Υπάρχει μια στιγμή στο νέο πρωτότυπο κι εντυπωσιακά καλοφτιαγμένο βίντεο της Generali, που σαρώνει ήδη στο διαδίκτυο, που νιώσαμε ότι μας δικαιώνει. Είναι η σκηνή στο 1’38” με τον παππού και τον εγγονό να κοιτάνε με νόημα τα, ατάκτως εριμμένα στο τραπέζι, χαρτάκια και σημειώματα. «Σκουπίδια» που, φαινομενικά, προορίζονται για τον κάλαθο των αχρήστων αν δεν είναι δεμένα με τις αναμνήσεις που συνθέτουν το νήμα μιας ολόκληρης ζωής. Μιας ζωής που, έτσι κι αλλιώς, αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν φυλάς τις στιγμές της. 

Σκεφτήκαμε, λοιπόν, η συντακτική ομάδα της Popaganda, ποια είναι εκείνα τα ενθύμια που έχουμε επιλέξει να κρατήσουμε μαζί μας για πάντα. Εκείνα που αντιπροσωπεύουν την πραγματική ευτυχία της ζωής που βρίσκεται στις καθημερινές της αναμνήσεις. Γιατί μπορούν και μας κάνουν και πάλι παιδιά…

Το πλατύ κουτάλι, της Αναστασίας Βαϊτσοπούλου

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έτρωγα με ένα συγκεκριμένο κουτάλι, αυτό της γιαγιάς μου. Το είχα πάρει μια φορά από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και δεν της το επέστρεψα ποτέ. Είχε μια «ουρά», πιο πλατιά από τα άλλα κουτάλια, όπου είχε σκαλισμένο πάνω ένα κοριτσάκι που τάιζε χήνες και «καθόταν» τόσο καλά στο χέρι μου, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα κουτάλια του πλανήτη. Δεν ξέρω αν ο λόγος που το είχα λατρέψει τόσο είχε να κάνει με το σκάλισμα και ίσως τον υποσυνείδητο συσχετισμό του με παραμύθια με χήνες και χρυσά αυγά, πάντως κάθε πρωί τρώω τα corn flakes μου με αυτό.


Το ξύλινο καρεκλάκι του Σταύρου Διοσκουρίδη

Είμαι 34 χρονών κι έχω ένα ξύλινο καρεκλάκι 34 χρόνια. Τα πρώτα χρόνια, με το που βγήκα από την περιοχή του καροτσιού, το χρησιμοποιούσα για να κάθομαι κυρίως κατά τη διάρκεια του φαγητού. Μετά εξαιτίας της αλλαγής του προσωπικού μου μεγέθους πήγα σε μεγαλύτερο format με αποτέλεσμα να έχω επίσης κι άλλη μια καρέκλα για 30 χρόνια. Ξύλινη, επίσης! Φοβερό! Το καρεκλάκι μάλιστα το έπαιρνα σε κάθε μετακόμιση μαζί. Έφυγα από το πατρικό πήγα σε ένα σπίτι και το πήρα μαζί, έφυγα από το άλλο σπίτι γύρισα στο πατρικό με το καρεκλάκι πάλι. Μετά έφυγα από το πατρικό, πάλι γι΄αλλού το καρεκλάκι εκεί, δίπλα μου (και η καρέκλα μαζί). «Τι το θες και το παίρνεις;», με ρώταγαν έξαλλοι; «Μα καλά είστε τρελοί, έχουμε μεγαλώσει μαζί», απαντούσα. Αυτή είναι η αλήθεια, κι αν ακόμη δεν είμαστε τόσο κοντά, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε πάψει να πιστεύουμε ότι έχουμε ο ένας τον άλλον.


Ο τεράστιος αρκούδος της Μελίνας Καλφαντή

Ο Μπάμπης έγινε μέλος της οικογένειας όταν ήμουν περίπου ενός έτους – μου τον έφερε ο παππούς μου, εγώ ήμουν μερικά εκατοστά σε ύψος, κι εκείνος ήδη 1 μέτρο ψηλός και πολύ πολύ χοντρός. Τον έκαναν πολυθρόνα μου, καθώς με έβαζαν να κάθομαι στην αγκαλιά του και να ξαπλώνω πάνω στην αφράτη κοιλιά του. Ο τεράστιος αρκούδος έμεινε μαζί μου μέχρι που δε χωρούσαμε να κοιμόμαστε πια στο ίδιο κρεβάτι, και μετά πήρε τη θέση του στη γωνία του δωματίου. Ο σκύλος, που ήρθε αργότερα στην οικογένεια, του προκάλεσε μία πληγή στο λαιμό, κι έχασε πολύ αφρολέξ, Άντεξε όμως. 23 χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμα στο παιδικό δωμάτιο, για τις στιγμές που μια αφράτη αγκαλιά είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι.


Το μπορντό εξώφυλλο του Παναγιωτη Μένεγου

Συνέβη κάτι πολύ ευχάριστο στην παιδική μου ηλικία. Ένας οικογενειακός φίλος μού χάρισε το «παιδικό κομμάτι» της βιβλιοθήκης του. Ανάμεσα τους το βιβλίο που σημάδεψε την παιδική μου ηλικία. Ο Κόμης Μοντεχρήστος, του Αλέξανδρου Δουμά. Έκδοση του 1963, με μπορντό εξώφυλλο και κιτρινισμένες σελίδες. Το διάβασα πολλές φορές στη διάρκεια της προεφηβείας μου, συνήθως παρκαρισμένος σε ένα ορεινό χωριό της Γκιώνας «με τον παππού και τη γιαγιά». Από τότε έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια, τα καλοκαίρια παραθερίζω αλλού, έχουν συμβεί μετοικήσεις, ξενιτεμοί και μετακομίσεις. Αλλά, το σκληρό μπορντό εξώφυλλο το φυλάω σχεδόν 30 χρόνα μετά ως κόρη οφθαλμού στην εκάστοτε βιβλιοθήκη μου, ώστε κάθε φορά που το βλέπω να έρχεται αυτόματα στο μυαλό και μια ξεχωριστή ανάμνηση ή φιγούρα εκείνης της ηλικίας. Τόσο εξιδανικευμένη όσο μια παιδική ψυχή που ταυτίστηκε με τον Εδμόνδο Δάντες μπορεί να την κάνει.  


Το πρώτο μαξιλάρι του Θεοδόση Μίχου

Με πρόχειρους κι εντελώς αναξιόπιστους υπολογισμούς τα τελευταία 38 (και κάτι) χρόνια, έχω αναπαύσει το κεφάλι μου πάνω σε περίπου 2000 διαφορετικά μαξιλάρια – έστω και για ένα βράδυ. Κανένα δεν έχω αντιληφθεί ως πιο βολικό από εκείνο που είχαν βάλει οι δικοί μου στο πρώτο μου κρεβάτι, πάνω στο οποίο το κεφάλι μου βούλιαζε καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, ακόμη και όταν πια τα βαμβάκια ή τα πούπουλα (δε θυμάμαι) στο εσωτερικό του είχαν σβολιάσει σε διάφορα σημεία – βασικά αν ήταν μαλλιά θα ήταν θα είχαν γίνει ράστα.
Όλως περιέργως το μαξιλάρι δεν πετάχτηκε ποτέ, ευτυχώς το πατάρι του πατρικού έχει χώρο ακόμη και για κάτι που έχει φάει τα ψωμιά του. Ευτυχώς γιατί τώρα που γεννήθηκε ο ανηψιός μου περιμένω να μεγαλώσει λίγο για να του το δώσω. Μάλλον…


Το παιδικό βιβλίο της Ντενίσας Μπαϊρακτάρι

Όταν ήμουν 8 αγόρασα μαζί με τον μπαμπά μου το Καημένε Μανολίτο της Ελβίρα Λίνδο. Ένας μπόμπιρας σε μια γειτονιά της Μαδρίτης και οι φίλοι του που όλο και κάπου τον μπλέκουν. Κανένα άλλο βιβλίο δεν με έχει κάνει να γελάσω πιο πολύ στη ζωή μου. Ακόμα και τώρα που είμαι 26 όποτε δεν αισθάνομαι καλά το ανοίγω πάλι. Αγνή, ανόθευτη παιδική ευτυχία. Όσο και να τον έχω ταλαιπωρήσει, ο Μανολίτο δεν με έχει προδώσει ποτέ και ακόμα με κάνει να γελάω. Έστω κι αν όλα γύρω με κάνουν να κλαίω.


Η «ζωγραφική» μολυβοθήκη της Λίνας Ρόκου

Στο δωμάτιο μου, και συγκεκριμένα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου, υπάρχει μια ξύλινη μολυβοθήκη η οποία έχει τη μορφή ενός ζωγράφου. Φοράει μάλιστα μπερέ και διαθέτει μουστάκι γαλλικό αποτυπώνοντας έτσι το κλασικό κλισέ. Μου τη χάρισε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν δημοτικό, ηλικία δε θυμάμαι ακριβώς. Τον μπαμπά μου μια ζωή τον θυμάμαι να ζωγραφίζει, γι’ αυτόν. Τους πίνακες δεν τους πουλά, τους χαρίζει. Ζωγραφίζει πρόσωπα, αστικά τοπία, εξοχές, σχεδόν τα πάντα. Στο μυαλό μου αυτή η ξύλινη μολυβοθήκη είναι ο μπαμπάς μου κι ας μην τον έχω δει ποτέ με μπερέ και μουστάκι γαλλικό. Και είναι πάντα δίπλα μου, στο δωμάτιο μου, ως κάτι πολύτιμο που μόνο και μόνο η παρουσία του φτάνει για να με προστατεύει.


Το πανκ παπάκι της Ελένης Τζαννάτου

Γύρω στα 11-12 είχα κάπως «κονομήσει» ένα λούτρινο κίτρινο παπάκι -μάλλον ως δώρο με κάποιο παιδικό fast food γεύμα, που όλοι ξέρουμε ότι τα παίρναμε πρώτα για το παιχνίδι και μετά για το μπεργκεράκι. Το παπί είχε ένα τσουλουφάκι το οποίο αποφάσισα να μετατρέψω σε πολύχρωμη μοϊκάνα με την βοήθεια μερικών μαρκαδόρων. Ύστερα ζήτησα τη βοήθεια του μπαμπά μου για να το ντύσω. Ένα άσπρο πανάκι δεμένο με παραμάνα και μερικά σκόρπια “punk” “Ramones” και “Sex Pistols” γραμμένα πάνω ήταν η αμφίεση του Ducky Punky, όπως εύλογα βαφτίστηκε. Ο Ducky Punky είναι ο μόνος λούτρινος φίλος που έχω ακόμα κι αράζει ψιλά στη βιβλιοθήκη μου -αν και η μοϊκάνα του σαν να έχει ξεβάψει πλέον λίγο.


Το μεταλλικό βραχιόλι της Μάρθας Φύλλου

Ένα αντικείμενο που έχω κρατήσει από όταν ήμουν μικρή, μωρό δηλαδή, είναι ένα όμορφο βραχιολακι που φορούσα στο χέρι, δώρο της μητέρας μου. Πλέον προφανώς δεν μου κανει, αλλά είναι ένα ενθύμιο της βρεφικής μου ηλικίας, πολύ συμβολικό για μενα κι αρκετά σύγχρονο στο ματι, μεταλλικό με διακριτικές χρωματιστές πινελιές. Ένα συναίσθηματικης αξίας μικρό κοσμημα που το φυλάω ανάμεσα στα αλλα απλά και μόνο για να ξέρω ότι είναι εκεί, να το βλέπω. Γιατί για μένα τίποτα δε συγκρίνεται με ένα τέτοιο δώρο, ειδικά όταν βλέπω το πρόσωπο της μήτερας να λάμπει κάθε φορά που το εντοπίζει στο οπτικό της πεδίο.


Ήταν πολύ ευχάριστο αυτό το ταξίδι πίσω στο χρόνο, με αφορμή τη διαφημιστική ταινία της Generali. Μέσα από το σήμερα όμως. Γιατί είναι μερικά αντικείμενα που παίζουν ακριβώς αυτό τον ρόλο, σήμερα όπως και τότε!