Μοναξιά
είναι να κάθεσαι σε μια γωνιά
στα έβερεστ της Πειραιώς
τέσσερις και τριάντα πέντε ακριβώς
τη μέρα που πέθανε ο Χατζησάββας
δεν υπάρχει ψυχή
θλιμμένη μια υπάλληλος σφουγγαρίζει
φορώντας τον σκούφο του άη βασίλη
σημασία δε μου δίνει
κι ας έχω το δίκιο με το μέρος μου
όπως το έχουν όλοι οι μόνοι

μα τι να το κάνω
όταν πρέπει να υπάρξω τούτη τη στιγμή
να υποδυθώ τον άνθρωπο
– τριγύρω τόσο φως για έναν μόνο –
και μ’ έναν ελιγμό
επικεντρώνομαι στην τηλεόραση με τέτοιο ζήλο
θαρρείς πως ήμουν χρόνια οπαδός του γυναικείου μπάσκετ

παίζουν οι Φοίνιξ Σανς με τη Μινεζότα
τελευταία δευτερόλεπτα του αγώνα
κατάμεστο το γήπεδο
γίνεται φάουλ στη Lindsay Whalen
κυλιέται το κορμί της στο παρκέ
έξω ακούγεται σειρήνα ασθενοφόρου|
μα η Lindsay Whalen σηκώνεται|
είναι γενναία
και πάει στη γραμμή των βολών
πρέπει να είναι τελικός
η Lindsay Whalen βάζει την πρώτη
επικρατεί πανζουρλισμός
μου ξεφεύγει ένα «μπράβο Lindsay»
η τηλεόραση δεν έχει φωνή
ακούω το σκούφο της υπαλλήλου να κουδουνίζει
πρέπει να γύρισε να κοιτάξει
δε με αφορά
εγώ έχω ποντάρει τη ζωή μου πάνω στη Lindsay Whalen
αν βάλει τη βολή ισοφαρίζουμε
έτοιμος είμαι να πανηγυρίσω|
μα η Lindsay Whalen αστοχεί
κι ο κόσμος μου καταρρέει

η μπάλα βρίσκει το στεφάνι άτσαλα
κι εξοστρακίζεται
πηδάει απ’ την οθόνη
τώρα παγωμένος παρακολουθώ
να κυλάει το κρανίο μου στο πάτωμα
και να με προσπερνάει αργά αργά
μέχρι που πάει και σφηνώνει
κάτω από το κίτρινο caution της υπαλλήλου
που φορούσε το σκούφο του άη βασίλη
τη μέρα που πέθανε ο Χατζησάββας.