Μαύρη οθόνη. Επικό soundtrack. Πρώτο πλάνο, ένα ξυπνητήρι που χτυπάει. Μπάσα φωνή αφηγητή. «Είναι η αρχή μιας περιπέτειας που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στη Γη.» Θυμίζει αρχή μιας ταινίας; Κι αν οι διακοπές σου θύμιζαν ταινία; Είναι αρχές Αυγούστου σε μια Αθήνα που βράζει και δεν έχεις κατασταλάξει ακόμη τι θα κάνεις στην καλοκαιρινή σου άδεια. Σαμοθράκη ή Ικαρία; Αστυπάλαια ή Γαύδος; Τα νησιά πολλά και ο χρόνος λίγος.
Η ευλογία της Ελλάδας, οι χιλιάδες κορυφές που ξεπροβάλλουν από το βαθυγάλαζο Αιγαίο και το δροσερό Ιόνιο, είναι ίσως και η κατάρα της, αποτρέποντας κόσμο και κοσμάκη από το να τολμήσει ένα ταξίδι αλλιώτικο. «Μα θα φύγεις από την Ελλάδα καλοκαιριάτικα;» σε ρωτούν. Σε μία από τις αστραπιαίες αποδράσεις Σαββατοκύριακου από την πρωτεύουσα, ένας φίλος γνέφει ότι θέλει να κάνει ένα roadtrip και η απάντησή μου, που χρόνια τώρα ονειρεύομαι ένα οδοιπορικό στα τόσο αδικημένα Βαλκάνια, ήταν «Πάμε!» χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ανοίξαμε το χάρτη στο κινητό και σχεδιάσαμε την διαδρομή που θέλαμε να ακολουθήσουμε, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ήταν παραλιακό. Η Αδριατική φάνταζε όλο και πιο κοντά μας κι εμείς θέλαμε να δώσουμε σε αυτό το ταξίδι μια άλλη διάσταση, επιλέγοντας έναν εναλλακτικό τρόπο ταξιδιού. Ο οδηγός μας δεν ήταν το Hitchhiker’s Guide to the Galaxy, αλλά το Τhe Hitchhiker’s Guide to the Hitchhiking World, η “Wikipedia” του δεινού –ή πρωτάρη- ωτοστοπά που περιέχει πληροφορίες για διαδρομές που είναι εύκολο να κάνεις ωτοστόπ, συμβουλές επί παντός επιστητού και χάρτες με ακριβή σημεία για το που να σταματήσεις, ώστε να μην περιμένεις μπόλικη ώρα. Κάπως έτσι, αυθόρμητα κι αβίαστα ξεκίνησε η περιπέτειά μας.
Φτάνουμε Τίρανα χαράματα. Η βροχερή αλβανική πρωτεύουσα, με τον τρόπο της μας διώχνει βόρεια για να κατευνάσουμε τη δίψα μας για το οδοιπορικό στη βαλκανική χερσόνησο. Είναι ακόμη νωρίς για ωτοστόπ κι έτσι φεύγουμε από τον διεθνή σταθμό λεωφορείων με κατεύθυνση την πόλη Ulcinj, τη νοτιότερη του Μαυροβουνίου, όπου ο αλβανικός πληθυσμός υπερβαίνει τους ντόπιους, με υπόσχεση να δούμε την κοντινότερη σε εμάς Αλβανία στην επιστροφή. Πλησιάζοντας προς τα σύνορα και βλέποντας μια μακρά λωρίδα ακινητοποιημένων Ι.Χ., ο οδηγός του λεωφορείου βγαίνει στο αντίθετο ρεύμα και για ένα χιλιόμετρο περίπου «τα βάζει» με κάθε οδηγό που ακολουθεί κανονικά την πορεία του και τον στριμώχνει για να περάσει.
Υπερβολικά γρήγορη η πρώτη μας «κούρσα». Φτάνοντας στον σταθμό του Ulcinj, συναντούμε τους πρώτους backpackers από Ιρλανδία, Γερμανία, Ταϊλάνδη και ανάμεσά τους έναν αληθινό χίπη από τη Μολδαβία, τον Valentin, που ταξίδευε με μια κιθάρα προς το Νότο για να βρει τον «παράδεισό» του. «Ποιος είναι ο παράδεισός σου;» Με μια φλόγα στα μάτια και μια θέληση να κάνει όλα τα μέρη στον πλανήτη σαν κι αυτό, απαντά «Η Σαμοθράκη». Προμηθευόμαστε μερικά φρούτα και βάζουμε πλώρη για το πρώτο μας ωτοστόπ. Βγάζουμε μαρκαδόρο και χαρτί και γράφουμε πάνω «Ada Boyana», το νησάκι που χωρίζεται με ποτάμι απ’ την ξηρά του Μαυροβουνίου. Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόμαστε σ’ ένα αμάξι με δύο νεαρούς Αλβανούς οι οποίοι δουλεύουν σεζόν στην περιοχή και πηγαίνουν πρώτη φορά στην απέραντη αμμουδερή παραλία αλά Miami, ιδανική για surfers, όπου κάνουμε την πρώτη μας βουτιά στην Αδριατική θάλασσα.
Τελευταία στιγμή στέλνουμε αιτήματα φιλοξενίας στο μεγαλύτερο δίκτυο υπηρεσιών φιλοξενίας, με σχεδόν 1.5 εκατομμύρια μέλη σε 231 χώρες του πλανήτη, το Couchsurfing. Στηρίζοντας τον εναλλακτικό τρόπο ζωής, τα μέλη της πλατφόρμας φιλοξενούν δωρεάν ταξιδιώτες και αντίστοιχα ζητούν φιλοξενία από άλλα μέλη σε οποιαδήποτε γωνιά της γης. Το Couchsurfing είναι τόσο διαδεδομένο στο εξωτερικό που δεν χρήζει υποστήριξης. Όπως ακριβώς και το ωτοστόπ. Γιατί στην Ικαρία έχεις την ψευδαίσθηση ότι είναι πιο ασφαλές και στο Ulcinj όχι. Αν έμενες στο Ulcinj θα πίστευες το ίδιο;
Στο Μαυροβούνιο, οι ντόπιοι είναι τόσο εξοικειωμένοι με την κουλτούρα του ωτοστόπ που ο μέγιστος χρόνος αναμονής μας είναι τα δυόμιση λεπτά με το ρολόι. Με το που αφήνουμε κάτω τους σάκους, κάποιος σταματάει και μας μεταφέρει με χαρά μέχρι τον προορισμό μας (ή έστω πιο κοντά σε αυτόν). Τα πρώτα αιτήματά μας στο Couchsurfing πέφτουν δυστυχώς στο κενό, γιατί οι περισσότεροι ήδη φιλοξενούσαν κάποιον, είναι και high season. Κάπως έτσι, φτάνουμε σε ένα hostel, το οποίο αν και γεμάτο, μας φιλοξενεί στην αυλή του. Στήνουμε την σκηνή κάτω από την κληματαριά, παρέα με γατιά, σκυλιά και ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίοι μας προσκαλούν στο barbeque party που ετοιμάζουν για το βράδυ. Μ’ έναν Αργεντίνο και έναν Γερμανό, διασχίζουμε την πόλη, περπατάμε ως το κάστρο 2.5000 ετών του Ulcinj για να δούμε το ηλιοβασίλεμα και να προμηθευτούμε φαγητά για το barbeque. Καθόλου άσχημα για πρώτη μέρα, σωστά;
Μετά από ένα δυναμωτικό πρωινό, αποχαιρετούμε τους φίλους μας και βγαίνουμε στο κεντρικό σταυροδρόμι. Εκεί, ανεβαίνουμε επίπεδο κυριολεκτικά, αφού σταματάει να μας πάρει ένα φορτηγό με έναν φιλικότατο ρωσόφωνο οδηγό που δε μιλούσε γρι αγγλικά, αλλά οι χειρονομίες δουλεύουν ικανοποιητικά σε τέτοιες περιπτώσεις. Περιπλανιόμαστε για λίγο στη Budva, όμως το τουριστικό στοιχείο μας έκανε να μην διστάσουμε να αλλάξουμε γρήγορα περιοχή.
Ένα ωτοστόπ αργότερα βρισκόμαστε στο πανέμορφο Kotor. Η ζέστη γίνεται αφόρητη, οπότε κατηφορίζουμε προς την κοντινότερη παραλία, όπου γνωρίζουμε ένα ζευγάρι Ολλανδών skaters που είχαν αγοράσει ένα μεταχειρισμένο βανάκι για 2.000€ και έκαναν το όνειρο πολλών πραγματικότητα. Γύριζαν τον κόσμο. Αφού δροσιζόμαστε, πάμε να γνωρίσουμε την παλιά πόλη μέσα από το τείχος, πάνω από το οποίο έστεκε μια κούκλα τεραστίων διαστάσεων.
Γραφικά σοκάκια, εστιατόρια –τα περισσότερα ιταλικά- και κόσμος να ανεβαίνει στα τείχη για να απολαύσει την θέα. Αν νιώσεις λίγο πιο περιπετειώδης και δεν θες να ακολουθήσεις την διαδρομή που κάνουν όλoι, μπορείς να ψάξεις λίγο καλύτερα και στην άκρη του τείχους θα βρεις ένα μονοπάτι που δεν χρησιμοποιείται πια και είναι χορταριασμένο, αλλά η θέα από εκεί πάνω την ώρα του ηλιοβασιλέματος, δεν συγκρίνεται με τίποτα.
Όταν κοιμάσαι στην παραλία, έχεις το πλεονέκτημα το πρώτο πράγμα που θα κάνεις με το που ξυπνάς να είναι μια βουτιά. Επόμενη στάση; Το Perast, ένα κοντινό παραθαλάσσιο μέρος όπου πίνουμε παραδοσιακό καφέ –σαν τον ελληνικό, τούρκικο δηλαδή και τρώμε μια τυρόπιτα. “Burek” την αποκαλούν σχεδόν σε όλα τα Βαλκάνια -σου λέει κάτι το «μπουρέκι»;- κληρονομιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως πολλά άλλα φαγητά, συνήθειες και ιδωματισμοί που είναι κοινοί κατά μήκος της χερσονήσου. Μια άλλη ομοιότητα που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς είναι τα τοπία. Τα καταπράσινα βουνά και δίπλα η θάλασσα με κάνουν να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Εντάξει, ίσως το Μαυρο-βούνιο να είχε λίγα παραπάνω βουνά απ’ όσα θα ήθελα, αλλά χαλάλι.
Ένα ζευγάρι Γάλλων σταματάει δίπλα μας για φωτογραφίες και προσφέρεται να μας αφήσει στη Herceg Novi, όπου γνωρίζουμε ντόπιους, παρακολουθούμε μέρος μιας μικρής συναυλίας και επισκεπτόμαστε το ορθόδοξο Σέρβικο Μοναστήρι του Αγ. Σάββα του 13ου αιώνα με τους μεγάλους μεσαιωνικούς τάφους στο προαύλιο, ενώ στην Ελλάδα γιορτάζουν τον Δεκαπενταύγουστο. Κάθε φορά που ρωτάμε για προτάσεις παραδοσιακού φαγητού, μας προτρέπουν στα θαλασσινά.
Σε όλα τα Βαλκάνια, η Μεσογειακή κουζίνα έχει ιδιαίτερη θέση κι έτσι, ορεγόμαστε μισό κιλό φρέσκα μύδια για μόλις τέσσερα ευρώ. Έχει ήδη βραδιάσει και χωρίς να έχουμε βρει ένα μέρος να μείνουμε, κατευθυνόμαστε σε ένα παραδοσιακό hostel.
Ούτε να το είχαμε παραγγείλει το συγκεκριμένο ωτοστόπ πρωί-πρωί. Ένας ξεναγός πηγαίνει στο Dubrovnik, μας κάνει τουρ στην εξοχή του Μαυροβουνίου πριν πάμε Κροατία, επιλέγοντας την συντομότερη διαδρομή για να περάσουμε τα σύνορα. Έτσι, μαθαίνουμε για τον Βάρσο Μαυροβουνιώτη, έναν Έλληνα στρατηγό, αγωνιστή του ’21, με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, καθώς και για την ύπαρξη ενός δεύτερου Ολύμπου στο Μαυροβούνιο, «εξοχικού» των Δώδεκα Θεών, το όρος Durmitor. «Γιατί δεν χαιρετάς και με προσπερνάς σαν Τούρκικο κοιμητήριο;» είναι μόνο μία από τις λαϊκές ρήσεις και συμπεριφορές που προδίδουν τα απομεινάρια της καταπίεσης 500 χρόνων από τους Οθωμανούς.
Μια μεσαιωνική ατμόσφαιρα σκεπάζει όλο το Dubrovnik και δεν καταλαβαίνουμε αν ευθύνονται τόσο τα ψηλά τείχη ή η εμφανής κυριαρχία του Game of Thrones, που επέλεξε αυτήν και άλλες πολλές Κροάτικες περιοχές για τα γυρίσματα της σειράς. Είναι πιο μεγαλοπρεπής από την παλιά πόλη στο Kotor, αλλά το πλήθος του κόσμου και των μαγαζιών με 3D φιγούρες του John Snow, σουβενίρ και τον φωτογραφήσιμο Iron Throne δεν σου επιτρέπουν να απολαύσεις την αυθεντική πλευρά της πόλης.
Η παραλία, όπου κάναμε το καθιερωμένο μας διάλειμμα για ανασυγκρότηση δυνάμεων είναι εξαιρετικά κοντά. Σουρουπώνει και οι μουσικοί βγαίνουν στους δρόμους παίζοντας μεσαιωνικές μελωδίες ή παραδοσιακή κροατική μουσική. Ένα νεαρό ζευγάρι Ουκρανών δεν βρίσκει που να κοιμηθεί κι έτσι, «συγκατοικούμε» στο προσωρινό μας σπίτι-σκηνή, σε ένα στέκι από κάτι surfers δίπλα στην θάλασσα.
Λες και δεν είχαμε χορτάσει από το παραλήρημα με τις ειδικές ξεναγήσεις αλά Game of Thrones, κατεβήκαμε στο Trsteno Arboretum, ένα πράσινο πάρκο, πρώην αναγεννησιακή αριστοκρατική εξοχική κατοικία του 15ου αιώνα, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως σκηνικό για τον High Garden of Tyrell στην 3η και 4η σεζόν. «Είναι λίγο σαν εκπόρνευση. Ο κόσμος έρχεται εδώ για το Game of Thrones και όχι για την ιστορία και την αληθινή ταυτότητα αυτού του τόπου» σχολιάζει ο δεύτερος ξεναγός που πετυχαίνουμε σε ωτοστόπ. Λίγο παρακάτω, προμηθευόμαστε ντόπιο λικέρ και εδέσματα.
Ίσως το καλύτερο ωτοστόπ αυτού του ταξιδιού να ήταν δυο Γάλλοι που έκαναν κι αυτοί οδοιπορικό στα Βαλκάνια και μας μετέφεραν με όλα τα κομφόρ αλλά κυρίως με χιούμορ και καλή διάθεση στο νησί Brač, το μεγαλύτερο των Δαλματικών Ακτών. Νυχτερινό μπάνιο στην κρύα θάλασσα, barbeque με θαλασσινά, βόλτα στο νησί, μεταμεσονύχτιες συζητήσεις από εκείνες που δεν θες να τελειώσεις ακόμη κι αν καταρρέεις από την κούραση και ένας ύπνος στη σκηνή που σου φαίνεται το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο.
Η Ελαφόνησος της Κροατίας, όπως τη βλέπουμε στο χάρτη, ακούει στο όνομα Zlatni Rat και απέχει σχεδόν 2 χιλιόμετρα από το μέρος που έχουμε κατασκηνώσει. Παίρνουμε τα μπογαλάκια μας και περπατάμε μέχρι αυτήν την πλημμυρισμένη από κόσμο παραλία, την οποία αποκαλούν και Χρυσό Ακρωτήρι, με τα μικρά και λίγα συγκριτικά με την Ελλάδα μαγαζάκια για φαγητό και ποτό.
Για τέρψη από φαγητό στην Κροατία δεν βρίσκουμε κάτι σκανταλιστικά ωραίο, καθώς η πίτσα και τα θαλασσινά είναι τα μόνα που δίνουν και παίρνουν, τουλάχιστον δίπλα στην παραλιακό δρόμο. Νόστιμα μεν, όχι κάτι διαφορετικό δε.
Το πρώτο μας Couchsurfing είναι γεγονός! Ένας Ολλανδός από τη Χάγη, με πολύ καλές κριτικές, έρχεται να μας παραλάβει από το σταυροδρόμι που μας αφήνουν δυο Γερμανοί και να μας πάει στο θέρετρό του. Μας πληροφορεί ότι έχουμε πρόσβαση και στις εφτά πισίνες του resort και μας φιλοξενεί στο «φτωχικό» του. Κι ενώ νομίζουμε ότι ο ύπνος στα πούπουλα θα είναι το highlight της βραδιάς, προσπερνάμε τις πισίνες και αφού παρασύρουμε και μια Αμερικανίδα στο δρόμο, κατευθυνόμαστε προς το aqua park, όπου με χαρά μικρού παιδιού επιδιδόμαστε σε θαλάσσια σπορ κι ακροβατικά όλο το βράδυ.
Δύο μέρες στο νησί είναι αρκετές για χαλάρωση και το κίνητρο για να αλλάξουμε χώρα. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη μας περιμένει. Ένας Παριζιάνος γραφίστας με floral πουκάμισο και έναν surfer ζωγραφισμένο με μαρκαδόρο στο παράθυρο του αυτοκινήτου του ήταν η συντροφιά μας μέχρι το Mostar. Βλέπουμε μεγάλο μέρος της Κροατικής και Βοσνιακής επαρχίας, χάρη σε αυτήν την διαδρομή. Το Mostar, σαν άλλο χωριό της Ανατολής, έχει νωπά ακόμη τα σημάδια του πολέμου του ’92 με τους Σέρβους. Τα τζαμιά σε κάθε γωνιά, τα τούρκικα μαγαζιά και εστιατόρια με “cevapi” καθορίζουν το σκηνικό. Οι άχαρες σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες στο μοντέρνο κέντρο του λειτουργούν ως προθάλαμος για τα γραφικά, πλακόστρωτα σοκάκια του ιστορικού κέντρου όπου μπερδεύεται η πολυχρωμία και η πολυπολιτισμικότητα του κόσμου που το εξερευνά· τουρίστες με σακίδια στην πλάτη, γυναίκες που φορούν νικάμπ, παπούδες με άσπρες φορεσιές.
Στα μαγαζιά με σουβενίρ, όπλα και παράσημα πολέμου πωλούνται δίπλα από χειροποίητα μπρίκια για καφέ και ανάμεσα στα μαγαζιά ξεφυτρώνει που και που μια πέτρα, όπου αναγράφει το «Do not Forget». Η σκιά του πολέμου δεν έχει φύγει ακόμη από πάνω. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Δεν έχουν περάσει καλά-καλά 22 χρόνια. Σιγά-σιγά βραδιάζει κι αποφασίζουμε το Σαββατόβραδο να το περάσουμε στο Σαράγεβο. Το τρένο φτάνει αργά και εμείς βγαίνουμε αργάμιση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι οι ντόπιοι μαζεύονται στα σπίτια τους μετά τις 12. Ο Ahmed, ένας Αιγύπτιος κιθαρίστας και μοντέλο που θα μας φιλοξενήσει αυτό το βράδυ, μας κάνει βόλτα στο άδειο, βρεγμένο Σαράγεβο, ενώ κάποια από τα πολλά αδέσποτα σκυλιά ουρλιάζουν με μανία.
Ξυπνάμε νωρίς, τρώμε νόστιμες πίτες και λιχουδιές με παπαρουνόσπορο από τον φούρνο κάτω από τον Παλιό Πύργο του Ρολογιού, τον «Μικρό Ben», το μόνο ρολόι στον κόσμο που διατηρεί την σεληνιακή ώρα και αρχίζουμε την εξερεύνηση.
Ανεβαίνουμε στον λόφο, στο Κίτρινο Οχυρό, περπατώντας μέσα από εκατοντάδες τάφους θυμάτων του τραγικού πολέμου με τους Σέρβους, για να αντικρίσουμε την πόλη από ψηλά. Ύστερα, ακολουθούμε το free walking tour που είναι καθιερωμένο σε όλες τις πόλεις-πόλους έλξης τουριστών, όπου μαθαίνουμε πολλά για την «δυτικότερη πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Το ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο δεν γίνεται να σου διαφύγει, γεγονός που εξηγείται από το ένστικτο επιβίωσης του λαού τότε που έγιναν μουσουλμάνοι για να σωθούν. Ένα «σύνορο» εντός της πόλης, σημείο συνάντησης δύο πολιτισμών, ξεχωρίζει την ευρωπαϊκή πλευρά του Σαράγεβο με τα ψηλά και ψηλοτάβανα κτίρια, τα καταστήματα από την ανατολική του πλευρά με τα χαμηλά, παλιά σπίτια και τα στενά δρομάκια.
Πριν από ένα χρόνο, άνοιξε το Μουσείο για τα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και της Γενοκτονίας 1992-1995, όπου οι προσωπικές μαρτυρίες και τα αντικείμενα που βρέθηκαν σε μαζικούς τάφους, οι ανατριχιαστικές φωτογραφίες και τα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο, τα βασανιστήρια και τις σπαραχτικές ιστορίες επιβίωσης μας μεταφέρουν πίσω στο χρόνο και ξαναζούμε τα τρομακτικά εγκλήματα πολέμου. Άραγε ανάμεσα στους επισκέπτες του μουσείου και κάθε τέτοιου μουσείου υπάρχει κάποιος που δεν συγκινείται; Ο συννεφιασμένος ουρανός ταιριάζει πολύ στο τραυματισμένο Σαράγεβο, στο μέρος όπου «διακοπές ο θάνατος πάει».
Ένας Χριστιανός Πολωνός, κάτοικος του Σαράγεβο τα τελευταία πέντε χρόνια, πήγαινε για διακοπές στην παραλιακή της Αλβανίας, θέλοντας να εκπληρώσει την αποστολή του να ανέβει με τα γόνατα στο Κάστρο του Σκεντερμπέη και μας παίρνει στο αμάξι του. Νωρίς το πρωί ήμασταν στην ιστορική πόλη Shkodër, κοντά στα σύνορα με το Μαυροβούνιο, της οποίας η λίμνη είναι η μεγαλύτερη της Βαλκανικής χερσονήσου και θεωρείται σημαντικός θερινός προορισμός για κατοίκους αλλά και για τουρίστες.
Μέσα στην πόλη, -εδώ κι αν υπάρχουν πάμπολλα ιταλικά εστιατόρια και Ιταλόφωνοι κάτοικοι-, τα όμορφα σοκάκια, η Πιάτσα, μεταξύ των αγαλμάτων της Μητέρας Τερέζας και του Λουίγκι Γκουρακούκι και το θρυλικό Κάστρο Ροζάφα στην κορυφή αποτελούν κάποια από τα αξιοθέατα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χρησιμοποιούν το ποδήλατο ως οικολογικό και φθηνό τρόπο μετακίνησης.
Στα Τίρανα, τα «πεσμένα», όπως μεταφράζεται η Αλβανική λέξη të rrëna, η πιο πιθανή ετυμολογία της, αναφορά στις κατολισθήσεις από το βουνό Νταιτ στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένη η πρωτεύουσα, μας υποδέχεται ένας φίλος που κάνει τις διακοπές του εκεί, πράγμα που σημαίνει ότι ανέλαβε την ξενάγηση, παίρνοντας από πάνω μας το βάρος της εξερεύνησης γιατί οι αντοχές μας δοκιμάζονται πλέον.
Η οικειότητα που νιώθουμε όμως δεν οφείλεται μόνο στο ότι έχουμε μαζί μας ένα οικείο πρόσωπο, αλλά στο ότι σχεδόν παντού ο κόσμος μιλάει ελληνικά και με το που καταλαβαίνει ότι είσαι από την Ελλάδα σε φροντίζει και σε εξυπηρετεί με μια επιφανειακά ανεξήγητη λαχτάρα. Το καινούργιο παζάρι των Τιράνων, η νέα «λαϊκή» αγορά, είναι το καμάρι τους. Το Pazari I Ri, στο ίδιο μέρος που βρισκόταν κάποτε το ιστορικό Παλιό Παζάρι, θυμίζει κάτι από Ολλανδία, με τα έντονα χρώματα στους τοίχους και τους οργανωμένους πάγκους.
Η πόλη των μεγάλων αντιθέσεων με τα χαμόσπιτα από τη μία και τα υπερμοντέρνα κτίρια από την άλλη, τις Mercedes για τη μόστρα και τους μεγάλους, πλατείς δρόμους, μας επιφυλάσσει άλλη μία έκπληξη, πριν το τέλος του ταξιδιού. Τη Villa Iron Brush, ένα καλά κρυμμένο μαγαζάκι, φιλικό προς τους ποδηλάτες, τους μοτοσικλετιστές, με μια αυλή γεμάτη σκυλιά που παίζουν, προσεγμένη, ιδιαίτερη διακόσμηση, ένα τατουατζίδικο στον πάνω όροφο και χώρο για εκθέσεις, αλλά και το κασκόλ του Αστέρα Εξαρχείων πάνω από τη μπάρα.
Ο Sergio, υπεύθυνος του μαγαζιού έμενε στα Εξάρχεια 19 χρόνια. «Ήρθα για μια βόλτα στα Τίρανα και έμεινα» μας λέει στα ελληνικά, ενώ μας δείχνει τους χώρους. Ίσως πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα για την χώρα με τους περισσότερους κατοίκους που μιλούν ελληνικά, πολλοί από τους οποίους μεταναστεύουν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους στην χώρα μας.
Βγαίνοντας από το ένα αμάξι και μπαίνοντας στο άλλο, βγαίνοντας από μια χώρα και μπαίνοντας σε μια άλλη, δεν μπορείς παρά να σημειώσεις τις ομοιότητες και όλα τα στοιχεία εκείνα που μοιράζεσαι με τους άλλους λαούς, με αυτούς τους άλλους ανθρώπους που δεν είναι τόσο «άλλοι» τελικά και δεν σας χωρίζουν τόσα τελικά. Τα τραγούδια δεν σου ακούγονται «ξένα», οι συμπεριφορές σου φαίνονται τρομακτικά οικείες, η φιλοξενία ίδια, τα τοπία πανομοιότυπα, τα φαγητά δεν σου ξενίζουν καθόλου και «άιντε άιντε» ακούς σε έναν οποιοδήποτε βαλκανικό δρόμο. Εδώ είναι Βαλκάνια, είναι και παίξε και γέλασε…