Eίμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένα
και της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα.
Oι καλές οι μοίρες κι οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα,
σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νιώθω ανατριχίλα.

Eίμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Γέννημα και θρέμμα στην ψυχή μου μέσα το κακό φωλιάζει.
Kαι ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δεν προσμένω.
Aψηλό κι ωραίο στήνω το κορμί μου κι άλλο δε μου μοιάζει.
Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στ’ άστρα, θάμαι πεθαμένο.