φωτογραφία

Στην ταινία Το πρόσωπο της ομίχλης (In the fog) του Σεργκέι Λόζνιτσα, το 1942 κάπου στις αχανής εκτάσεις της Λευκορωσίας, ο Σισένια συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τρεις από τις γερμανικές αρχές κατοχής, κατηγορούμενοι για σαμποτάζ στις σιδηροδρομικές γραμμές. Θες από καπρίτσιο, θες από καθαρή χαιρεκακία ο Γερμανός αξιωματικός που ανακρίνει τους συλληφθέντες ενώ θα στείλει τους υπόλοιπους στην αγχόνη, θα ελευθερώσει τον Σισένια γνωρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να τον βαφτίζει καταδότη. Πράγματι μετά από δύο μέρες οι αντάρτες θα τον αναζητήσουν για να τον εκτελέσουν. Σε μια σκηνή της ταινίας ο Σισένια αναρωτιέται: «Αλλάζουν στα αλήθεια οι άνθρωποι τόσο γρήγορα; Μπορεί να μας αλλάξει ο πόλεμος σε τέτοιο βαθμό;» για να καταλήξει ότι «οι άνθρωποι είναι ασταθείς από τη φύση τους. Ειδικά όταν θέλουν να επιβιώσουν».

Το τέλος του Μεγάλου πολέμου ήταν η αρχή της Σοβιετικής Ένωσης από τη μία, που γεννήθηκε μέσα στην ελπίδα για να οδηγηθεί στη συνέχεια στον εφιάλτη και επίσης η αρχή μιας διαδικασίας που θα έφερνε στην εξουσία το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στην Γερμανία το 1933. Και τα δύο καθεστώτα πολύ πριν την θανάσιμη σύγκρουση τους στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, θα θέσουν ή θα προσπαθήσουν να θέσουν κάτω από τον πλήρη έλεγχο τους κάθε διαφωνία και αντιπολιτευτική φωνή στο εσωτερικό τους. Και τα δύο καθεστώτα με φυλακίσεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις θα σκορπίσουν τον τρόμο, θα ελέγξουν κάθε σκέψη, την καθημερινότητα, την καλλιτεχνική δημιουργία και την επιστήμη. Ο Βόλμαν αναλαμβάνει να φτιάξει ένα ψηφιδωτό από ανθρώπινες ιστορίες ξεκινώντας από την Γερμανία της Βαϊμάρης και του Γ’ Ράϊχ έως Ρωσία του Λένιν και την Ε.Σ.Σ.Δ. του Στάλιν. Οι ιστορίες των προσώπων αυτών υπήρξαν μέρος της ιστορίας αυτής της περιόδου, την διαμόρφωσαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, αλλά και κατά κάποιο τρόπο υπήρξαν θύματα της.

Έτσι μαθαίνουμε για την Φάνια Κάπλαν, σοσιαλεπαναστάτρια επίδοξη δολοφόνο του Λένιν το 1918. Θα της φυτέψουν μια σφαίρα στον αυχένα στο προαύλιο μιας φυλακής. Στην κόκκινη τρομοκρατία που θα ξεκινήσει μετά, 6.000 ύποπτοι θα εκτελεστούν χωρίς δίκη. Συναντούμε την Ναντέζτα Κρούπκαγια , την αφοσιωμένη υπομονετική γυναίκα του Λένιν. Αφοσιωμένη επίσης κα στην εκπαίδευση των παιδιών θα πεθάνει το 1939 τιμητικά απομονωμένη από τον πατερούλη Στάλιν. Στο κεφάλαιο «Γυναίκα με νεκρό παιδί» θα αναγνωρίσουμε την γερμανίδα Κέτε Κόλβιτς ζωγράφο, λιθογράφο και γλύπτρια. Θέματα του έργου της ήταν κυρίως οι φτωχοί άνθρωποι, η μητρότητα και ο θάνατος. Ο θάνατος που της είχε ήδη στερήσει ένα γιο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο θάνατος που τριγυρνούσε τριγύρω της  στο Βερολίνο την δεκαετία του 30, ο θάνατος που θα έρθει τελικά μαζικά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Αυτό που μας ενώνει εδώ και τώρα στην Ευρώπη, αυτό που κάνει την μοίρα μας κοινή στο παρόν και στο αβέβαιο μέλλον δεν είναι κάποιο νόμισμα, δεν είναι κάποιοι πολιτικοί θεσμοί ή  ένα απλά σχέδιο οικονομικής ευμάρειας, αλλά εκείνες οι πολεμικές και πολιτικές τραγωδίες που υπήρξαν κοινές για όλη την ήπειρο.

«..Στο τέλος, η τέχνη της παραγκωνίστηκε και στις δύο πλευρές. Το θέμα μιας μάνας χτυπημένης από τον πόνο που κρατάει το νεκρό παιδί της είναι μια χαρά, αλλά ίσως παραείναι οικουμενικό ή, όπως θα έλεγε ο σύντροφος Στάλιν, λάθος. Γιατί για πόσο μπορούν να εξυπηρετηθούν οι σκοποί μας όταν υπαινισσόμαστε ότι όλοι, ακόμη και ο ίδιος ο εχθρός, θρηνούν πάνω από νεκρά παιδιά;…. Αυτή είναι η ρωσική άποψη. Από την άλλη, απλώς πρέπει να παραθέσουμε το ρητό του φίρερ μας, ότι οι Γερμανοί (αυτό είναι το ουσιαστικό) θα πρέπει να συστήσουν μεταξύ τους μια κοινωνία κλειστή σαν φρούριο…».

Μοιραζόμαστε τη βουβή απόγνωση της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα μέσα από τα μάτια και τα αυτιά ενός χαφιέ της Νιγκαβέντε. Όταν θα συλλάβουν τον γιό της κάπου στα 1938, κάθε μέρα επί δεκαεπτά μήνες θα περιμένει στην ουρά έξω από την φυλακή μαζί με εκατοντάδες μάνες με την ελπίδα να παραδώσει ένα δέμα για αυτόν, να μάθει κάποιο νέο, να ικετέψει για την ζωή του. Εκείνες τις μέρες θα γεννηθεί και το Ρέκβιεμ, η καλύτερη ποιητική συλλογή της. Δεν θα γραφτεί ποτέ, θα απομνημονεύεται κομμάτι κομμάτι από φίλους της σαν μυστικό κρυμμένο στην μνήμη με την ελπίδα να ταξιδέψει και να επιζήσει στο χρόνο. Πιο τυχερός ίσως ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, μιας και οι νότες δεν είναι λέξεις, ωστόσο αυτός ο εύθραυστος μικρόσωμος άνδρας με γυαλιά θα γνωρίσει τον θρίαμβο για το έργο του (ένας απο τους σημαντικότερους συνθέτες του εικοστού αιώνα) αλλά και τη δυσμένεια του Στάλιν τουλάχιστον δύο φορές, θα τολμήσει να μην γραφτεί στο Κόμμα, θα δει συνεργάτες του και φίλους του να εκτοπίζονται και να εκτελούνται. Ίσως όχι και τόσο τυχερός όμως, αφού μπορούμε μέσα από αυτόν να γνωρίσουμε λίγο από την φρίκη της πολιορκίας του Λένιγκραντ εκείνους ακριβώς τους μήνες που έγραφε την περίφημη έβδομη συμφωνία του.

«Όταν  κατέβηκε από τη στέγη του Ωδείου, τόσο εξουθενωμένος από την κούραση και την πείνα που ήταν σχεδόν μισότυφλος, ένα παιδί τον άρπαξε από το χέρι και του είπε κλαψουρίζοντας ότι δεν είχε τη δύναμη που χρειαζόταν για να γυρίσει στο σπίτι. Μην ανησυχείς, μην ανησυχείς, αποκρίθηκε ο Σοστακόβιτς. Από την τσέπη του έβγαλε ένα ξεροκόμματο. Αργότερα ένιωσε ένοχος, επειδή θα έπρεπε να το είχε φυλάξει για τα δικά του παιδιά… Τον Οκτώβριο, το μήνα των υγρών ανέμων που βαραίνουν το βήχα ενός άρρωστου ανθρώπου, οι φασίστες βομβάρδιζαν ακριβώς στις εφτά κάθε απόγευμα. Όπως ο Σοστακόβιτς, έτσι κι εκείνοι λάτρευαν την ακρίβεια. Ο Οκτώβριος ήταν ο μήνας που τελείωσαν οι πατάτες. Το Νοέμβριο πια οι άνθρωποι άρχισαν να τρέφονται με ένα ζελέ φτιαγμένο από δερμάτινα λουριά. Ο Οκτώβριος ήταν απλά ένα πρελούδιο για την εποχή των λευκών πλατιών λεωφόρων που γλιστρούσαν από τον πατημένο πάγο, όταν οι άντρες τυλίγονταν με κασκόλ και καπέλα, οι γυναίκες με εσάρπες και κουκούλες, κι όλοι έμοιαζαν πιο πολύ με αρκούδες παρά με ανθρώπους, ενώ σε όλο το Λένινγκραντ άρχισαν να σχηματίζονται σωροί με πτώματα… Οι άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει ήδη να τρώνε σκύλους, γάτες. Πειραματόζωα από τα εργαστήρια. Μια τρελή γυναίκα διέδωσε τη φήμη ότι οι βόμβες βραδείας ανάφλεξης των Γερμανών ήταν γεμάτες ζάχαρη, και δεκάδες άνθρωποι πέθαναν προσπαθώντας να το διαπιστώσουν. Το πρωί έπιασε την Νίνα στο μπάνιο να πίνει υγρή μπριγιαντίνη. Εκείνη τη μέρα ήταν πιο ηλιόλουστη και, όταν άρχισε το μπαράζ, μπορούσε να διακρίνει τα σκούρα πλήθη στην άλλη πλευρά του δρόμου, την ασφαλή πλευρά, όπου οι προσόψεις των κτιρίων είχαν παράθυρα και ήταν λευκές. Όλα ήταν μαύρα και άσπρα, σαν πλήκτρα πιάνου, σαν ένα ντυμένο πτώμα μισοθαμμένο στο χιόνι… »

Οι άνθρωποι παρά την φρίκη που τους περικυκλώνει συνεχίζουν μέσα από ένα πείσμα που εκπλήσσει να ερωτεύονται,  να είναι μητέρες και ερωμένες, πατέρες και σύζυγοι, να κάνουν συμβιβασμούς και να υπομένουν ζώντας δίπλα στην καθημερινή πιθανότητα του θανάτου και της εξορίας, με ψευδαισθήσεις πολλές φορές, με το φόβο άλλες. Και πάνω από όλους βρίσκονται ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ (Χίτλερ) και ο ΡΕΑΛΙΣΤΗΣ (Στάλιν) οι οποίοι κινούν τα νήματα στις μαριονέτες σε μια πορεία τρόμου. Επιχείρηση Ράινχαρντ, επιχείρηση Μαγική φωτιά, επιχείρηση Ακρόπολη και Μπαρμπαρόσα, οι στρατοί ορμάνε σε όλες τις γωνιές τις Ευρώπης  αφήνοντας πίσω τους ερείπια και την πείνα. Τους διοικούν στρατηγοί όπως ο φον Πάουλους ο τελευταίος Στρατάρχης που θα υπογράψει την παράδοση, της ότι είχε απομείνει στρατιάς του στο Στάλιγκραντ, με το άδειο βλέμμα του ηττημένου, βλέμμα που δεν θα αλλάξει μέχρι να πεθάνει χρόνια μετά δουλεύοντας σε μια μεσαία γραφειοκρατική θέση στη «…στην υπηρεσία του λαού», στο καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Ηγέτες σαν τον στρατηγό Βλασόφ που θα αλλάξει στρατιές και στρατόπεδα δύο φορές και που θα πεθάνει σαν προδότης και προδομένος. Ή σαν μια ιδιότροπη αντιστροφή μαθαίνουμε για τον Κούρτ Γκέρσταϊν που πια προδίδει τα SS για να μην προδώσει την συνείδηση του κάνοντας γνωστό το ολοκαύτωμα στην Καθολική εκκλησία αντίθετα με την φράου Λάνγκε, την «κόκκινη λαιμητόμο» που συνείδηση, σκοπός και μέσα ενός γραφειοκρατικού συστήματος του οποίου ήταν μέλος, ήταν πλήρη ευθυγραμμισμένα.

Μικρές και μεγάλες ιστορίες, αντιθέσεις και ομοιότητες, συμμετρικές διαδρομές, οι ιστορίες του Βόλμαν επισημαίνουν και σταδιακά αποκαθιστούν την ευρωπαϊκή ανθρώπινη τραγωδία όπως μόνο ένας τρίτος μπορεί να γράψει για αυτήν χωρίς το βάρος της μνήμης, χωρίς το βάρος της δικαιολογίας ή της απολογίας. Και μπορούμε να αντιληφθούμε, σαν εντύπωση στην αρχή, σαν αποκάλυψη λίγο τερατώδη στη συνέχεια ότι αυτό που μας ενώνει εμάς εδώ και τώρα στην Ευρώπη, αυτό που κάνει την μοίρα μας κοινή στο παρόν και στο αβέβαιο μέλλον δεν είναι κάποιο νόμισμα, δεν είναι κάποιοι πολιτικοί θεσμοί, ή  ένα απλά σχέδιο οικονομικής ευμάρειας. Αυτό που ενώνει και συνδέει τους ευρωπαίους είναι η τραγωδία που έζησε όλη η ήπειρος τότε χωρίς εξαιρέσεις, αυτή είναι η κοινή και ζοφερή εμπειρία που πάνω της κτίζεται η Ευρώπη. Πολιτικοί όπως ο Αντενάουερ από την Γερμανία, ο Μοννέ και ο Σουμάν από τη Γαλλία, ο Μάνσχολτ από τη Ολλανδία πρωτεργάτες για την ένωση της Ευρώπης έχοντας περπατήσει ανάμεσα στα ερείπια  τον πόλεων της Ευρώπης είχαν αυτήν ακριβώς την  επίγνωση. Κάποιοι που έχουν ξεχάσει μπορούν να ξαναθυμηθούν, κάποιοι που δεν γνωρίζουν μπορούν να το ανακαλύψουν. Το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, μόνο το μέλλον μπορεί.

Το μυθιστόρημα Κεντρική Ευρώπη (εκδ. Κέδρος, μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς) διακρίθηκε με το εθνικό βραβείο λογοτεχνίας ΗΠΑ το 2005.