netflix-amandaknox

Η ιστορία της Amanda Knox προκάλεσε πολλές συζητήσεις εξαιτίας μια παραγωγής του Netflix.

Το 1973 ο J. G. Ballard προκάλεσε αντιδράσεις γράφοντας το Crash, οι πρωταγωνιστές του οποίου «φτιάχνονται» βλέποντας και προκαλώντας θανατηφόρα τροχαία. Σίγουρα δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο, αλλά είναι γεγονός ότι το έγκλημα και ο θάνατος συναρπάζουν τον άνθρωπο. To είδος του true crime έχει πολλούς εκπροσώπους στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Καταπιάνεται με πραγματικά εγκλήματα και καταγράφει λεπτομερώς τις ενέργειες των θυτών και των θυμάτων. Αναφέρεται σε μεμονωμένες δολοφονίες ή κατά συρροή δολοφόνους και όχι σε μαζικές δολοφονίες που συναρπάζουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία.

Η χρήση πραγματικών εγκληματικών υποθέσεων για δραματουργικούς σκοπούς δεν είναι κάτι καινούριο. Το «Εν Ψυχρώ» (1966) του Truman Capote είναι ίσως το έργο που μοντερνοποίησε το είδος στην τέχνη, «ο Στραγγαλιστής της Βοστώνης» εκπροσώπησε τον κινηματογράφο το 1968, ενώ «Η Σιωπή των Αμνών» έδωσε νέο ενδιαφέρον στο profiling δολοφόνων από ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Στην Ελλάδα, ο «Κόκκινος Κύκλος» παρότι προϊόν μυθοπλασίας, δανείστηκε στοιχεία από πραγματικές υποθέσεις που έγιναν στην χώρα, ενώ ποιος αμφιβάλλει ότι κάποια στιγμή θα γυριστεί μια παραγωγή για την εξαφάνιση του Μπεν Νίνταμ;


Αντίθετα, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η ραγδαία αύξηση τηλεοπτικών προγραμμάτων true crime είδους και το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού. Ξεκίνησε μάλλον το 2015 με το The Jinx του HBO και τις συνεντεύξεις του επιχειρηματία Robert Durst. Ο Durst τηλεφώνησε στον Andrew Jarecki, σκηνοθέτη του All Good Things (2010) που είναι βασισμένο στη βιογραφία του Durst, και του πρόσφερε πάνω από 20 ώρες συνεντεύξεων. Το ντοκιμαντέρ διερεύνησε την εξαφάνιση της γυναίκας του Durst το 1982, την εκτέλεση της συγγραφέως Susan Berman το 2000 και το θάνατο και διαμελισμό ενός γείτονα του Durst το 2001. Το ντοκιμαντέρ έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν ο Durst συνελήφθη από την αστυνομία με την κατηγορία φόνου πρώτου βαθμού, καθώς μετά το τέλος της συνέντευξης στο τελευταίο επεισόδιο (λογικά μην ξέροντας ότι το μικρόφωνο κατέγραφε ακόμα) μουρμούρισε στον εαυτό του “Τι στο καλό έκανα; Τους σκότωσα όλους, φυσικά“. Αρκετοί σχολίασαν αρνητικά το γεγονός ότι το ντοκιμαντέρ ακροβάτησε στην άβολη γραμμή μεταξύ μυθοπλασίας και δημοσιογραφίας, ενώ αναρωτήθηκαν αν οι δημιουργοί απέκρυψαν για κάποιο διάστημα ενοχοποιητικά στοιχεία για την υπόθεση.

https://www.youtube.com/watch?v=8ZabDYB7ijM

Μέσα στο 2015 βγήκε και το Making A Murderer του Netflix, το οποίο παρακολούθησαν 20 εκατομμύρια άτομα στην Αμερική και μαζεύτηκαν σχεδόν 500 χιλιάδες υπογραφές για την απελευθέρωση του καταδικασμένου για φόνο Steven Avery, με τον Barack Obama να δηλώνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επέμβει σε πολιτειακή υπόθεση. To 1985, o Avery καταδικάστηκε για σεξουαλική επίθεση και απόπειρα φόνου μιας γυναίκας εκτίοντας ποινή κάθειρξης 18 ετών, μέχρι που αθωώθηκε από εξέταση DNA το 2003. Άσκησε τότε αγωγή 36 εκατομμυρίων δολαρίων στην κομητεία που τον είχε καταδικάσει, αλλά το 2007 καταδικάστηκε εκ νέου, μαζί με τον ανιψιό του, για το φόνο της φωτογράφου Teresa Halbach. Αρκετοί “νομικοί σχολιαστές” που παρακολουθούσαν την υπόθεση, υποστήριξαν ότι ο Avery ενοχοποιήθηκε  για να μην προχωρήσει η αγωγή του, καθώς υπήρχαν υποψίες παραβίασης αποδεικτικών στοιχείων και ενδείξεις ότι ο ανιψιός του αναγκάστηκε να παραδεχτεί την εμπλοκή του στο φόνο μετά από αντισυνταγματική ανάκριση της αστυνομίας.


Πέρυσι είχαμε την ανθολογία American Crime Story: The People v. O. J. Simpson, τη δραματοποίηση της πασίγνωστης και διαβόητης δίκης του πρώην παίχτη του φούτμπολ που κατηγορήθηκε (και αθωώθηκε) για τη δολοφονία της γυναίκας του και ενός φίλου της. Η σειρά κέρδισε 9 βραβεία Emmy και είχε το μεγαλύτερο αριθμό θεατών για σειρά συνδρομητικού καναλιού τη χρονιά που πέρασε. Έχει ανανεωθεί ήδη για άλλες 3 σεζόν, ενώ προβλήθηκε και στην Ελλάδα από το FOX Greece.

THE PEOPLE v. O.J. SIMPSON: AMERICAN CRIME STORY "Conspiracy Theories" Episode 107 (Airs Tuesday, March 15, 10:00 pm/ep) -- Pictured: (l-r) Sterling K. Brown as Christopher Darden, Cuba Gooding, Jr. as O.J. Simpson. CR: Ray Mickshaw/FX

Την ίδια χρονιά είχαμε και το O.J.: Made in America, το διάρκειας 8.5 ωρών mini-series ντοκιμαντέρ του ESPN για τη ζωή, τη δίκη του 1994 και τη σύλληψη για ληστεία του O.J. το 2007. Πήρε διθυραμβικές κριτικές και έφτασε μέχρι την κατάκτηση του βραβείου Όσκαρ για Καλύτερο Ντοκιμαντέρ.

Το ερώτημα σε όλα αυτά είναι που οφείλεται αυτή η αύξηση δημοτικότητας του true crime και τι λέει αυτό για την κοινωνία μας; Ένας παράγοντας σίγουρα μπορεί να είναι το binge watching που λένε οι Αμερικανοί- η ευκαιριακή και άμετρη κατανάλωση επεισοδίων που μπορεί να γίνει σχεδόν εθιστική, με την “ένοχη απόλαυση” που νιώθουμε βλέποντας τέτοιες υποθέσεις να μην μας αφήνει να σταματήσουμε.

Μπορεί βέβαια να οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος συναρπάζεται από το κακό και το θάνατο. Πάντα μας τραβούν οι ακραίες συμπεριφορές και καταστάσεις, ίσως γιατί μας επιτρέπουν να εισέλθουμε από απόσταση ασφαλείας σε μια συναισθηματική κατάσταση η οποία μας είναι εντελώς άγνωστη. Μπορεί απλά να υπάρχει η επιθυμία να παρακολουθήσουμε σαν από κλειδαρότρυπα τη ζωή και την πτώση άλλων ανθρώπων, ειδικά αν είναι διάσημοι.


Με την προβολή τέτοιων υποθέσεων και την άνοδο των κοινωνικών μέσων δικτύωσης μπορούμε να «υποδυθούμε» τους ντετέκτιβ ή δικαστές από την άνεση του καναπέ μας και να ικανοποιηθούμε όταν αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι περισσότερες υποθέσεις όμως, αφορούν εντυπωσιακές αποτυχίες του νομικού συστήματος. Τότε, ίσως μας κατακλύζει αυτό το άβολο συναίσθημα όπως όταν κοιτάμε κάτι άσχημο από το οποίο δε μπορούμε να αποστρέψουμε το βλέμμα. Βλέπουμε πόσο εύκολα μπορεί να ξεγελαστεί το νομικό σύστημα και όταν εκτίθεται αυτό το ευάλωτο σημείο, γίνεται εν δυνάμει απειλητικό για κάθε πολίτη.

Στο τέλος, μέχρι η τηλεόραση να βρει κάτι νέο με το οποίο θα ερωτευθεί, το είδος του true crime θα συνεχίζει ακάθεκτο την άνοδό του. Ως θεατές δε μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα, αλλά πρέπει να απαιτούμε από τους δημιουργούς τέτοιων παραγωγών να μην εκμεταλλεύονται τέτοιες καταστάσεις απλά για χρήματα και τηλεθέαση. Δε μου αρέσει να κλείνω με κλισέ, αλλά είναι ταιριαστό: ας αφήσουν λοιπόν το γκροτέσκο και το αρρωστημένο για τον κινηματογράφο και ας κάνουν επαγγελματικά τη δουλειά τους με στόχο, τι άλλο, την αλήθεια.

Με στοιχεία από άρθρο της εφημερίδας Guardian