν εκείνη ακριβώς τη στιγμή και τι επιθυμούν για το μέλλον. Λογάκια φαινομενικά ανούσια που σπάνε κόκαλα με την ειλικρίνειά τους.

Στην εκδοχή της Κιτσοπούλου η Κοκκινοσκουφίτσα έχει αδελφό, τον ερωτύλο Κώστα o οποίος επιθυμεί διακαώς να πάρει τη θέση της και το πράττει ντυμένος τραβεστί ενώ ο κυνηγός είναι ένας σεξιστής, επιδειξιομανής «βλάχος» που χρησιμοποιεί τεχνηέντως γαλλικές λέξεις όπως générique, normalité, mot à mot και με όρους αρχαίας τραγωδίας προοικονομεί μέρος των όσων θα ακολουθήσουν.

kokinoskoufitsa_A_014_gal.jpg

Το παραμύθι είναι ψέμα, ο λύκος είναι ψεύτικος και δάσος δεν υπάρχει εκτός κι αν γίνει ένα θαύμα που θα εισακουστεί από ποιόν; Το ερώτημα είναι θεολογικό και δεν μπορεί να απαντηθεί με συμβατικούς όρους, πάντως το θαύμα γίνεται και το δάσος εμφανίζεται ως θαύμα αποκαθήλωσης-διάψευσης του ίδιου του παραμυθιού. Η πραγματοποίηση του θαύματος ως ανατροπή έχει βαρύ τίμημα κι επισύρει ένα φόνο (η Κοκκινοσκουφίτσα σκοτώνει τον λύκο) και τις απανωτές αυτοκτονίες των υπολοίπων χαρακτήρων (πλην της ταξιθέτριας που έχει αυτοκτονήσει προκαταβολικά από την έναρξη και σύρεται στη σκηνή). «Μουσικό χαλί» στον θανατηφόρο επίλογο ο παρατεταμένος αυνανισμός του «βλάχου» κυνηγού. Το κόκκινο χρώμα μονοπωλεί με τη ροή άφθονου αίματος στα όρια του σπλάτερ.

Η χρήση παροιμιών, λαϊκών ασμάτων, η δεισιδαιμονία, η ιδιότυπη «ελληνική ταυτότητα», η παρέλαση ηρώων ex absentia από άλλα παραμύθια και η αντιπαραβολή με τη γνήσια ελληνική λαϊκή παράδοση (Αδελφοί Γκριμ vs Δόμνα Σαμίου) συνθέτει ένα λόγο με ειδικό βάρος, και συγκεκριμένη σφραγίδα. Για κάποιους ενδέχεται να είναι ενοχλητικός γιατί είναι αψύς, κατάμουτρος, χωρίς ωραιοποιήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ασκείται κριτική και προς τον όποιο κριτικό θεάτρου με την εύστοχη απορία του πώς κάποιος που δεν έχει περάσει από τη διαδικασία της θεατρικής πράξης εντέλλεται να την κρίνει. Προσωπικά δεν βρίσκω τίποτα το «αιρετικό», αισιοδοξώ που υπάρχει και ξεχωρίζω την εμπνευσμένη φράση από το κείμενο: «Επαλήθευση είναι το θέατρο, πρόβα, ξανά πρόβα».

-Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε η Λένα Κιτσοπούλου στην Μιράντα Ιωάννου.

*Η παράσταση ξεκίνησε στις 14 Μαΐου, έχει πάρει παράταση έως την 1η Ιουνίου και είναι sold out.

Κείμενο και Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου, Σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου Β’ ,βοηθός σκηνοθέτη: Χρήστος Χριστόπουλος, Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Ναταλία Λάτση, Εκτέλεση Παραγωγής: Polyplanity Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου.

Παίζουν: Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Γιάννος Περλέγκας, Έμιλυ Κολιανδρή, Νεφέλη Μαϊστράλη, Λένα Κιτσοπούλου