Οι εξελίξεις στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής είναι διαρκείς και ενδιαφέρουσες. Με φόντο την πρόσφατη ανεξαρτητοποίηση του βουλευτή της Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλου, τη συζήτηση για την άρση της βουλευτικής ασυλίας σε εξέλιξη και φυσικά τη δικαστική διερεύνηση της όλης υπόθεσης να συνεχίζεται με την ίδια ένταση, συναντήσαμε τον Κωστή Παπαϊωάννου, συγγραφέα του βιβλίου Τα «καθαρά χέρια» της Χρυσής Αυγής, προκειμένου να μας απαντήσει σε ορισμένες εύλογες απορίες.

_DSC4390

«Χρυσή Αυγή για να ξεβρωμίσει ο τόπος». Ποια είναι η προσωπικότητα των ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται «καθαροί» και θεωρούν ότι μπορούν να μας υποδείξουν τι είναι «βρώμικο» και τι όχι; Το σύνθημα αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη του νεοναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Δύο ήταν τα σημεία που θεωρώ ότι έδωσαν μεγάλη ώθηση στην Χ.Α. Αρχικά το σύνθημα «έξω οι ξένοι» που εξέφραζε την προσπάθεια οικειοποίησης ενός διάχυτου, στην ελληνική κοινωνία, αισθήματος ξενοφοβίας. Το σύνθημα αυτό τους έδωσε μια πρώτη επαφή με ευρύτερες μάζες και τους έκανε περισσότερο αναγνωρίσιμους. Το δεύτερο σημείο είναι αυτό που προέκυψε την περίοδο της ακραίας λιτότητας και του μνημονίου, που ακόμη διανύουμε, με το σύνθημα να «ξεβρωμίσει ο τόπος». Με αυτό επεξέτειναν τη λογική της καθαρότητας σε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό το σύνθημα κλείνει το μάτι, όχι μόνο σε μια θετική πρόσληψη που έχει η ελληνική κοινωνία για την εθνική και φυλετική καθαρότητα, αλλά περνάει στο επίπεδο της ηθικής και πολιτικής ζωής. Έτσι Χ.Α. προσπάθησε να δηλώσει ότι επιδιώκει να εκπροσωπήσει το αίτημα της κάθαρσης, την καταπολέμησης της διαφθοράς, της κλεπτοκρατίας κλπ. Το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τον ρόλο τους, επιβεβαιώνει τη σχέση τους με την αυθεντική και γνήσια μήτρα του ναζισμού, την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Στηρίζονται δηλαδή στην έννοια της ομάδας στο εσωτερικό της κοινότητας, μιας ομάδας που αυτοχρίζεται ο προστάτης, ο σωτήρας, ο γιατρός του έθνους που θα το διαφυλάξει από λοιμώξεις, απειλές και κινδύνους. Άρα θέλουν να παρουσιάζονται ως οι αυτόκλητοι τιμωροί και προστάτες της ηθικής μας και της εθνικής μας καθαρότητας.

Έχει αποδειχτεί όμως ότι αρκετά μέλη της Χ.Α. είναι ξένοι που ζουν στην Ελλάδα, Αλβανοί επί το πλείστον, ενώ άλλα μέλη της είναι παντρεμένα με ξένους. Αυτό δεν δηλώνει μια έλλειψη συνέπειας, τουλάχιστον, ως προς την ιδεολογία τους; Είναι όντως ο ξένος που τους φταίει ή είναι ο φτωχός ξένος; Αυτό θυμίζει ένα από τα ανέκδοτα της ιστορίας όταν προσπαθούσαν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας να αποκρύψουν περιπτώσεις δικών τους μελών που είχαν μεικτούς γάμους με Εβραίες. Από εκεί και πέρα επιβεβαιώνεται ότι είναι ισχυρό το ταξικό στοιχείο. Να φέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ποτέ η Χ.Α. δεν καταφέρθηκε εναντίον ενός Εμίρη του Κατάρ που θέλει να κάνει επένδυση στην Ελλάδα, παρ’ ότι, για να πάμε και σε άλλο σημείο αιχμής που είναι η ισλαμοφοβία, ο εμίρης μιας τέτοιας χώρας αντιπροσωπεύει την πιο σκληρή εκδοχή του Ισλάμ, αυτή που έχει μεγάλη αντίθεση με τον κυρίαρχο πολιτισμό, πρότυπο στη χώρα μας. Άρα υπάρχει η έννοια της φυλετικής καθαρότητας διαρκώς αλλά το υπόβαθρο είναι ταξικό και ιδεολογικό.

Παρά τις αποκαλύψεις, τις συλλήψεις του Σεπτεμβρίου και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το ποσοστό της Χ.Α. δεν έχει πέσει δραματικά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Προφανώς αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί τους πάντες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι πλέον υπάρχει ένα σεβαστό μέρος του κοινωνικού σώματος που έχει δημιουργήσει μαζί τους δεσμούς, με μόνιμα χαρακτηριστικά. Το φαινόμενο δεν είναι παροδικό και μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο, μπορεί να αλλάξει προσωπείο αλλά αυτή η σχέση θα μείνει, σε έναν βαθμό, αδιατάρακτη. Αυτή η προοπτική βέβαια δεν καλύπτει ολόκληρο το ποσοστό που εμφανίζεται τώρα στις δημοσκοπήσεις. Αν αναζητήσουμε τα αίτια θα έλεγα ότι είναι μια μίξη όλων αυτών που περνάνε από το μυαλό μας. Πιο συγκεκριμένα: α) τα στοιχεία της ξενοφοβίας και του ρατσισμού που έχουν δομική παρουσία στην ελληνική κοινωνία και στην διοίκηση και β) η κρίση των θεσμών η οποία είναι τεράστια και έχει πολύ βαθιές ρίζες. Πιστεύω ότι στο βαθμό που το πολιτικό σύστημα αυτή τη στιγμή αυτοαναλώνεται, δηλαδή όποιος πλησιάζει τη διακυβέρνηση καίγεται, σχήματα που προβάλλουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά βγαίνουν κερδισμένα. Επίσης υπάρχουν ιστορικοί λόγοι. Στη χώρα μας υπάρχει μια παράδοση ακροδεξιάς η οποία γυρνάει αρκετές δεκαετίες πίσω, στον εμφύλιο, τον δοσιλογισμό, τη δικτατορία. Αυτός ο κόσμος και οι πολιτικοί του απόγονοι, σε άλλες περιόδους διαχέονταν μέσα σε μεγαλύτερα εκλογικά σχήματα, χάνονταν και δεν είχαν τόσο εμφανή παρουσία. Όμως σε περιόδους κρίσης έρχονται στην επιφάνεια. Και μια οξεία περίοδος κρίσης είναι αυτή που ζούμε σήμερα.

Η πολιτική των κυβερνητικών κομμάτων έχει υποθάλψει το φαινόμενο της Χ.Α.; Υπήρξε κατά καιρούς μια μετατόπιση των κεντρικών πυλώνων του πολιτικού προσωπικού και των πολιτικών σχηματισμών προς τη ρητορική της άκρας δεξιάς. Έπεσαν θύματα της πλάνης που λέει ότι όταν κάποιος υιοθετήσει τη ρητορική της ακροδεξιάς θα πάρει τις ψήφους της, παρ’ ότι αυτό δεν έχει αποδειχτεί ποτέ. Υπάρχει και μια αίσθηση ευθύνης άλλης λογής, που διαχέεται οριζόντια στο πολιτικό σκηνικό. Αναφέρομαι στην αμηχανία που δείχνει, ακόμη και σήμερα, ένα κομμάτι της αριστεράς στην ανάγκη να υπάρξει ένα αποφασιστικό μέτωπο απέναντι στη Χ.Α. Το βλέπει κανείς ακόμη και στη συζήτηση που γίνεται για την άρση της ασυλίας. Όταν η δικαιοσύνη ζητάει να δικάσει κάποιους ανθρώπους πρέπει να είναι αυτονόητη η θετική ανταπόκριση της βουλής, δεν μπορεί κανείς για τέτοια βαριά εγκλήματα να επικαλείται τη βουλευτική ασυλία. Εν τούτοις βλέπουμε και την υποκρισία των βουλευτών της Χ.Α., που σε άλλες περιπτώσεις κατήγγειλαν την ύπαρξη της βουλευτικής ασυλίας αλλά τώρα κρύβονται πίσω από αυτήν και παράλληλα διαπιστώνουμε ότι κομμάτια άλλων πολιτικών σχηματισμών δείχνουν μια απροθυμία. Εκεί καταλαβαίνει κανείς ότι το πρόβλημα είναι αρκετά πιο βαθύ από ό,τι νομίζει.

Τι έγινε τον Σεπτέμβριο του ’13 και πραγματοποιήθηκαν οι συλλήψεις; Έστω και αργά λειτούργησαν τα αντανακλαστικά της δικαιοσύνης ή το πολιτικό σύστημα ένιωσε να απειλείται και θεώρησε ότι οι άνθρωποι αυτοί γίνονται πιο επικίνδυνοι από όσο μπορεί το σύστημα να αντέξει; Και τα δύο. Υπήρξε η αίσθηση ότι κάπου εκεί χάθηκε ο έλεγχος. Και υπήρξε και κάποια αφύπνιση της τελευταίας στιγμής. Δεν έχουμε μιλήσει άλλωστε για τις ευθύνες της δικαιοσύνης. Ακόμη και το Σεπτέμβριο χρειάστηκε ένα νεύμα της πολιτικής εξουσίας για να κινηθεί η δικαιοσύνη παρ’ όλο που οι φάκελοι που έστειλε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη στη εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν ήταν άγνωστες υποθέσεις. Εμείς στο Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας τις είχαμε καταγράψει και δημοσιοποιήσει. Όσον αφορά το Σεπτέμβριο, η κλιμάκωση της έντασης την οποία συστηματικά επιδίωξε η Χ.Α. το αμέσως προηγούμενο διάστημα, θορύβησε αρκετά. Αν γυρίσει κανείς λίγες εβδομάδες πίσω, θα δει ότι υπήρξε μια αλληλουχία γεγονότων. Αρχικά ήταν η επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, μέσα δηλαδή στην καρδιά μιας περιοχής που παραδοσιακά ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι παρουσίες τους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και η προσπάθεια τους για να σπάσει η συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργατών εκεί. Αμέσως μετά κινήθηκαν στην ακριβώς αντίπερα όχθη. Πήγαν στο Μελιγαλά όπου είναι η κοιτίδα της νεότερης ελληνικής δεξιάς, ένας εμβληματικός χώρος για τη συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα και επίσης με συμβολικό τρόπο επιδίωξαν να εκτοπίσουν από εκεί τους παράγοντες του συντηρητικού χώρου. Το τελευταίο σκαλοπάτι ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Μπορεί κάποιος να κάνει διάφορες εικασίες για το κατά πόσο αυτοί είχαν συνυπολογίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης. Γεγονός είναι ότι με τη δολοφονία ενός Έλληνα, είχαν προηγηθεί αρκετές μεταναστών, ξεπεράστηκε μια κόκκινη γραμμή. Αλλά ακόμη και τώρα που έχει περάσει τόσος καιρός και έχει προχωρήσει η ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, εγώ θεωρώ ότι είμαστε στην αρχή της ιστορίας, δεν είμαστε στο τέλος όπως αυταπατώνται πολλοί να πιστεύουν.

Υπό ποία έννοια είμαστε ακόμη στην αρχή; Διότι τίποτα ακόμη δεν έχει κριθεί. Είναι ένα θέμα η ποινική διερεύνηση και η τιμωρία των υπευθύνων, εφόσον προκύψουν ποινικές ευθύνες πάντοτε με σεβασμό προς τους κανόνες του κράτους δικαίου, και είναι ένα άλλο ζήτημα η πολιτική και κοινωνική αντιμετώπιση της ναζιστικής δεξιάς. Εκεί έχουμε πολλά να κάνουμε κυρίως στο επίπεδο της θεσμικής θωράκισης. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Ακόμη και τώρα που έχουν ανοιχτεί τόσες δικογραφίες για ρατσιστικά εγκλήματα, που έχουν κινηθεί επιτέλους οι Μονάδες Καταπολέμησης Ρατσιστικού Εγκλήματος της αστυνομίας και ζητάνε και από το Δίκτυο στοιχεία για αυτές τις υποθέσεις, ακόμη και σήμερα δεν έχει προβλεφθεί προστασία για τα θύματα ρατσιστικών υποθέσεων εάν δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα. Δηλαδή ένας άνθρωπος που δέχτηκε δολοφονική επίθεση δεν μπορεί να πάει να την καταγγείλει εάν είναι παράτυπος μετανάστης γιατί κινδυνεύει με σύλληψη και απέλαση. Μια ευνομούμενη πολιτεία δεν μπορεί να αφήνει τόσο εκτεθειμένα τα θύματα ρατσιστικής βίας. Είναι σαν να αφήνεται ένα μεγάλο μέρος αυτής της εγκληματικότητας σε μια γκρίζα ζώνη διότι όταν δεν προστατεύεις τα θύματα, τα θύματα δεν μιλάνε. Όταν δεν έχεις θύματα, δεν έχεις δικαστική διερεύνηση. Και σε αρκετές από τις σοβαρές υποθέσεις τα θύματα, για προφανείς λόγους, ήταν μετανάστες χωρίς χαρτιά.

Στην επόμενη σελίδα: Χρυσή Αυγή, Εκκλησία, στρατός και σχολεία.