Μπορεί το Macarena να έχει παίξει 750 φορές, όσα είναι και τα events των Trashformers μέχρι σήμερα, μας ζητούν συγγνώμη γι’ αυτό αλλά δεν το έχουν βαρεθεί. Αν η Χαρά Κυριακοπούλου αποφάσιζε να αποτίσει φόρο τιμής θα επέλεγε τη Δέσποινα Βανδή χωρίς φόβο και με πάθος, κατά την ίδια έχει πλούσια δισκογραφία και ποικιλία στον ήχο.

Το Trashathon έχει σελίδα στο facebook με περίπου 200 followers. Ανοίγει το event μια φορά το χρόνο και το πάρτι γεμίζει «όσο πρέπει», «χωρίς διαφήμιση ή τυμπανοκρουσίες, είναι λίγο σαν ένα annual reunion συμμορίας. Αυτοί που το ξέρουν, έρχονται» όπως εξηγεί ο εμπνευστής του. Η Matina Sous Peau διαπιστώνει ότι αυτοί που λένε ότι δεν αντέχουν τις απόκριες και βραδιές σαν αυτές το εννοούν, «αλλά σε βαθμό ότι τα σιχαίνονται». Οι υπόλοιποι διαφωνούν με αυτό, έχουν δει φαινομενικά αμετανόητους εχθρούς της νοσταλγίας και της λεγόμενης «κακής μουσικής» να λυγίζουν.

Όταν αποφάσισα να κάνω αυτό το θέμα, αρχικά διαπίστωσα ότι οι απόψεις διίστανται για το που τελειώνει το cult και που ξεκινάει το trash, συνεπώς προέκυψε κι αυτό το ερώτημα εκτός από το κεντρικό του τίτλου. Μήπως μπορούμε να συμφωνήσουμε στον όρο kitsch ή ούτε αυτό γίνεται αφού ονόματα όπως η Madonna, οι ABBA, οι Pet Shop Boys που χορεύονται κάτι τέτοιες νύχτες είναι «ιερά και όσια» κατά τον Ηλία Φραγκούλη;

Υπήρξαν άνθρωποι που διοργανώνουν τέτοιου είδους πάρτι και έθεσαν τον όρο να μην ταυτιστούν στο θέμα με το trash, τελικά δεν μιλάνε παρακάτω για τις βραδιές τους. Οι υπόλοιποι που δεν έχουν θέμα με τον όρο απαντάνε στα παραπάνω κρίσιμα για τη νύχτα της Αθήνας ερωτήματα αλλά κυρίως μοιράζονται τα αγαπημένα τους κομμάτια/ ένοχες απολαύσεις, τις παραδοσιακές τους απροσδόκητες αλλαγές, κάποιοι τολμούν να πουν ότι δεν απολαμβάνουν πάντα όσα παίζουν αλλά στόχος τους είναι να μας ξεσηκώνουν.

Για τους Trashformers, τα 90s επέστρεψαν γιατί έβγαλαν «γαμάτες μουσικές». Ο Ηλίας Φραγκούλης ξέρει όσο κανείς ότι γεμίζουμε τέτοιες βραδιές γιατί θέλουμε να χορέψουμε, «τελεία». Η Χαρά Κυριακοπούλου βλέπει ότι γιατί σε αυτά τα πάρτι φωνάζεις «γουάκα-μάκα-φο» (σ.σ. ο στίχος που πολλοί δεν καταφέρναμε να ακούσουμε είναι “rock the microphone”) όταν μπαίνει το “Freestyler” από Bomfunk MC’s και δεν ενδιαφέρει κανέναν ποιος είσαι έξω από αυτά ενώ η Matina Sous Peau πιστεύει ότι θα χτυπιόμαστε σε θεματικές βραδιές όσο θα αναπολούμε την εφηβεία μας  και όλοι συμφωνούν μαζί της, αυτό που μας τραβάει μέχρι το δικό τους dancefloor είναι η νοσταλγία.

Η εκκίνηση

«Αν θυμάμαι καλά, η ιδέα προέκυψε από τα γραφεία του περιοδικού Ποπ & Ροκ. Είχε γίνει ένα αφιέρωμα με τους τρεις πρώτους δίσκους που είχαν αγοράσει οι συντάκτες του και στο γραφείο έπεφτε κλάμα από τα γέλια με τις λίστες των albums. Κάποια στιγμή, φτάσαμε στο σημείο να συζητάμε για το πόσο απαγορευμένα ήταν τα περισσότερα από αυτά τα ακούσματα στα μαγαζιά έξω».

Ο Ηλίας Φραγκούλης περιγράφει τα τέλη δεκαετίας ’90 σαν την εποχή που πουθενά δεν άκουγες «εϊτίλα», τραγούδια από τα πάρτι της εφηβείας του, «από τα καλύτερα μέχρι τα πιο ντροπιαστικά». Τότε ήταν που αρκετοί απ’ όσους εργάζονταν στη Μουσικοεκδοτική συνδέθηκαν με το καινούργιο μαγαζί που άνοιγε ο Μάκης Σαλιάρης στην Ασωμάτων, το Club Net.

Ο Μάρκος Φράγκος με τον Γιώργο Γερανιό θα παίζανε 80’s τις Τετάρτες και προέκυψε η ιδέα να δημιουργηθεί κι ένα kitsch party «που θα διοργανώναμε ανά διαστήματα μήνα και βάλε. Βαπτίστηκε Kitscherella και όταν συσκεφτήκαμε ποιοι θα είναι οι DJ’s, όλοι έδειξαν εμένα και τον Δημήτρη Πάντσο. Είχα κανονίσει να έρθει guest στο πρώτο πάρτι και η Έλενα Βασιλάκη, να τραγουδήσει τα μεγάλα της cult σουξέ, “Ξενύχτησα για Χάρη σου κι Απόψε” και “Έλα Αστυνομία”».

Το πάρτι ήταν τόσο γεμάτο που ο Ηλίας Φραγκούλης απόρησε με την επιτυχία. Όσο για τις βραδιές που ακολούθησαν, απ’ ότι έχει ζήσει τόσες δεκαετίες στην Αθήνα, δεν θυμάται να έχουν γίνει καλύτερες και πιο αυθεντικά διασκεδαστικές. «Δεν ξέραμε τι να πρωτοπαίξουμε από το σοκ. Στο δεύτερο, βρήκα τρόπο να καλέσουμε τον Εθνικό Σταρ για guest. Δεν περιγράφω άλλο. Είχαμε κλείσει πόρτες γιατί δεν χωρούσε άλλος κόσμος μέσα. Σφαγή! Συνθήματα, ουρλιαχτά, χορός».

Στις 5-5-2004 στις 22:30 στο MODS στην Πάτρα έπαιξε το “Shape of my Heart” των Backstreet Boys, το πρώτο κομμάτι  – που επέλεξαν οι Trashformers.  «Ξεκινήσαμε ανέμελα και χωρίς πολλή σκέψη. Η αρχική ιδέα ήταν μια βραδιά με μουσικές από τα 90s που εκείνη την περίοδο δεν έπαιζαν πουθενά.  Ήταν 2004 και δεν μας ταίριαζε καθόλου όλη αυτή η ποζεριά, η υπερβολή που υπήρχε γύρω μας. Ουσιαστικά ήταν η ανάγκη μας για ακομπλεξάριστη διασκέδαση».

Με τους spitimouspitisouhkaikapouallou, η Ματίνα Θρουμουλοπούλου μπλέχτηκε με τα θεματικά πάρτι το 2010. Το πρώτο στο οποίο συμμετείχε είχε τίτλο «Πίστα και πούπουλα», ήταν στο Higgs στην πλατεία Κοτζιά. «Είχε μπόλικο κόσμο, είχε μαξιλαροπόλεμο, παίζαμε δύο, εγώ ήμουν υπεύθυνη για όλο το κομμάτι της μουσικής που ξεκινούσε από 80’s και κατέληγε μέχρι και στο λαϊκό». Το Matina Sous Peau ήρθε λίγο αργότερα και το χρησιμοποιεί τόσο ως DJ όσο και ως παραγωγός. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχει κάποιο σαφές όριο στα μουσικά είδη που παίζει, «βλέπω την περίσταση, το μαγαζί και τον κόσμο».

Σύμφωνα με τη Χαρά Κυριακοπούλου κανείς μας δεν χρειάζεται κανέναν ιδιαίτερο λόγο για να κάνει πάρτι. Γι’ αυτό και με μια ομάδα απ’ το bunt.gr «στο αείμνηστο Κ44» το 2013 βάφτισαν τη βραδιά  “no reason party”. «Συνέχισα στο Senza στη οδό Λέκκα, ενώ τώρα έχει την τιμητική του το Πλυντήριο Bar που δεν χρειάζεται συστάσεις εφόσον κρατάει τα σκήπτρα στα cult πάρτι της Αθήνας, μιας και η ταυτότητα του δεν αλλάζει ποτέ, ούτε οργανώνει τέτοιες νύχτες κατ’ εξαίρεση».

Τα Διαχρονικά Σουξέ 

«Δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στο “Dance with the Devil”- D-Devils. Ακόμα και ο “ορκισμένος ακούνητος τύπος” θα χτυπηθεί σαν έφηβος σε rave πάρτι. Μετά βάζω το “My heart will go on” και βλέπω μπροστά μου να επαναλαμβάνεται η σκηνή του “I’m flying, Jack!”». Η Χαρά Κυριακοπούλου νιώθει ότι τα ουρλιαχτά στην κορύφωση του κομματιού  της Celine Dion ακούγονται από τον Κεραμεικό μέχρι την παραλιακή. «Αυτή η παράδοξη αλλαγή είναι αδιαμφισβήτητα η αγαπημένη μου».

Το κομμάτι που κάνει το Πλυντήριο Bar να παραληρεί είναι και μία από τις μεγάλες επιτυχίες των Trashformers, ιδανική για να «για να ξελαρυγγιαστούμε τραγουδώντας στον τόνο της Celine». Άλλα τραγούδια που δημιουργούν με το πάτημα του play καταστάσεις μοναδικές είναι για εκείνους τα εξής : «”Μια Ζωή Μαζί”- Σάκης Ρουβάς για να έρθουμε όλοι κοντά, “Everybody” -Backstreet Boys για να χορέψουμε, “Καρδιά Μου Λιώνω” – Στέφανος Κορκολής για να ερωτευτούμε!»

Παίζουν κομμάτια που δεν τους αρέσουν; Απαντούν κατηγορηματικά «όχι». «Σίγουρα ο Παντελίδης, ο Αργυρός, ο Βέρτης ξεσηκώνουν πολύ κόσμο, αλλά από επιλογή μας δεν παίζουν. Δεν είμαστε μπουζούκια, δεν είμαστε “greek night”. Παίζουμε μουσικές που γουστάρουμε, απ’ όλα τα είδη και όλα τα standards και φυσικά ποτέ δεν χάνουμε το χιούμορ μας».

Ο Ηλίας Φραγκούλης απολαμβάνει να «ζευγαρώνει» τραγούδια με αφορμή τους κοινούς τους  στίχους. «Γίνεται ωραίος χαβαλές έτσι. Κι όποιος το κατάλαβε». Προφανές παράδειγμα για τον ίδιο: “Boom Boom (Let’s Go Back to My Room)” από Paul Lekakis με “Boom Boom” από Σαμπρίνα. «Από αυτά που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν σε μια βραδιά anti-Valentine’s, που έβαλα “Total Eclipse of the Heart” Bonnie Tyler και συνέχισα με «Άνοιξε Πέτρα» από Μαρινέλλα. Εκεί που γκαρίζανε όλοι με αναμμένους αναπτήρες, έγινε του Δαλιανίδη».

Αγαπημένα κομμάτια της Matina Sous Peau  για να τους κάνει όλους να χορέψουν; Madonna – “Like a prayer”, Shakira – “Hips don’t lie”,  Άννα Βίσση – “Λάμπω”, Shaggy – “Mr. Boombastic”. Της αρέσει επίσης να παίζει ταυτόχρονα Imam baildi – “Samba clarina” και Guts – “And the living is easy”. «Υπάρχουν δυστυχώς και κομμάτια «που πρέπει να βάλεις», αλλά γενικά προσπαθώ να παίζω κομμάτια που μου αρέσουν κι εμένα».

Ποιοι Πάνε/ Ποιοι δεν πάνε; Ή μήπως πάνε όλοι;

Εξαρτάται από την περίσταση, την πόλη, και τον χώρο για τη Matina Sous Peau, αλλά αν θέλουμε να μιλάμε με αριθμούς θα πει ότι το κοινό σε αυτά τα πάρτι ηλικιακά τοποθετείται ανάμεσα στα 20 και τα 40. Ανεξαρτήτως όμως του τι γράφει η ταυτότητα, «ο κόσμος γεμίζει τους χώρους που γίνονται τέτοιες βραδιές γιατί γουστάρει να χορεύει και να τραγουδάει όπως στα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Η νοσταλγία και μόνο νομίζω ότι κρύβεται πίσω από την επιτυχία τους. Άρα, έχουν ημερομηνία λήξης, όσο έχει και η νοσταλγία».

Στις βραδιές του Ηλία Φραγκούλη, κυριαρχεί ένα κάπως πιο…adult κοινό, αλλά θα συμφωνήσει ότι «τους πιάνουν όλους, από σαραντάρηδες μέχρι late twenties. Πιο κάτω δεν έχει νόημα. Δεν ξέρουν τα τραγούδια, δεν αντιλαμβάνονται την κουλτούρα του trash, το κέφι της “ενοχής” να χορεύεις με τέτοιο ρεπερτόριο. Άπαξ και δεις φάτσες μέσα στο πλήθος να φωτίζονται από οθόνες κινητών τηλεφώνων, το έχεις χάσει».

Υπάρχουν και οι ελιτιστές. Δεν υπάρχει όμως περίπτωση να υπάρξει άνθρωπος που δεν θα «σπάσει» σταδιακά όταν βρεθεί σε μια τέτοια βραδιά κατά τον ίδιο. «Και να ντρέπεται να χορέψει με τέτοιο ρεπερτόριο, υπάρχει κάτι που λέγεται αλκοόλ. Βάλε τον πιο “δυσκοίλιο” άνθρωπο για λίγη ώρα ανάμεσα σε μια διακοσάρα κόσμο που ξεσαλώνει. Στο δεύτερο ποτό, έχει θυμηθεί και τη χορογραφία του “Macarena”».

Μετά από τόσα χρόνια, οι Trashformers  έχουν συναντήσει τόσο διαφορετικούς «τύπους» ανθρώπων στα events τους που τελικά δημιουργούν ένα «ακομπλεξάριστο» σύνολο το οποίο έχει τις ίδιες ανάγκες με εκείνους, δηλαδή, «να περάσει την πιο όμορφη βραδιά στη ζωή του», όπως διαπιστώνουν κατεβαίνοντας από τα decks στις 6:00 το πρωί.

«Αυτά τα βράδια έχουν επιτυχία γιατί παίζει λίγο ρόλο η νοσταλγία, λίγο οι γαμάτες μουσικές που βγήκαν εκείνη την περίοδο. Θέμα χρόνου ήταν η επιστροφή στα 90s. Και δεν έγινε μόνο στην Ελλάδα, είναι παγκόσμιο γεγονός. Βέβαια, το αστείο είναι ότι παίζει να είναι η μόνη μόδα που ξεκίνησε πρώτα εδώ και μετά στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι μάλλον η ανάγκη του να βρίσκεις κοινά πατήματα από το παρελθόν και να τα μοιράζεσαι με κεφάτη διάθεση. Και αυτή η ανάγκη συνέχεια μεγάλωνε και έτσι έφερε και νέο κοινό μικρότερης ηλικίας». Ποιο είναι το κοινό που μπορεί να ανάγει τη βραδιά των ανθρώπων που επιλέγουν με τις ώρες μουσική για τη διασκέδαση μας σε αξία ανεκτίμητη; «Όταν έχεις κάνει τέτοιο πάρτι στο Λονδίνο, σου κλείνουν τη μουσική στις 2:58 με γεμάτο μαγαζί και ο κόσμος να συνεχίζει να τραγουδάει a capella  “χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ”».

Έχει πάει 5:30, τα φώτα ανοίγουν και εκείνοι που δεν αφήνουν τη Χαρά Κυριακοπούλου να κλείσει το λάπτοπ δεν ανήκει σε «κατηγορία» και αυτό είναι κάτι μου την  ευχαριστεί ιδιαίτερα. «Μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι υπάρχει γυναικοκρατία ενώ οι ηλικίες συνήθως κυμαίνονται από 20 μέχρι 35, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βλέπουμε και γκριζομάλληδες να απολαμβάνουν Μπίγαλη».

Πιστεύει ότι ετεροπροσδιοριζόμαστε έντονα απ’ τον χώρο που επιλέγουμε να διασκεδάσουμε, θέλουμε να επιβεβαιώσουμε το ποιοι είμαστε από το ύφος του μαγαζιού που επιλέγουμε. «Θα το θέσω λίγο άκομψα: “Είμαι σοβαρός, θα βάλω το ακριβό μου πουκάμισο ή τις γόβες μου και βουρ για Κολωνάκι. Τι σημασία έχει που είμαι σε κυριλέ ελληνάδικο;” είναι μια κατηγορία. Άλλη είναι η “είμαι κουλ τύπος και νομίζω ότι ζω στο Bronx; Θα βάλω τα φιρμάτα αθλητικά μου σε ένα underground wannabe hiphoprnbάδικο”. “Διαβάζω Sartre και βλέπω Roy Andersson; Σιγά μην πάω εγώ σε μέρη που ανθίζει η λαϊκή ποπ κουλτούρα, άσε μη με δει και κανένα μάτι”. Και φυσικά “Είμαι μεταλάς εγώ, ένας σωστός Lemy εν ζωή”.  Η λίστα των κλισέ μπορεί να συνεχίσει, αλλά σημασία έχει ότι όλοι οι παραπάνω μπορούν να συναντηθούν σε ένα cult πάρτι, εκεί που κανείς δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είναι ο άλλος, τι φοράει, αν διαβάζεις Albert Camus ή αθλητική. Δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν. Είναι σαν μια μεγάλη πλάκα και ο συνδετικός μας κρίκος είναι οι κοινές μουσικές αναμνήσεις».

Τελικά, έχουμε συμφωνήσει τι είναι το kitsch, το cult, το trash;

Αν και απείχε για χρόνια από την φάση kitsch, όταν αισθάνθηκε πως «υπήρχε ξανά η ανάγκη για κάτι αυθεντικό, καλοδουλεμένο και με γνώση στο είδος», ο Ηλίας Φραγκούλξης δημιούργησε το Trashathon. «Αυτό ήθελα να παίζει σε “κόντρα” μέρη, να κάνει μια κάποια “βρωμιά” σαν πρόταση. Και μπήκα στο Bios, άγριος ναός κουλτούρας εκείνη την εποχή. Νοέμβρης του 2009. Υστερία με την πρώτη κιόλας βραδιά. Πλέον, το κάνω μια φορά το χρόνο, κάθε παραμονή Χριστουγέννων, στο Bios της Πειραιώς πάντα. Δεν θέλω να το κουράσω, ούτε να κάνω “αρπαχτές”. Όταν φτιάχνεις ένα είδος legacy, το τιμάς».

Εξηγεί ότι το cult δεν είναι απαραίτητα και «σκουπίδι». «Το cult το θυμάσαι, το έχεις φορτώσει με αναμνήσεις, μπορεί να μην το αγαπάς απαραίτητα, αλλά μάλλον το έχεις ζήσει. Αμαρτία ή όχι, μπορεί να σε ακολουθεί από τα χρόνια της νιότης». Το trash είναι μια άλλη «διάσταση»,  δεν το ξέρουν και πολλοί πραγματικά κατά τον ίδιο. «Τα τελευταία χρόνια, το YouTube έχει δημιουργήσει trash “επιτυχίες” αλλά πολλές φορές δεν φταίει μόνο το τραγούδι. Είναι το σύνολο, μαζί με την εικόνα. Συχνά, αυτά τα κομμάτια δεν χορεύονται. Χωρίς το video, γίνονται ένα ανέκδοτο δευτερολέπτων. Και δεν ζουν για πολύ. Θυμάσαι τον χαμό με την “Κόμπρα”; Αν το παίξεις σήμερα, θα μετράς με τα δάχτυλα πόσοι θα το χορεύουν. Οι υπόλοιποι θα κοιτάζονται μεταξύ τους».

Πέρα από επικοινωνιακούς λόγους και σκοπούς, για τη Matina Sous Peau οι ταμπέλες στη μουσική δεν έχουν καμία άλλη χρησιμότητα. «Το cult θα το δείξει ο χρόνος, το trash δεν υπάρχει, είναι ο μανδύας που καλύπτει τις ένοχες απολαύσεις μας. Δεν μας φταίει η μουσική, ο μικροαστισμός μας φταίει και η αδυναμία μας να αποδεχτούμε το διαφορετικό ή το υπερβολικό ως μη κανονικό».

Η Χαρά Κυριακοπούλου περιγράφει γλαφυρά το που τελειώνει για εκείνη το cult και που ξεκινάει το trash στη μουσική «νομίζω ότι το όριο βρίσκεται μεταξύ του “πωωω ρε φίλε τι έβαλε/που το θυμήθηκε;” και του να κρατάς την κοιλιά σου απ’ τα γέλια. Δηλαδή εντάξει, αν ακούσεις Κώστα Κούντο σε πάρτι, έναν κοιλιακό θα τον κάνεις».

Στο ξεκίνημα τους, οι Trashformers έβρισκαν τον όρο trash «προκλητικό», «ταίριαζε με αυτό που κάναμε γιατί ουσιαστικά παίζαμε μουσική που δεν μπορούσες να ακούσεις πουθενά αλλού και τη σνόμπαραν στα δήθεν 00s, της mainstream και των μεγάλων clubs , μιλάμε για το 2004. Η αλήθεια είναι ότι δεν παίζουμε «σκουπίδια» ή τουλάχιστον εμείς δεν τα βλέπουμε έτσι. Ανοίγουμε την αποθήκη του μυαλού μας και βρίσκουμε διαμάντια που “έχουν γράψει” στο υποσυνείδητο, κάποια ποιοτικά, κάποια όχι τόσο, αλλά όλα αγαπημένα».

Παρατηρούν πως το τι θεωρείται πλέον cult και τι trash είναι υποκειμενικό και μεταβαλλόμενο. «Ένας καλλιτέχνης μπορεί εύκολα να ενταχθεί από κάποιους στην πρώτη κατηγορία, απ’ άλλους στη δεύτερη. Επίσης, η κατηγοριοποίηση του μπορεί να αλλάξει στην πορεία. Αυτό που τελικά έχει σημασία είναι αν διασκεδάζεις ακούγοντας τη μουσική του ή όχι».