Και μόνο το ότι χρειάζεται να βάλει κανείς την πρόταση «τα Όσκαρ της Ελλάδας» στον τίτλο ενός θέματος για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, καταδεικνύει ότι, στην πέμπτη τους χρονιά, τα μόνα (μη φεστιβαλικά) κινηματογραφικά βραβεία της χώρας πάσχουν από ένα πολύ βασικό πράγμα: την έλλειψη ευρείας αναγνωρισιμότητας. Και σε μια χώρα που έδειξε να γυρίζει περισσότερο από ποτέ την πλάτη της στο εθνικό της σινεμά ακριβώς την ίδια περίοδο που αυτό κατάφερνε όχι μονάχα να βρίσκει διέξοδο προς το εξωτερικό, αλλά να επιστρέφει και δαφνοστεφανωμένο, ο μεγαλύτερος αντίπαλος που πρέπει να αντιμετωπίσει το συλλογικότερο όργανο της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας είναι ακριβώς αυτή η σχέση του με τον θεατή.

Δημιουργημένη ως τέκνο σύρραξης, στην αχλή της σκόνης που σήκωσε το προ πενταετίας αντάρτικο των νεαρότερων απ’ τους ντόπιους κινηματογραφιστές, ενάντια στην πολιτειακή αδιαφορία και την συνδικαλιστική δυσκινησία, κι απόρροια του κινήματος των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη και του εμπάργκο που κήρυξαν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, για να πιέσουν το Υπουργείο Πολιτισμού να φέρει στο προσκήνιο έναν νέο, πιο ευέλικτο και επίκαιρο κινηματογραφικό νόμο, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ιδρύθηκε με σκοπό να προσδώσει ένα στιβαρό πρόσωπο στην κινηματογραφική κοινότητα, μέσω του οποίου θα μπορούσε να συνδιαλλαγεί με την Πολιτεία, αλλά και θα ανανέωνε ακριβώς αυτήν την σχέση της ελληνικής κινηματογραφίας με το πρωταρχικό της κοινό. Αρχής γενομένης, με τα βραβεία της.

Για ποιον όμως μετράνε τελικά τα βραβεία αυτά; Αυτό ρώτησε κι η Popaganda τον νεόκοπο πρόεδρο της Ακαδημίας, βετεράνο παραγωγό και διευθύνοντα της Stefi Productions, Βασίλη Κατσούφη.

Η Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη, είναι υποψήφια 13 κατηγορίες (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

Η Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη, είναι υποψήφια 13 κατηγορίες (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

Φέτος που κλείνουν μισή δεκαετία ύπαρξης, πόσο κρίνετε ότι έχουν διεισδύσει τα βραβεία της ΕΑΚ, τόσο στη συνείδηση των θεατών, όσο και σ’ αυτήν των επαγγελματιών του ελληνικού κινηματογράφου; Φέτος είχαμε πολύ καλή συμμετοχή στην διαδικασία των βραβείων. Απ’ τις 20 ταινίες που γυρίστηκαν υποβλήθηκαν οι 19, κι αντίστοιχη ανταπόκριση είχαμε και στα ντοκιμαντέρ, αλλά και στις μικρού μήκους ταινίες, που ήταν επίσης πάρα πολλές. Λίγο-πολύ νομίζω ότι έχει αποκτήσει ένα κύρος η Ακαδημία. Δεν παύει όμως να θέλει πολλή δουλειά ακόμη στο κομμάτι της αποδοχής της απ’ το σύνολο του κινηματογραφικού χώρου. Ξέρεις, στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να μαζευτούμε όλοι γύρω από έναν κοινό σκοπό, ακόμη κι αν είναι κάτι απ’ το οποίο κανείς δεν έχει τίποτε να χάσει. Πάντα υπάρχουν αντιγνωμίες. Η Ακαδημία όμως χρειάζεται, για να αποδείξει τελικά ότι η βιομηχανία του ελληνικού κινηματογράφου μπορεί να φτιάχνει κάποια πράγματα, όπως και να δίνει και κάποια βραβεία, τα οποία να μεταφράζονται είτε σε πορεία στο εξωτερικό, είτε σε άλλα βραβεία, είτε σε πωλήσεις, είτε σε εισιτήρια.

Βοηθούν τα βραβεία της ΕΑΚ στα εισιτήρια; Σίγουρα είναι ένα κάποιο βοήθημα, αλλά χωρίς αυτό να είναι καταλυτικός παράγοντας στο να αυξηθούν τα εισιτήρια μιας ταινίας. Πιστεύω ότι η Ακαδημία πρέπει να γίνει γνωστή στον κόσμο, αυτό είναι πολύτιμο. Άρα λοιπόν πρέπει να κάνει κάποιες δράσεις, ή συνεργασίες τέτοιες που θα της δώσουν ένα πρόσωπο. Δηλαδή να κάνει τον κόσμο να πει «το είπε η Ακαδημία». Κι είναι κάτι που το προσπαθούμε σιγά-σιγά, η αξιοπιστία της Ακαδημίας να είναι τέτοια που το ψήφισμά της, ή τέλος πάντων οι αποφάσεις της, να έχουν μια βαρύτητα. Βέβαια, ο καθένας από έμας ψηφίζει υποκειμενικά, με τα δικά του κριτήρια τέλος πάντων. Αλλά νομίζω ότι το φετινό νούμερο των 200 μελών που είχαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν, είναι ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό δείγμα, ένα αντιπροσωπευτικό νούμερο για μια χώρα που έχει κάνει 20 ταινίες όλες μαζί. Θέλω να πω, αναλογικά με την Αμερική για παράδειγμα, που έχει 6 χιλιάδες μέλη για 250 εκατομμύρια πληθυσμό, καλά είμαστε κι εμείς θεωρώ.

Ο Εχθρός μου, του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ήρθε δεύτερος στη λίστα των υποψηφιοτήτων, με πρόκριση σε 10 κατηγορίες (φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος / FOSPHOTOS)

Ο Εχθρός μου, του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ήρθε δεύτερος στη λίστα των υποψηφιοτήτων, με πρόκριση σε 10 κατηγορίες (φωτογραφία: Γεράσιμος Δομένικος / FOSPHOTOS)

Δεν ψήφισαν όμως και τα 200 μέλη που είχαν δικαίωμα ψήφου. Δεν θα σας ρωτήσω πόσοι ψήφισαν, μιας κι είχατε αρνηθεί να μας το αποκαλύψετε στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων, όμως για παράδειγμα στη διεθνή Ένωση Διαδικτυακών Κριτικών Κινηματογράφου, αν κάποιος δεν συμμετάσχει στην ψηφοφορία των βραβείων της, βγαίνει εκτός ‘Ενωσης. Εσείς δεν έχετε μια τέτοια δικλείδα. Έχεις δίκιο ότι είναι μια δικλίδα η οποία θα μπορούσε να ανεβάσει την αξιοπιστία της Ακαδημίας. Απ’ την άλλη μεριά όμως, τα άτομα που έχουμε όλα κι όλα είναι 250, μαζί με 10 επίτιμα. Καταλαβαίνεις λοιπόν, τι έχει να γίνει, αν αρχίσουμε να διώχνουμε. Είναι σωστό αυτό που λες και δεν πρέπει να το φοβηθούμε, όμως δεν είναι ώρα ακόμα να γίνει αυτό το πράγμα. Ξέρεις, εμείς οι Έλληνες είμαστε πολύ εύκολοι στο να κάνουμε διάφορα παραμάγαζα και όσο κι αν συμφωνώ μ’ αυτό που λες, δεν θα ήθελα ποτέ να την διαλύσω την Ακαδημία, κάνοντας κάποιους να πουν «έτσι είστε; Κι εμείς πάμε και στήνουμε μια άλλη Ακαδημία αύριο το πρωί». Άλλωστε, η Ακαδημία είναι ακόμη στην αρχή της. Κι άμα ο άλλος δεν καταλαβαίνει το λόγο που γίνεται μέλος της Ακαδημίας, δεν υπάρχουν και πολλά που μπορείς να κάνεις…

Αλλά προτιμώ να φάω τα δυο χρόνια της θητείας μου προσπαθώντας να ανεβάσω τα μέλη της απ’ τα 250 στα 350, να μπούνε κι άλλοι άνθρωποι και να κάνουμε 5-10 πράγματα, παρά απαγορεύοντας και τιμωρώντας τους μη μετέχοντες στη δημοκρατία. Ξέρεις, είναι λίγο σαν τις εκλογές, που όταν δεν ψήφιζες κι ήσουν λιγότερο από 100 χλμ απ’ τις κάλπες, είχες κυρώσεις και πρόστιμα. Λοιπόν, εμείς –εγώ και το υπόλοιπο ΔΣ δηλαδή- ξεκινήσαμε με αυτό το πράγμα στο μυαλό, να μεγαλώσουμε την Ακαδημία, όχι να την μικρύνουμε. Γι’ αυτό και κατεβάσαμε το κόστος εγγραφής και την ετήσια συνδρομή, κατ’ αρχάς. Να μην μπορεί να πει ο άλλος «δεν έχω λεφτά για να μπω στην Ακαδημία». Το κάναμε λοιπόν αυτό. Το οποίο μας δυσκολεύει τη ζωή για όλα τα άλλα και μας αναγκάζει να προσπαθούμε παρακαλώντας από ‘δω κι από ‘κει να κάνουμε πράγματα. Κι ευτυχώς που υπάρχει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ευτυχώς που η Nova μάς δίνει κάποια χρήματα, ευτυχώς που ο Σύλλογος Υποτρόφων Ιδρύματος Ωνάση μας δίνει κάποια χρήματα και κάνουμε κάποιες δράσεις. Δεν διαφωνώ να παρακαλάω, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι του κινηματογράφου να μην συμμετέχουν. Ξέρεις, δυστυχώς θέλουν πατερούλη οι άνθρωποι του κινηματογράφου, κι είναι υποτιμητικό αυτό να το λέω, αλλά πιστεύω ότι όλοι πρέπει να ενδιαφέρονται. Δεν υπάρχει κανείς που να μην τον συμφέρει να υπάρχει η Ακαδημία, να ψηφίζει σωστά και να έχει πλουραλισμό και να βραβεύεται εν τέλει κάποιος που να αξίζει να βραβεύεται κι όχι να βγαίνει τελικά κάποιος που να έχει κάνει μόνο λόμπι. Γιατί και στην Αμερική γίνονται λόμπι, αλλά είναι 6 χιλιάδες άνθρωποι, δεν μπορείς να τους κάνεις όλους λόμπι. Ενώ εδώ, απ’ τους 250 πιθανόν τους 50 να μπορείς να τους μαζέψεις.

8 υποψηφιότητες για το Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά (φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS)

8 υποψηφιότητες για το Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά (φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS)

Στα πρώτα βήματά της, η Ακαδημία προσπάθησε να εδραιωθεί ως επίσημος συνομιλητής του Υπουργείου Πολιτισμού σε θέματα κινηματογράφου. Το ΥΠΠΟ όμως, ήταν κάτι παραπάνω από επιφυλακτικό. Έχει αλλάξει αυτό; Δυστυχώς όχι, δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Κοίταξε, εγώ σε ό,τι αφορά στη δουλειά μου είμαι απολίτικος. Με την έννοια ότι απ’ όποια θεσμική θέση κι αν έχω περάσει, με ενδιαφέρει να ανοίξω αυτόν τον διάλογο, κι όχι μόνο με το ΥΠΠΟ, αλλά και το Υπουργείο Οικονομικών, και το Δημόσιας Τάξης και το Εσωτερικών, ή και το Εξωτερικών ακόμη, που θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τον ελληνικό κινηματογράφο. Για το Τουρισμού μην το συζητάμε, αυτό θα έπρεπε να είναι πυλώνας της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Θα έπρεπε να είναι η πόρτα μέσα από την οποία θα μπαίνουν οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν ταινίες εδώ. Γιατί, εντάξει, μην τα ξαναλέμε, η Κεφαλλονιά είναι πάλι γεμάτη χάρη στο Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι.

Όπως μέσα σε όλους τους χώρους στην Ελλάδα, έτσι και στον κινηματογραφικό, υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ποδηγετήσουν τον ελληνικό κινηματογράφο. Να πιάσουν τις καρέκλες, να είναι πρόεδροι στο ΕΚΚ, υπεύθυνοι του ΥΠΠΟ για τον κινηματογράφο, και να έχουν τον κινηματογραφικό χώρο υπόδουλο. Εγώ πιστεύω ότι υπεύθυνοι και πρόεδροι σ’ αυτά τα πόστα πρέπει να είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι καταξιωμένοι είτε επαγγελματικά είτε επιστημονικά ως managers. Γιατί για να αναπτυχθεί ο κινηματογράφος, managers χρειαζόμαστε περισσότερο, παρά θεωρητικούς του κινηματογράφου, ή ακαδημαϊκούς της Ιστορίας του.

Τώρα, δεν ξέρω, δεν έχω καταλάβει γιατί τον κινηματογράφο τον έχουν έτσι σαν παραπαίδι του πολιτισμού –το θέατρο το έχουν αντιμετωπίσει κάπως διαφορετικά για παράδειγμα. Δεν ξέρω γιατί. Θεωρούν ότι δεν είναι σοβαρός; Ότι δεν κάνει εισιτήρια; Μπορεί να είναι πολύ πιο παλιό, επειδή παλιότερα ήταν ανεξάρτητος και μπορούσε να εκφέρει γνώμη που δεν ήθελε το πολίτευμα να ακούει, τον στριμώξανε και τον βάλανε σε καλούπια, βάζοντας πάντα ανθρώπους οι οποίοι μπορούσαν να τον χειραγωγήσουν, όσο αφορά σε ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Αλλά και πάλι, ο Αγγελόπουλος κατάφερε να το ξεπεράσει αυτό το πράγμα, για παράδειγμα. Κι ακόμα και σήμερα, κάθε τόσο ξεπετάγονται δυο-τρεις, υπάρχουν, δε λέω ότι δεν υπάρχουν ταλέντα στον ελληνικό κινηματογράφο, ή ότι δεν βγαίνουν ταινίες οι οποίες να είναι καλές. Όμως όταν υπάρχει πενία οικονομική, προκύπτει και πενία σε ανθρώπους. Γιατί βλέπει ο άλλος ότι ο κινηματογράφος δεν είναι επάγγελμα, δεν είναι κάτι απ’ το οποίο μπορώ να ζήσω. Και φεύγει και πάει στην τηλεόραση και καλά κάνει, γιατί πρέπει να ζήσει έτσι κι αλλιώς. Κι ύστερα πολλοί απ’ την τηλεόραση βγαίνουν και κάνουν σινεμά και κάνουν κι εισιτήρια, αλλά δεν υπάρχει ο απαραίτητος κύκλος, να βρίσκουν οι άνθρωποι δουλειά.

Κι απ’ την άλλη, όταν έχεις ένα παιδί που τραυλίζει, και του φωνάζεις συνέχεια «τραυλέ, τραυλέ, τραυλέ», δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ρήτορας. Αυτό που θέλω να πω, είναι πως αν υπάρξει μια βασική βιομηχανία κινηματογράφου, θα μπορέσει σιγά-σιγά η βιομηχανία αυτή να βγάλει και καλές ταινίες, κι αυτές οι ταινίες να δουλέψουν και στο εξωτερικό. Και τέλος πάντων δεν είναι το θέμα να πουλήσουμε μόνο ταινίες εντός ή εκτός, αλλά και να έρθουν κι άλλοι απ’ έξω να κάνουν εδώ ταινίες. Έχουμε 250 μέρες ηλιοφάνεια. Έχουμε τις πιο ωραίες παραλίες. Και τα σπίτια μας είναι πολύ ωραία, και οι πόλεις μας είναι κινηματογραφικές και θα μπορούσαμε να τις φτιάξουμε και καλύτερα ακόμα, αν βιώναμε μια τέτοιου τύπου κινηματογραφική ανάγκη ας το πούμε. Και στούντιο θα μπορούσαμε να κάνουμε, και θέατρα θα μπορούσαμε να φτιάξουμε, για να έρχονται εδώ και να τα φιλμάρουνε. Στη Βουλγαρία έχουν ένα γύψινο θέατρο και πάνε οι άλλοι και γυρίζουνε όλα τα B-Movies. Τι κακό έχουν τα B-Movies δηλαδή, όταν φέρνουν 10 εκατομμυριάκια ζεστά με κάθε ταινία στη Σόφια ας πούμε; Εμείς γιατί δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Γιατί απαγορεύεται το ένα, απαγορεύεται το άλλο, μην ακουμπήσεις εκεί, μην αγγίξεις τις Καρυάτιδες…

Στην επόμενη σελίδα: Γιατί η Ελλάδα δεν είναι κέντρο παραγωγής ταινιών;