DSC_8113

«Για αυθεντικά greek sandals στρίψτε δεξιά». Αυτή είναι η ένδειξη που συναντά κανείς στην οδό Ερμού, κατηφορίζοντας στο δρόμο προς Θησείο. Στρίβεις δεξιά λοιπόν στην Αγίας Θέκλας και στο νούμερο 2 σε καλωσορίζει ο Πόυ-Πόυ κουνώντας από χαρά την ουρά του (προσοχή, ορισμένες φορές μπορεί και να γαβγίσει). Μόλις έφτασες στο κατάστημα του πάντοτε χαμογελαστού Παντελή Μελισσινού, του «ποιητή». Είσαι πια στη Μέκκα των σανδαλιών «αρχαιοελληνικού» τύπου.

Με το καλωσόρισμα προσφέρεται ένας κατάλογος με φωτογραφίες των διαφορετικών τύπων σανδαλιών για να διαλέξεις. Στις υπόλοιπες σελίδες βρίσκονται πολλά δημοσιεύματα για εκείνον, τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή τύπο (από περιοδικά της γειτονικής Ιταλίας μέχρι τους New York Times). Βέβαια αρκεί μία ματιά τριγύρω στα δεκάδες κρεμασμένα σανδάλια στους τοίχους για να βρεις το αγαπημένο σου και τότε ξεκινάει το παιχνίδι και η απάντηση στην ερώτηση: «Γιατί τα σανδάλια του Μελισσινού είναι ιστορικά;».

DSC_8105-Edit

Όταν λοιπόν καταλήξεις στο ιδανικό ζευγάρι ανάμεσα σε 28 σχέδια, ο κύριος Μελισσινός αναλαμβάνει δράση. Τα εφαρμόζει στο πόδι και μόλις υπολογίσει τις σωστές διαστάσεις, καρφώνει τα λουράκια προσθέτοντας παράλληλα την ειδική κόλλα. «Όλα τα σανδάλια είναι χειροποίητα. Μην ξεχνάς όμως ότι το κάθε πόδι έχει τη δική του διάπλαση και στόχος είναι να είναι 100% προσωπικά, ευχαριστώντας εκείνον που θα το φορέσει», μου εξηγεί ενώ εξυπηρετεί μία τουρίστρια από τη Γερμανία. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε φύγει μία άλλη κυρία που είχε κάνει ειδική παραγγελία, λόγω κάποιου ανατομικού προβλήματος όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά παπούτσια είναι απαγορευτικά για εκείνη. Ο κύριος Παντελής έδωσε όμως την customized λύση.

«Τα τελευταία χρόνια η αγορά έχει κατακλυστεί από σανδάλια σαν τα δικά μας. Η διαφορά είναι ότι εκείνα είναι “τουριστικά”. Έχουν γίνει δηλαδή με έναν τρόπο που θα χαρακτήριζα πλημμελή. Η παραγωγή τους είναι πολύ πιο φτηνή από την τιμή που τα πωλούν και η διάρκεια ζωής τους είναι ελάχιστη». Η επόμενη ερώτηση φυσικά αφορά στο μέλλον του δικού του σανδαλιού, από την αγορά μέχρι την «καταστροφή» του. «Με σωστή χρήση, μπορεί να κρατήσει για μία ολόκληρη ζωή. Αν όμως επιλέγεις να τα φοράς στη θάλασσα ή γενικότερα να τα ταλαιπωρείς, τότε εξαρτάται», εξηγεί. Πράγματι, ποιος θα φορέσει σανδάλια στα κατσάβραχα;

DSC_8096

Η ιστορία της επιχείρησης είναι πραγματικά οικογενειακή υπόθεση. «Ο παππούς μου, Γιώργος Μελισσινός, άνοιξε το μαγαζί στην οδό Πανδρόσου το 1920, κατασκευάζοντας και πουλώντας μποτάκια και παπούτσια ορειβασίας και ιππασίας. Τριανταπέντε περίπου χρόνια αργότερα, το 1954, ανέλαβε ο πατέρας μου. Μία αγγλίδα χορογράφος ήρθε και άλλαξε την πορεία του μαγαζιού. Παρήγγειλε στον πατέρα μου ένα ζευγάρι σανδάλια “σπαρτιατικού” τύπου. Δεν άλλαξε μόνο την ιστορία του μαγαζιού μας αλλά και της ελληνικής μόδας. Τότε ο καθωσπρεπισμός της χώρας ονόμαζε όσους φορούσαν σανδάλια “χίπηδες”, μη προκομμένους», θυμάται.

Ο John Lennon για παράδειγμα ερχόταν και ψώνιζε σανδάλια προτού γίνει διάσημος με τους Beatles, όταν ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα. 

Ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί αναλαμβάνοντας την δουλειά από τον πατέρα του, Σταύρο, όπως ακριβώς είχε κάνει κι εκείνος πριν εξήντα χρόνια. «Όλα τα σχέδια εκτός από δύο είναι του πατέρα μου. Αναζητούσε την έμπνευση στα μουσεία. Μελετούσε τα αρχαιοελληνικά αγάλματα και τα αγγεία και όντως απέδιδε». Ο Παντελής σπούδασε σχέδιο στο Parsons School of Design, για να επισφραγιστεί η πράξη με την θεωρία και να μπορεί να συνεχίσει το έργο του πατέρα με την ίδια επιτυχία.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι περισσότεροι πελάτες ψωνίζουν κάθε χρόνο, ενώ στην πλειοψηφία τους οι τουρίστες έρχονται «συστημένοι». Η οικογένεια Μελισσινού έχει τεράστιο πελατολόγιο –αρκετοί από τους οποίους έχουν «βαφτίσει» και τα αγαπημένα τους σχέδια. Από την Jacqueline Kennedy Onassis (Jackie O) που αγάπησε ένα κομψό ζευγάρι –και ίσως το δημοφιλέστερο από τα γυναικεία- και τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τους Beatles και τους πιο σύγχρονους, Barbra Streisand, Kate Moss, Sarah Jessica Parker. Ούτε ο ίδιος θυμάται πόσοι έχουν περάσει. «Ο John Lennon για παράδειγμα ερχόταν και ψώνιζε σανδάλια προτού γίνει διάσημος με τους Beatles, όταν ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα». Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κ. Παντελής σε όλους τους πελάτες συμπεριφέρεται με την ίδια ευγένεια.

DSC_8110

Η ώρα περνάει, ο κόσμος είναι πάντοτε πολύς και όλοι ζητούν την άποψη του για να βγουν από το δίλημμα. «Συνολικά εδώ είμαστε τέσσερα άτομα, δε χωράνε και παραπάνω. Μετά απασχολούμε και ένα γαζοποιητή που δεν είναι στον χώρο. Όλο το χειμώνα δουλεύουμε για να φτιάξουμε τα σανδάλια για το καλοκαίρι. Μετά τα υπόλοιπα γίνονται επί τόπου. Μη νομίζεις ότι δεν μας έχει επηρεάσει η κρίση. Δουλεύουμε σαν σκλάβοι. Για παράδειγμα είχα σκεφτεί να ανοίξω ένα eshop όμως ο χρόνος μου είναι ελάχιστος κι επίσης φοβάμαι θα χαθεί η ακρίβεια του custom made».

Οι τοίχοι, πέρα από τα δεκάδες σανδάλια που κρέμονται και τις αφίσες με τις ευχαριστίες των διάσημων πελατών του, είναι διακοσμημένοι με τους δικούς του πίνακες, έργα που θυμίζουν έντονα τις αριστοφανικές κωμωδίες. Εξάλλου, –όπως προδίδει και η ταμπέλα του μαγαζιού- είναι ο «ποιητής σανδαλοποιός», σαν τον πατέρα του. Στο παρελθόν είχε γράψει μία θεατρική κωμωδία, τον Βάκχο. «Έχω σταματήσει να κάνω εκθέσεις ζωγραφικής. Δεν τις έκανα ποτέ για το οικονομικό κέρδος. Θέλω να γίνεται για τη δική μου απόλαυση», σχολιάζει ενώ παράλληλα μου υπενθυμίζει πως η θεατρική του παρουσία δεν περιορίζεται στο δικό του έργο, καθώς τα σανδάλια του έχουν χρησιμοποιηθεί σε ιστορικές παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου με παρότρυνση του Αλέξη Μινωτή όπως και στην ιστορική παράσταση του θεάτρου Τέχνης, Όρνιθες, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και με κοστούμια και σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη.

Το σχόλιο του κ. Μελισσινού εκπέμπει μία νοσταλγία για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που «όμοιοί τους δεν υπάρχουν πια. Μακάρι να επιστρέψουμε στην χαρά που είχαμε παλιότερα. Να “ξεφλωρέψουμε” και να απολαμβάνουμε τις χαρές όπως ήταν».