Βρισκόμαστε στην αίθουσα των έσω κατόπτρων. Εδώ κυριαρχούν το σατέν, το ημίφως και τα ημίτονα. Η πατίνα του χρόνου, αιωρείται αβέβαιη. Ο χωροχρόνος, με λινό εκρού κουστούμι, είναι ξαπλωμένος σε βελούδινους βυσσινί καναπέδες, και παχουλές γυμνές γυναίκες του κάνουν αέρα με φτερά παγονιού. Η ατμόσφαιρα είναι η αρμόζουσα. Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, καθισμένος σε αναπαυτικά μαξιλάρια με χρυσά κρόσσια, μοιράζει μαντιλάκια από βατίστα βουτηγμένα στο άρωμα παρελθόντων ετών. Είναι ο μοναδικός θνητός που διέσχισε την Αχερουσία με ταξί. Στα πόδια του κάθεται εξημερωμένη η καθαρεύουσα, με όλα της τα στολίδια: κομψά ρήματα, καταχρηστικές προθέσεις, νωχελικές προστακτικές. Της χαϊδεύει απαλά τη ράχη. Ξέρει ότι εδώ είναι ο προθάλαμος για κάτι που δεν ξέρει. Ο Charles Trenet, και ο Leo Ferre, σπαραξικάρδιοι και βουρκωμένοι βάρδοι του πληγωμένου έρωτα, κάθονται μπροστά στο πιάνο, που μόλις έχουν ανασύρει από το βυθό. Πάνω στον έβενο λαμπυρίζουν σταγόνες αλλοτινών νερών. Οι πεταλίδες πάνω στα πλήκτρα έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τα βράχια και να ακολουθήσουν τη μουσική των άλλων πλασμάτων. Στην οροφή μια μέδουσα πολυέλαιος σαλεύει κατευναστικά. Ο Γιάννης Πηνειώτης, ο Σπύρος Ζαγοραίος και η Καίτη Ντάλη, τραγουδούν ντυμένοι με τα καλά τους, ως γνήσιοι εκπρόσωποι της παναχράντου πρεσβείας των ταπεινών. Ο Νίκος Τατασόπουλος και ο Γιάννης Κοντογιάννης, αυτοσχεδιάζουν πλήρεις ερώτων. Είναι δυο μπουζουξήδες που κατέχουν τα κρυφά μονοπάτια της μουσικής, αφού έχουν παίξει πάνω σε σπασμένα κρύσταλλα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Η Αλεξάνδρα με λευκό φουστανάκι και χρυσές ταινίες στα μαλλιά, παρακαλάει την Δήμητρα και την Περσεφόνη να εφοδιάσουν με κάρτα ελευθέρας εισόδου στα σκυλάδικα της δικαιοδοσίας τους τον ακριβό της φίλο. Οι χθόνιες θεότητες συμφωνούν αμέσως, πετούν στον αέρα στίχους που φτερουγίζουν και μετά κάθονται απαλά στα κοράλλια του βυθού. Όλοι, ζώντες και τεθνεώτες, γνωρίζουν πως δεν υπάρχει εθελουσία έξοδος. Μόνον όπου κάτσει η μπίλια. Η μπίλια έκατσε στο 56. Εκ γαρ πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας, έγραψα υμίν, δια πολλών δακρύων.

pop_varveris_1

ΑΠΑΝΤΑ

Αρκετά μίλησα·

ό,τι έπρεπε

ό,τι μπορούσα

το είπα.

Κι ό,τι είπα

ό,τι ψιθύρισα

δεν ήτανε παρά

ο φλοίσβος

ή η βροχή

αλλά ο φλοίσβος

ή η βροχή

καθώς χτυπούσαν

πάνω μου.

«Ο κύριος Φογκ», Ποιήματα 1975-1996, Κέδρος 2000.

ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ

 Αυτές οι νότες

που σας στέλνω

με την άνωση

δεν έχουν πια κανένα

μα κανέναν μουσικό ενδιαφέρον.

Απ’ τον καιρό του ναυαγίου

που αργά μας σώριασε τους δυο

ως κάτω στο βυθό

σαν βάρος έκπληκτο

το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ

έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος

μια υπόκωφη επίπλωση βυθού

ένα λουλούδι εξωτικό

ή ένα όστρακο

φωλιά ιπποκάμπων

διάδρομος ψαριών που όλο απορούν

μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη

του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας

διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια

τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες

σαν ντο και σολ και μι

μη φανταστείτε μουσική·

είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται

πιέζει κι ανεβαίνει.

Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.

Το πιάνο μου κι εγώ

είμαστ’ εδώ πολύ καλά

εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες

αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου

και ιδίως

μακριά επιτέλους

από κάθε προοπτική πνιγμού.

«Πιάνο βυθού», Ποιήματα 1975-1996, Κέδρος 2000.

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής/ FOSPHOTOS

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής/ FOSPHOTOS

ΑΝ ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ

 Πόσα δεν ξέρεις

απ’ όσα εγώ θυμάμαι.

Στο κεφαλάκι σου σφηνώνω μνήμες

της δικής μου μνήμης

πρόσωπα, πράγματα που αγάπησα

και δε σου δόθηκε ούτε καν

να τα ξεχάσεις.

Κι όλο σου ξαναλέω τα τόσα που έχεις χάσει, ενώ

τίποτε, τίποτε δεν έχασες.

Μην ακούς έναν

ανάξιο να ξεχάσει

μην τον ακούς

μην τον ακούτε

αυτός είναι τρελός για μνήμη

τα χέρια και τα λόγια του είναι μνήμη

αφήστε τον στη μνήμη του

πάρτε του το παιδί από τα χέρια.

Άκυρο θαύμα, Ύψιλον 1996.

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ

ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

 Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. ― Είσαι καλά; του λέω. ― Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι. ― Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. ― Δεν πίνεις; ρώτησα. ― Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

Ο άνθρωπος μόνος, Κέδρος 2009.

ΠΡΙΓΚΙΨ ΚΑΙ ΠΤΩΧΟΣ

Έμποροι οφειλέτες άνθρωποι υπερήμεροι

ναυτικοί της ξηράς

συνταξιούχοι της θάλασσας

καλλονές σε απαρχή κατεδάφισης

παντοδύναμοι σε φάση διαδοχής

πιστοί

πιστοί που πολύ πικραθήκατε

άνθρωποι εν γένει στα πρόθυρα

σημαίνει, σήμανε η παύση πληρωμών

αφήστε τον σύνδικο

της πτωχεύσεως

να κάνει τη δουλειά του

ακούστε στα μαλλιά σας

αυτό μου το χάδι:

Περιουσία μας είναι

ό,τι έχουμε χάσει.

Στα ξένα, Κέδρος 2001.