ÓÕÍÔÁÃÌÁ ÓÕÍÅÔÅÕÎÇ ÔÕÐÏÕ ÅÐÉÆÙÍÔÅÓ ÍÁÕÁÃÉÏ ÖÁÑÌÁÊÏÍÇÓÉ ÌÅÔÁÍÁÓÔÇÓ  Ìï÷Üìáíô ÖáíôÜì
Στην Ελλάδα η έξαρση του ρατσισμού και των ξενοφοβικών εκδηλώσεων έγινε αισθητή, και κατά κάποιο τρόπο παγιώθηκε, παράλληλα με την οικονομική κρίση. Αυτό βέβαια μικρή εντύπωση προξενεί, αφού ιστορικά στο πέρασμα των χρόνων έχει αποδειχθεί, αλλά και με κοινωνιολογικούς όρους αναλυθεί, ότι η μακροπρόθεσμη οικονομική δυσπραγία ευνοεί και προωθεί την εμφάνιση ακροδεξιών μορφωμάτων ή την ενδυνάμωση των υπαρχόντων. Οι μειονότητες με πρώτη αυτή των μεταναστών, γίνονται το βασικό πεδίο εκτόνωσης συσσωρευμένου μίσους από την απόγνωση που προκαλεί η φτώχεια. Στο πρόσωπό τους «ξαφνικά», βρίσκονται όλες οι αιτίες του οικονομικού τέλματος και του κοινωνικού αδιεξόδου. Στην ελληνική πραγματικότητα, ακριβώς σε αυτό το πεδίο, κέρδισε έδαφος η δράση της Χρυσής Αυγής. Με απλούς όρους, πρόσφερε άμεσες-αυθαίρετες- «λύσεις», χωρίς τη χρονοτριβή που απαιτεί το πολιτικό σύστημα για να λάβει αποφάσεις και χωρίς τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις.

Ενοχλεί η αυξημένη εμφάνιση των μεταναστών σε συγκεκριμένες γειτονιές; Μερικά τάγματα εφόδου αρκούν, για να «καθαρίσει» η περιοχή. Η δουλειά έχει γίνει. Ξέπλυμα με βρώμικο νερό βέβαια, αλλά για τους Έλληνες διαμαρτυρόμενους κατοίκους, αρκεί το (ξε)καθάρισμα να είναι αποτελεσματικό. Ακόμη, όμως κι όταν δεν ενοχλεί η εμφάνιση (και στην κυριολεξία) των μεταναστών, φταίνε και πάλι γιατί υποκαθιστούν τους Έλληνες στην αγορά εργασίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι κατά βάθος οι Έλληνες επωφθαλμιούν τις δουλειές των μεταναστών και τους ανταγωνίζονται καθημερινά στις συνεντεύξεις για υποψηφίους εργαζομένους στους προθαλάμους αναμονής.

Κι αν στην Ελλάδα έχουμε κυρίως «τραγικής ποιότητας» μετανάστες, στην υπόλοιπη Ευρώπη, που είναι από καλύτερη πάστα και κατά βάση Ευρωπαίοι, το θέμα του μεταναστευτικού έχει λάβει εξίσου μεγάλες διαστάσεις-όπως και η ξενοφοβία που απορρέει από αυτό. Ήδη η Ελβετία, σε δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 9 Φεβρουαρίου με πρωτοβουλία του ακροδεξιού ελβετικού κόμματος SVP του Κρίστοφ Μπλόχερ, ψήφισε με ένα οριακό 50,3 % υπέρ στο τέλος της μαζικής μετανάστευσης. Στην Ελβετία σίγουρα η ενδυνάμωση του ξενοφοβικού λόγου δε συνδέεται άμεσα με την οικονομική της κατάσταση όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Η οικονομικοκοινωνική κρίση όμως στην Ευρώπη, έχει αντίκτυπο στο χειρισμό των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Η Ελβετία αν και δεν ανήκει στην ΕΕ, έχει συνάψει 7 διμερείς συμφωνίες με την τελευταία, μια από τις οποίες είναι και η συμφωνία για την ελεύθερη διακίνηση προσώπων. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει πράγματι πρόβλημα σε μια χώρα όπου αν και αρκούντως πλούσια, κατέχει 28% σε ξένο εργατικό δυναμικό, κατά κύριο λόγο στις μεγάλες βιομηχανίες της και έχει ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά της Ευρώπης. Προφανώς δύσκολα θα διατηρηθούν τα προνόμιά της στην ευρωπαϊκή αγορά με την παρεμπόδιση της ελεύθερης  διαμονής και εργασίας Ευρωπαίων πολιτών στην επικράτειά της.

Παρ’όλα αυτά, η Ελβετία φαίνεται να κάνει μόνο την αρχή αφού με πρόσφατο δημοσίευμα του BBC, προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζονται Βρετανία, Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία και Νορβηγία. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη Βρετανία, ο πρωθυπουργός της, Ντέιβιντ Κάμερον, έχει δεσμευτεί για δημοψήφισμα το 2015 εφόσον επανεκλεγεί με θέμα την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ, ενώ ήδη έχει εισηγηθεί την περιστολή της ελεύθερης διακίνησης κυρίως στα πλαίσια του δικαιώματος εργασίας στην ΕΕ που απέκτησαν πρόσφαρα Ρουμάνοι και Βούλγαροι υπήκοοι.

Ακόμη όμως κι αν η Ελβετία με το δημοψήφισμα, προωθήσει τροποποιήσεις στην εισροή πάσης φύσεως μεταναστών, για τις χώρες της ΕΕ το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο, αφού η ελεύθερη κυκλοφορία και εργασία των μελών της στους κόλπους της Ένωσης, αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της σύστασής της.

Όλα τα παραπάνω, καταδεικνύουν ότι η ΕΕ συλλήβδην βρίσκεται σε κρίση. Τόσο ως θεσμός, όσο και ως οικονομική ένωση. Αλυσιδωτές συνέπειες κοινών προβλημάτων. Μια τέτοια διαπίστωση φυσικά δεν είναι διόλου καινοφανής, τα κοινωνικά θέματα όμως που αναφύονται, όπως και το μέλλον των σχέσεων έχουν φτάσει ίσως σε οριακό σημείο αντιμετώπισης. Ριζική αναμόρφωση του τοπίου όπως το ξέρουμε ως τώρα ή διατήρηση των υπαρχουσών δομών με κάθε κόστος, είναι το ερώτημα που ακολουθεί και που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα απαντηθεί προσεχώς.