– Φραντς Κάφκα –

Οι γιοι
(Η κρίση – Ο θερμαστής – Η μεταμόρφωση)

Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης


Από τη «Μεταμόρφωση»

Όταν ο Γκρέγκορ Ζάμσα ξυπνούσε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο παράσιτο. Ήτανε ξαπλωμένος με τη ράχη του σκληρή σαν όστρακο κι έβλεπε, όποτε σήκωνε λίγο το κεφάλι, την τουρλωτή, καφετιά, χωρισμένη από τοξοειδείς σκληρύνσεις κοιλιά του, που στην κορφή της η κουβέρτα, έτοιμη να γλιστρήσει και να πέσει εντελώς, δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Τα πολλά, σε σύγκριση με το υπόλοιπο μέγεθός του αξιοθρήνητα λεπτά του πόδια τρεμοπαίζανε ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

«Τι μου συνέβη;» σκέφθηκε. Δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα σωστό, μόνο κάπως υπερβολικά μικρό ανθρώπινο δωμάτιο, ήτανε ήσυχο ανάμεσα στους τέσσερεις γνώριμους τοίχους. Επάνω απ’ το τραπέζι, που πάνω του ήταν αραδιασμένη μια ανοιγμένη συλλογή με δείγματα υφασμάτων –ο Ζάμσα ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος– κρεμότανε η φωτογραφία που είχε κόψει πρότινος από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε βολέψει σε μιαν όμορφη, επιχρυσωμένη κορνίζα. Παρίστανε μια γυναίκα, που, μ’ ένα γούνινο καπέλο κι ένα γούνινο μποά, καθότανε ευθυτενής και σήκωνε ένα βαρύ γούνινο μανσόν, που μέσα του είχε εξαφανισθεί ολόκληρος ο βραχίονάς της, προς τον θεατή.

Το βλέμμα του Γκρέγκορ κατευθύνθηκε ύστερα προς το παράθυρο, και ο μουντός καιρός –ακούονταν οι σταγόνες της βροχής να χτυπάνε στη λαμαρίνα του παραθύρου– τον έκαμε εντελώς μελαγχολικό. «Τι θα γινόταν, αν συνέχιζα να κοιμάμαι λίγο ακόμη κι όλες τις τρέλες τις ξεχνούσα», σκέφθηκε, αλλά αυτό ήταν παντελώς ακατόρθωτο, διότι είχε συνηθίσει να κοιμάται στο δεξί πλευρό, στην τωρινή του την κατάσταση όμως δεν μπορούσε να πάρει αυτή τη στάση. Με όση δύναμη κι αν ριχνότανε στο δεξί πλευρό, ολοένα λικνιζότανε κι επέστρεφε στην ύπτια στάση. Το προσπάθησε κι εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια, για να μην αναγκάζεται να βλέπει τα πόδια του που σπαρταρούσανε, και τα παράτησε μόνο όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν ελαφρύ, αμυδρό πόνο που δεν τον είχε νιώσει ποτέ μέχρι τότε.

«Αχ, Θεέ μου», σκέφθηκε, «τι κουραστικό επάγγελμα έχω διαλέξει! Ημέρα μπαίνει, ημέρα βγαίνει σε ταξίδι. Η αναστάτωση απ’ το εμπόριο είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο πραγματικό εμπορικό στην πατρίδα, και πέραν τούτου μού έχει επιβληθεί επιπλέον κι αυτό το βάσανο του ταξιδιού, οι έγνοιες για τις ανταποκρίσεις των τρένων, το ακανόνιστο, άσχημο φαγητό, μία συνεχώς μεταβαλλόμενη, ουδέποτε διαρκής, ουδέποτε εγκάρδια ανθρώπινη επικοινωνία. Ο διάολος να τα πάρει όλ’ αυτά!» Ένιωσε μιαν ελαφρά φαγούρα στο πάνω μέρος της κοιλιάς· σύρθηκε με τη ράχη αργά-αργά να πάει πιο κοντά στον ξυλοστάτη του κρεβατιού, για να μπορέσει να σηκώσει καλύτερα το κεφάλι· βρήκε το σημείο που είχε τη φαγούρα, το οποίο ήτανε γεμάτο με μικρά άσπρα στίγματα, που δεν μπορούσε να τα κρίνει· και θέλησε με το ένα πόδι να ψηλαφήσει το σημείο, αλλά το τράβηξε αμέσως πάλι πίσω, διότι με το άγγιγμα τον έπιασε σύγκρυο.


Γλιστρώντας γύρισε πάλι στην προηγούμενή του στάση. «Τούτο το πρώιμο ξύπνημα», σκέφθηκε, «σε κάμνει να χαζεύεις εντελώς. Ο άνθρωπος πρέπει να παίρνει τον ύπνο του. Άλλοι εμπορικοί αντιπρόσωποι ζούνε σαν σουλτάνες. Όποτε εγώ λόγου χάριν επιστρέφω στο πανδοχείο πριν απ’ το μεσημέρι, για να γράψω τις παραγγελίες που έκλεισα, μόλις που έχουνε καθήσει εκείνοι οι κύριοι να πάρουνε το πρωινό τους. Γιά να το δοκίμαζα εγώ αυτό με τον διευθυντή μου· θα με ξαπόστελνε επιτόπου. Ποιος ξέρει όμως αν δεν ήτανε πολύ καλό για μένα αυτό. Αν δεν συγκρατιόμουν εγώ λόγω των γονιών μου, θα είχα προ πολλού παραιτηθεί, θα είχα πάει μπροστά στον διευθυντή και θα του είχα πει τη γνώμη μου από τα βάθη της καρδιάς μου. Θα έπεφτε κάτω απ’ το γραφείο του! Είναι και παράξενος ο τρόπος του να κάθεται πάνω στο γραφείο και να μιλά αφ’ υψηλού με τον υπάλληλο, που αναγκάζεται επιπλέον λόγω της βαρηκοΐας του διευθυντή να πλησιάζει πολύ κοντά. Λοιπόν, η ελπίδα δεν έχει χαθεί ακόμη παντελώς· μόλις μαζέψω τα χρήματα, για να του ξεχρεώσω την οφειλή των γονιών μου –να πάρει πέντε μ’ έξι χρόνια ακόμη– θα το κάμω αυτό το πράγμα οπωσδήποτε. Τότε θα γίνει η μεγάλη ρήξη. Προς το παρόν όμως πρέπει να σηκωθώ, διότι το τρένο μου φεύγει στις πέντε».

Και κοίταξε απέναντι στο ξυπνητήρι, που έκαμνε τικ-τακ επάνω στην κασέλα. «Ουράνιε πατέρα!» σκέφθηκε. Ήταν εξήμισι η ώρα, κι οι δείκτες προχωρούσαν ήρεμα, ήτανε μάλιστα περασμένες και μισή, πλησίαζε κιόλας παρά τέταρτο. Μήπως το ξυπνητήρι δεν είχε χτυπήσει; Φαινότανε απ’ το κρεβάτι ότι είχε μπει σωστά στις τέσσερεις· σίγουρα είχε χτυπήσει κιόλας. Ναι, αλλά ήταν δυνατόν να κοιμάται ήσυχα κανείς μ’ εκείνο το χτύπημα που ταρακουνούσε το έπιπλο; Βέβαια, ήρεμα δεν είχε κοιμηθεί, αλλά μάλλον ακόμη πιο βαθιά. Τι να έκαμνε όμως τώρα; Το επόμενο τρένο έφευγε στις επτά· για να το προλάβει, θα έπρεπε να βιαστεί σαν τρελός, κι η συλλογή δεν ήτανε πακεταρισμένη ακόμη, και του λόγου του δεν ένιωθε καθόλου ιδιαίτερα φρέσκος κι ευκίνητος. Κι ακόμη κι αν το προλάβαινε το τρένο, τον αναβαλλόμενο του διευθυντή δεν θα τον απέφευγε, διότι ο λακές του εμπορικού περίμενε το τρένο των πέντε και για την αμέλειά του είχε προ πολλού ειδοποιήσει. Ήταν ένα δημιούργημα του διευθυντή, χωρίς τόλμη και κατανόηση. Τι θα γινότανε, αν ειδοποιούσε ότι ήταν άρρωστος; Αυτό όμως θα ήταν άκρως ενοχλητικό και ύποπτο, διότι ο Γκρέγκορ κατά την πενταετή υπηρεσία του δεν είχε αρρωστήσει ούτε μια φορά. Σίγουρα θα ερχότανε ο διευθυντής με τον γιατρό του ασφαλιστικού ταμείου, θα κατηγορούσε τους γονείς λόγω του τεμπέλη γιου και όλες τις ενστάσεις θα τις διέκοπτε με την υπόδειξη του γιατρού του ασφαλιστικού ταμείου, για τον οποίον βέβαια εν γένει υπάρχουνε μόνο καθ’ όλα υγιείς, αλλά ανεπρόκοποι άνθρωποι. Και μήπως θα είχε άλλωστε εντελώς άδικο σε τούτη την περίπτωση; Ο Γκρέγκορ όντως ένιωθε, πέρα από κάποια μετά τον πολύ ύπνο πράγματι περιττή υπνηλία, εντελώς καλά κι είχε μάλιστα και μιαν ιδιαίτερα έντονη πείνα.


Όταν τα συλλογίσθηκε όλ’ αυτά με μέγιστη βιάση, χωρίς να μπορεί να πάρει την απόφαση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι –εκείνη τη στιγμή το ξυπνητήρι χτυπούσε επτά παρά τέταρτο– ακούστηκε ένα προσεχτικό χτύπημα στην πόρτα στο κεφαλάρι του κρεβατιού του. «Γκρέγκορ», ακούστηκε –ήταν η μητέρα του–, «είναι επτά παρά τέταρτο. Δεν ήθελες να φύγεις;» Η γλυκειά η φωνή! Ο Γκρέγκορ τρόμαξε, όταν άκουσε τη φωνή του ν’ απαντάει, που ήταν μάλλον απαραγνώριστα η προηγούμενή του, στην οποία όμως, σαν από κάτω, αναμειγνυόταν ένα ακαταμάχητο, επώδυνο πίπισμα, που τις λέξεις τυπικά μόνο την πρώτη στιγμή τις άφηνε στην καθαρότητά τους, για να τις καταστρέψει στον απόηχο με τέτοιον τρόπο, που ο άλλος δεν ήξερε αν είχε ακούσει σωστά. Ο Γκρέγκορ ήθελε ν’ απαντήσει διεξοδικά και να εξηγήσει τα πάντα, περιορίστηκε όμως υπό τις συνθήκες αυτές να πει: «Ναι, ναι, ευχαριστώ, μητέρα, σηκώνομαι κιόλας». Εξ αιτίας της ξύλινης πόρτας η αλλαγή στη φωνή του Γκρέγκορ δεν έγινε μάλλον έξω αντιληπτή, διότι η μητέρα καθησυχάστηκε με τούτη την εξήγηση κι ακούστηκε να φεύγει σέρνοντας τα πόδια της. Αλλά με τη μικρή συζήτηση τα άλλα μέλη της οικογένειας προσέξανε ότι ο Γκρέγκορ αντίθετα με τ’ αναμενόμενα ήταν στο σπίτι ακόμη και ήδη χτυπούσε στη μία πλαϊνή πόρτα ο πατέρας, αδύναμα, αλλά με τη γροθιά του. «Γκρέγκορ, Γκρέγκορ», αναφώνησε, «τι γίνεται λοιπόν;» Κι ύστερα από λίγο υπενθύμιζε ακόμη μια φορά με φωνή πιο βαθειά: «Γκρέγκορ! Γκρέγκορ!» Στην άλλη πλαϊνή πόρτα όμως κλαψούριζε σιγανά η αδελφή του: «Γκρέγκορ; Δεν είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;» Και στις δύο πλευρές απάντησε ο Γκρέγκορ: «Έτοιμος είμαι, ντε», και προσπάθησε με την επιμελέστατη προφορά και με παρεμβολή μακρών παύσεων ανάμεσα στις μεμονωμένες λέξεις ν’ αφαιρέσει απ’ τη φωνή του κάθε τι που θα έκαμνε εντύπωση. Ο πατέρας επέστρεψε επίσης στο πρωινό του, η αδελφή όμως ψιθύρισε: «Γκρέγκορ, άνοιξε, σ’ εξορκίζω». Ο Γκρέγκορ όμως δεν σκέφθηκε καθόλου να ανοίξει, αλλά επαίνεσε την πρόνοια που του είχε μείνει απ’ τα ταξίδια να κλειδαμπαρώνει και στο σπίτι τη νύχτα όλες τις πόρτες.

Κατ’ αρχάς ήθελε να σηκωθεί ήσυχα κι ανενόχλητος, να ντυθεί και προ πάντων να προγευματίσει, κι ύστερα να συλλογισθεί τα περαιτέρω, διότι, αυτό το παρατήρησε, στο κρεβάτι δεν θα έβγαζε καμμία λογική άκρη με τις σκέψεις. Θυμήθηκε ότι συχνά αισθανότανε στο κρεβάτι κάποιον ελαφρύ πόνο που ίσως είχε προκληθεί από αδέξιο πλάγιασμα, ο οποίος ύστερα με το που σηκωνότανε αποδεικνυόταν καθαρή φαντασίωση, και είχε αγωνία να δει πώς θα διαλύονταν σιγά-σιγά οι σημερινές του οι φαντασιώσεις. Για το ότι η αλλαγή της φωνής δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ο προάγγελος ενός γερού κρυολογήματος, μιας επαγγελματικής ασθένειας των εμπορικών αντιπροσώπων, δεν αμφέβαλλε ούτε στο ελάχιστο.

Το να πετάξει από πάνω του την κουβέρτα ήταν εντελώς απλό· χρειάστηκε μόνο να φουσκώσει λίγο αυτός κι εκείνη έπεσε από μόνη της. Αλλά στη συνέχεια δυσκολέψανε τα πράγματα, ιδιαίτερα επειδή ήτανε υπερβολικά φαρδύς. Θα χρειαζότανε μπράτσα και χέρια, για να ισιώσει το κορμί του· αντί γι’ αυτά όμως είχε μόνο τα πολλά ποδαράκια, που έκαμναν ακατάπαυστα τις πλέον διαφορετικές κινήσεις και που επιπλέον δεν μπορούσε να τα κυβερνήσει. Πήγαινε μια φορά να λυγίσει το ένα, κι ήταν εκείνο τότε το πρώτο που απλωνόταν· κι όταν κατάφερνε επιτέλους να κάμει μ’ εκείνο το πόδι αυτό που ήθελε, τότε δουλεύαν εν τω μεταξύ όλα τ’ άλλα, σαν απελευθερωμένα, με μέγιστη, επώδυνη ταραχή. «Να μη μείνω μόνο άχρηστος στο κρεβάτι», είπε με τον νου του ο Γκρέγκορ.

Αρχικά ήθελε να βγει απ’ το κρεβάτι με το κάτω μέρος του σώματός του, αλλά εκείνο το κάτω μέρος, που επιπλέον δεν το είχε δει ακόμη και που δεν μπορούσε και να το φανταστεί σωστά, αποδεικνυόταν υπερβολικά δυσκίνητο· τα πράγματα γίνονταν πολύ αργά· κι όταν τελικά, εξαγριωμένος σχεδόν, με φόρα, χωρίς να σκεφθεί έσπρωξε προς τα εμπρός, είχε διαλέξει λάθος κατεύθυνση, χτύπησε δυνατά στον κάτω ξυλοστάτη του κρεβατιού, και ο καυτός ο πόνος που αισθάνθηκε του δίδαξε ότι ακριβώς το κάτω μέρος του σώματός του ήταν εκείνη τη στιγμή ίσως το πιο ευαίσθητο.


Προσπάθησε ως εκ τούτου να βγάλει αρχικά τον κορμό του απ’ το κρεβάτι, και γύρισε προσεχτικά το κεφάλι προς του κρεβατιού την άκρη. Τούτο έγινε επίσης εύκολα, και παρά το φάρδος και το βάρος της ακολούθησε τελικά η μάζα τού σώματος αργά-αργά τη στροφή του κεφαλιού. Αλλ’ όταν κράτησε επιτέλους το κεφάλι έξω απ’ το κρεβάτι στο κενό, άρχισε να φοβάται να προχωρήσει μ’ αυτόν τον τρόπο παραπέρα, διότι αν τελικά έπεφτε έτσι, έπρεπε να γίνει θαύμα, για να μην τραυματιστεί το κεφάλι του. Και τις αισθήσεις του δεν έπρεπε τώρα για κανέναν λόγο να τις χάσει· καλύτερα να έμενε στο κρεβάτι.

Αλλ’ όταν πάλι με τον ίδιο κόπο αγκομαχώντας ξάπλωσε έτσι όπως προηγουμένως, κι έβλεπε πάλι τα ποδαράκια του να πολεμάνε μάλλον ακόμη πιο πολύ το ένα με το άλλο και δεν έβρισκε καμμία δυνατότητα να βάλει ηρεμία και τάξη σ’ εκείνη την αυθαιρεσία, είπε πάλι με τον νου του ότι ήταν αδύνατο να μείνει στο κρεβάτι και ότι το λογικότερο είναι να θυσιάσει τα πάντα, αν υπήρχε έστω κι η ελάχιστη ελπίδα ν’ απελευθερωθεί μ’ αυτό απ’ το κρεβάτι. Συγχρόνως όμως δεν ξέχασε να θυμίσει εν τω μεταξύ στον εαυτό του ότι πολύ καλύτερη απ’ τις απεγνωσμένες αποφάσεις είναι η ήρεμη κι ηρεμότατη σκέψη. Τέτοιες στιγμές κατεύθυνε τα μάτια όσο το δυνατόν πιο έντονα στο παράθυρο, αλλά δυστυχώς από τη θέα της πρωινής ομίχλης, που σκέπαζε μάλιστα την άλλη πλευρά του στενού δρόμου, λίγη αισιοδοξία κι ενθάρρυνση μπορούσε να πάρει. «Επτά η ώρα κιόλας», είπε με τον νου του όταν χτύπησε και πάλι το ξυπνητήρι, «επτά η ώρα κιόλας κι ακόμη τέτοια ομίχλη». Και για λιγάκι έμεινε ξαπλωμένος ήσυχος μ’ αδύναμη αναπνοή, σαν να πρόσμενε ίσως απ’ την απόλυτη σιγή την επάνοδο των πραγματικών και αυτονόητων συνθηκών.

Ύστερα όμως είπε με τον νου του: «Προτού χτυπήσει οκτώ και τέταρτο, πρέπει οπωσδήποτε να έχω σηκωθεί απ’ το κρεβάτι εντελώς. Εξάλλου μέχρι τότε θα έρθει κάποιος απ’ το εμπορικό, για να με ζητήσει, διότι το εμπορικό ανοίγει πριν από τις επτά». Κι άρχισε τώρα να λικνίζεται για να σηκώσει το σώμα του σε όλο του το μήκος εντελώς ταυτόχρονα απ’ το κρεβάτι. Αν έπεφτε μ’ αυτόν τον τρόπο απ’ το κρεβάτι, το κεφάλι, που κατά την πτώση σκόπευε να το σηκώσει πολύ, θα έμενε ενδεχομένως χωρίς κανένα τραύμα. Η ράχη του φαινότανε να είναι σκληρή· εκείνη με την πτώση πάνω στο χαλί τίποτε δεν θα πάθαινε. Τον μεγαλύτερο ενδοιασμό τού τον έφερε η σκέψη της δυνατής φασαρίας που έμελλε να γίνει και που πίσω απ’ όλες τις πόρτες θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα αν όχι τρόμο, τότε πάντως ανησυχία. Έπρεπε όμως να το τολμήσει.


Για το έργο:

Τα διηγήματα Η κρίση, Ο θερμαστής και Η μεταμόρφωση «συνδέονται εξωτερικά και εσωτερικά, υπάρχει μεταξύ τους ένας προφανής και ακόμη περισσότερο ένας μυστικός δεσμός, την παρουσίαση του οποίου μέσω της έκδοσής τους σε ένα βιβλίο με κοινό τίτλο όπως Οι γιοι δεν θα ήθελα να εγκαταλείψω», έγραφε ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) τον Απρίλιο του 1913 στον εκδότη του, Κουρτ Βολφ.

Για τον συγγραφέα:

O Φραντς Κάφκα (3 Ιουλίου 1883-3 Ιουνίου 1924) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία και έγραψε όλα τα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία εδραιώθηκε, χαρακτηρίστηκε ως ο σπουδαιότερος μοντερνιστής γερμανόφωνος πεζογράφος και το έργο του έχει αναλυθεί εκτενώς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η Μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η Δίκη (1925), Ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ίνδικτος ΣΕΛΙΔΕΣ: 192 ΤΙΜΗ: € 16,00