Είμαι γεννημένη το 1990. Αν ανοίξεις την ντουλάπα μου, θα βρεις 50s φλοράλ φορέματα μέχρι το γόνατο και t-shirts από μπάντες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο οι Pink Floyd με τους Metallica και τους Iron Maiden. Στα μάτια μου ζωγραφίζω παχιές γραμμές με eye liner και στο mp3 μου θα βρεις στον ίδιο φάκελο τον Nick Cave να κάνει παρέα με την Beyonce. Τη μια μέρα προχωράω πάνω σε βυσσινί Dr. Martens και την άλλη σε ημιμποτάκι με τακούνι μέχρι τον αστράγαλο. Τα τζιν μου έχουν ρεβέρ και κάποτε τα μισά μαλλιά μου ήταν κίτρινο φωσφόριζε (η χρωματική μου παλέτα έχει συμπεριλάβει κατά καιρούς το ασημί, το μωβ, το πορτοκαλί). Φοράω στρογγυλά γυαλιά ηλίου από τον Μίμη, Την Πηγή των Γυαλιών στην πλατεία Κάνιγγος, στο δεξί μου μου ρουθούνι αναπαύεται ένα διακριτικό κρικάκι, ενώ έχω πάντα εύκαιρο κι έναν ψεύτικο septum χαλκά σε περίπτωση που χρειάζομαι κάποια στιλιστική ενίσχυση. Αγαπάω να πηγαίνω πολύ αργά το βράδυ στο Άσυλο (με μπίρα από το περίπτερο), αλλά στο παρελθόν έχω γράψει και ρεπορτάζ με τίτλο «Ηλία Ρίχτο».
Ποια είναι η ταμπέλα που θα έβαζα στο στυλ μου; Που ανήκω;
Παντού και πουθενά.
Στις αρχές του 2012, όλοι οι φίλοι μου με φώναζαν «χιψτερού» κι εγώ τσαντιζόμουν. Στο γραφείο οι αρχισυντάκτες μου με κοροϊδεύουν, ότι κάθε μέρα ντύνομαι «και κάτι άλλο». Πάλι τσαντίζομαι. Κι αυτό γιατί η γενιά μου έχει πλέον την πολυτέλεια να τσιμπάει ό,τι της αρέσει πιο πολύ από διαφορετικές κουλτούρες και να συνθέτει το δικό της μπρικολάζ που αντανακλάται στον τρόπο που ντύνεται, στη μουσική που ακούει, στα μέρη που επιλέγει για να διασκεδάσει. Γυρνοβολάμε σαν τουρίστες από δεκαετία σε δεκαετία, μαζεύουμε «ρετρό» σουβενίρ, τα οικειοποιούμαστε και τα φέρνουμε στο σήμερα. Το ξέρουμε. Και δεν έχουμε κάποιο πρόβλημα γι’ αυτό, μη σας πω είμαστε περήφανοι για αυτή μας την ευελιξία.
Τι απέγιναν λοιπόν «οι φυλές της Αθήνας»; Το κάποτε αγαπημένο θέμα των περιοδικών που σχεδόν ταυτίστηκε με αυτό που έμεινε να θεωρείται «lifestyle». Γιατί υπήρξαν εποχές, ίσως μέχρι και πρόσφατα (ήταν άραγε η τελευταία εύκολα διακριτή φυλή οι emo;), που κάποια πτυχή της ποπ κουλτούρας, συνήθως η μουσική, παρήγαγε τρόπο ζωής κι αποτελούσε σαφές σημείο αναφοράς χαρτογραφώντας το νεανικό κομμάτι του πληθυσμού. Συχνά, μάλιστα ο αυτοπροσδιορισμός ενισχυόταν από την αντίθεση. Ροκάδες εναντίον καρεκλάδων, γραφική καρτ ποστάλ από τα 80s. Τα ορφανά του Cobain κόντρα στους ρεϊβάδες, στην επόμενη δεκαετία. Σκοτεινοί νιουγουεϊβάδες ως η άλλη όψη του φανταχτερού νομίσματος των ντισκόβιων. Τα σύνορα ήταν φανερά. Όχι ότι δεν παραβιαζονταν, αλλά «ήσουν αυτό που μισούσες». Σιγά σιγά όμως οι διαχωριστικές γραμμές ξεθώριασαν. Ήταν ο MTV; Ήταν το ΚΛΙΚ, μετέπειτα το Nitro και γενικά τα γυαλιστερά μηνιαία περιοδικά; Ήταν το γεγονός ότι ο διαχωρισμός, ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο, άρχισε να κωδικοποιείται απλούστατα ως «εναλλακτικό vs. mainstream»; Ξεπερνώντας το ορόσημο του millennium, το «όλοι – όλα» ήταν πια ο κανόνας. Και μας οδήγησε στην εποχή των social media, εκεί που “anyone can be everyone”, εκεί που στον τοίχο κάποιου μπορείς να δεις ένα κομμάτι των Tame Impala ακριβώς πάνω από την Τζένη Βάνου.
Ζούμε άραγε «το τέλος των φυλών»; Τις θέλουμε πίσω; Τις νοσταλγούμε;
Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αθηναϊκών φυλών, μιλήσαμε με τον Γιάννη Νένε, αρχισυντάκτη της Athens Voice, ραδιοφωνικό παραγωγό του Pepper 96.6 κι άνθρωπο που 30+ χρόνια στα περιοδικά έχει βάλει την σφραγίδα του στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ποπ ανθρωπογεωγραφία. Ρωτήσαμε να μας μιλήσει για τις πρώτες κόντρες, που τότε παίζονταν στα στέκια και στους δρόμους με αφορμή τη μουσική και όχι σε comments κάτω facebook status με αφορμή την επικαιρότητα. «Η κατάταξη σε φυλές εμένα με βρήκε στη μεταπολίτευση. Με ρούφηξε το ροκ, το οποίο συνδυάστηκε με το αμπέχονο, τον στρατιωτικό μπόγο, το μιλιτέρ, “Φράουλες και Αίμα”. Στην πορεία γοητεύτηκα από τους πανκ και τους mods και οι παρέες μου, φαντάσου, με αντιμετώπισαν διαφορετικά, επειδή απαρνήθηκαν το μακρύ μαλλί για παράδειγμα. Ανέκαθεν η μουσική δημιουργούσε τα ρεύματα. Από τους teddy boys – μια ελληνική εκδοχή των mods της Αγγλίας – με τις λαμπρέτες και στενά κοστουμάκια, μέχρι τους rockabillies. Ήταν η πρώτη αφορμή για την δημιουργία φυλών και ομάδων. Μετά ήταν οι γειτονιές και η οικονομική και κοινωνική κατάταξη, τα λεγόμενα colours». Για τον Γιάννη Νένε, ο τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας που είχε να κάνει με την ταχύτητα και το μέσο, είναι ο παράγοντας που διαμορφώνει ακόμα και σήμερα φυλές. Η εξέλιξη πήγε κάπως έτσι: Δίσκοι – Ταινίες – Τηλεόραση – MTV – Τύπος – Internet. «Το περιοδικό ήταν το τότε ίντερνετ. Ήμασταν φανατικοί αναγνώστες του Melody Maker, του Interview, του Face και του i-D. Το πρώτο ελληνικό περιοδικό που είπε κάτι, ήταν τα Πρόσωπα του Δαβαράκη σε μια εποχή εντελώς dry. Βεβαίως μετά ήρθε και το MTV».
Το MTV, ήταν είναι ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη των φυλών, κυρίως στην όχθη του ροκ. Ήταν η πρώτη φορά, που, σύμφωνα με τους Άρη και Λάκη Ιωνά (οι καλλιτεχνικά πολυπράγμονες αδερφοί που ακούν και στο The Callas) όλες οι κιθάρες ήρθαν σε διάλογο. «Τι έκανε ο Cobain; Μπορεί να μην τραγουδούσε καλά, να μην έπαιζε σωστά, αλλά άκουγε πολύ ψαγμένα πράγματα. Μέσω Cobain, ήρθαμε σε επαφή με τους Television Personalities και τους Vaselines, ακόμα και με μπλουζάδες. Ειδικά το “Unplugged” είναι σημείο καμπής. Μπήκαν σε κάθε σπίτι οι κιθάρες. Απενοχοποιήθηκαν όσα ακούγαμε εμείς, τα πιο πανκ-τα πιο άτεχνα. Η μανία με τους Nirvana τα έβγαλε σε ένα πιο μεγάλο κοινό. Μπορεί να έπαιζαν βασικά πράγματα, αλλά το έκαναν τόσο εκφραστικά και ιδιαίτερα». Οι Callas πιστεύουν πως ό,τι συνέβη μετά το MTV ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων . «Όντως είναι πια δύσκολο να κάνεις focus και να ανήκεις και σε μια φυλή, με τόση διάχυτη πληροφορία, αλλά δεν πιστεύουμε ότι φταίνε τα social media. Έχει αλλάξει η διαδικασία, παλιότερα που δεν υπήρχε το internet για να μπεις σε μια κουλτούρα, χρειαζόταν κάποιος για να σε βάλει. Είχες ένα guru. Σου έδινε μια κασέτα, πηγαίνοντας στο σπίτι του άλλου και άκουγες τι μουσική έχει ή σε ένα δισκάδικο».
«Μέχρι τις αρχές του ’90, ναι, οι φυλές ήταν κάτι ιερό», θυμάται η Ελένη Ψυχούλη που έζησε τη χρυσή εποχή των περιοδικών. «Ήταν δήλωση. Ο διαχωρισμός δεν είναι ωραίο πράγμα. Μπορεί να σου άρεσε ένας γκόμενος που άκουγε ντίσκο και απαγορευόταν να τον προσεγγίσεις. Η φυλή εκφράζει και μια ανελευθερία, είναι πολύ δογματική κι έχει σαφείς κανόνες που αν τους παραβείς δεν ανήκεις στην ομάδα», λέει, ενώ οι Callas ανακαλούν στη μνήμη τους την καζούρα που έριχναν οι μεταλάδες σε όποιο φίλο τους τολμούσε να βγει με μια πιο mainstream κοπέλα. Να λοιπόν που οι φυλές καθόρισαν και τον έρωτα σε ένα βαθμό, γιατί είναι όμορφο να βρίσκεις κάποιον από το σινάφι σου, όμως οι αταίριαστοι έρωτες είναι εκείνοι που έγραψαν ιστορία. Και που αλλού να γεννηθούν έρωτες, αν όχι στα στέκια;
Στην Αθήνα τον περασμένων δεκαετιών, ήταν άραγε τα μπαρ και τα κλαμπ αυτό το ετερόκλητο μωσαϊκό που απαντάμε σήμερα. Υπάρχουν μαγαζιά στα οποία μπορείς να βρεις έναν κλαρινιτζή να χορεύει πλάι σε μια παρέα Γλυφαδιώτες που εξερευνούν μια άλλη πλευρά της πόλης κι ένα άλλο είδος διασκέδασης. Κάποτε όμως τα πράγματα ήταν πιο, πάλι αυτή η λέξη, διαχωρισμένα. «Η άνθιση του indie, και του βρετανικού ήχου, συνέβη σε μέρη όπως τα Avant Garde (μετέπειτα Plan B), το MAD στη Συγγρού κι αργότερα το Pop. Αυτά ήταν τα βασικά στέκια μας, αλλά και τα Εξάρχεια, όπου πέρα από την πλατεία συχνάζαμε στο Mo Better, την Οκτάνα, το Decadence και το LA», λένε ο Άρης και ο Λάκης που θυμούνται τις εποχές που έβρισκες όλους τους ομοίους σου σε ένα μαγαζί. Ο Γιάννης Νένες, προσθέτει πόσο σημαντική ήταν η ύπαρξη ενός τέτοιου μέρους για τους ροκάδες, την εποχή που βασίλευε η ντίσκο. «Στέκι ήταν η Jackie O, πίσω από το Χίλτον. Την εποχή εκείνη έπαιζε και ροκ και για εμάς ήταν σημαντικό να ακούσεις Rolling Stones σε ένα κλαμπ και να χορέψεις. Έπειτα ήταν το Blue Bird στο Ψυχικό, το Roxy στην Κηφισίας, η Quinta στην Φωκίωνος, το Bears Club στην Πλ. Αμερικής, το Skylab στην Πλάκα. Ο χάρτης του clubbing άλλαξε με το πρώτο MAD στην Πλάκα».
Το να ανήκεις σε μια φυλή, σε έκανε να νιώθεις ξεχωριστός. Κι από το πρώτο πράγμα που επιθυμεί να διαφοροποιηθεί ένας νέος, είναι οι γονείς του. Ούτε θες να ντύνεσαι, ούτε να συμπεριφέρεσαι όπως εκείνοι. Η μουσική κατά συνέπεια, καθόρισε τη μόδα και πάνω στις ενδυματολογικές προτιμήσεις των μουσικών φυλών της πόλης θα μπορούσε να γίνει ολόκληρη διατριβή. Το αμπέχονο από τα «αντάρτικα» των late 70s μέχρι το «αναρχικό» σήμερα, οι (ελάχιστοι) «γαμπροί» μοντάδες με τις λαμπρέτες, τα Fred Perry t-shirts ως διαχρονικό indie brand (πολύ συχνά συνδυασμένο με Μartens στους σκινάδες μιας άλλης εποχής) ή το dandy chic look των 00s μετα στενά σακάκια και τις στενότερες γραβάτες που ενσάρκωσαν ο Alex Kapranos και οι υπόλοιποι Franz Ferdinand. Για να μην πιάσουμε το μαλλί φράχτη των ρέιβερ, με τα space γυαλιά ηλίου και τα tie dye μπλουζάκια. Οι μεταλάδες παραμένουν σταθερά στο χρόνο με μακριά μαλλιά, τζιν σωλήνα από το Top Man (προτού φυσικά το skinny γίνει πανάκεια), μπουφάν με σιδερότυπα και περικάρπια με καρφιά. Και ύστερα ήρθαν τα emo, αυτή η μείξη της skate κουλτούρας και των manga επιρροών, ποτισμένη με στρώσεις eyeliner και λακ που βοηθούσε το μπομπαρισμένο μαλλί των κοριτσιών να βγάλει το σχολικό 6ώρο. Τα αγόρια βολεύονταν με Vans σκακιέρα παπούτσια και παντελόνι κατεβασμένο ως το γοφό.
Φαίνονται αστεία όλα αυτά από μια ηλικία και μετά; Πιθανώς. Όμως, λίγο πολύ, όλοι υποκύψαμε στον πειρασμό του “I speak through my clothes”. Η Μαργαρίτα Μιχελάκου, δημοσιογράφος που έχει περιγράψει με μοναδικό τρόπο την αστική κοινωνιολογία, μοιράζεται μια αστεία ενδυματολογική ιστορία. «Κάποια στιγμή με έψησε πολύ η φάση του punk και πήρα Martens. Ήμουν πολύ χαρούμενη, τις έβαλα με ένα τζιν κι ένα καρό πουκάμισο και με πετυχαίνει η αδερφή μου έξω. Με έστειλε στο σπίτι να αλλάξω και με έβρισε γιατί φορούσα τις μπότες απ’ έξω από το τζιν και μου λέει “είσαι ντυμένη σαν σκινάς!”. Aκριβώς το αντίθετο από αυτό που ήθελα».
Όλοι αυτοί ήταν οι προκάτοχοι του ενός «άγριου είδους», του Αθηναίου hipster, που συνδυάζει second hand και πολυεθνικά brands, μιξάροντας όλα τα διακριτικά των παραπάνω φυλών ανάλογα με τη διάθεση. Μια στερεοτυπική περιγραφή τον θέλει να αφήνει παχιά μούσια, τα οποία τριμάρει και περιποιείται με λάδακι, να φορά χοντρά κοκκάλινα γυαλιά (καμιά φορά ακόμα κι αν δεν έχει μυωπία, όπως λένε οι κακεντρεχείς) και να οδηγεί βέσπα. Τι μουσική ακούει ο hipster; Τα πάντα. Που βγαίνει; Με το ένα πόδι χορεύει στο υπόγειο του Senza και με το άλλο πίνει χαλαρό ποτάκι στο Au Revoir της Πατησίων.
Το ερώτημα όμως παραμένει: Ποιος σκότωσε τις φυλές; Η υπερπληροφόρηση του διαδικτύου ή τα περιοδικά;
Η Ελένη Ψυχούλη, παραδέχεται πως οι «κατατάξεις» που πλάσαραν τα περιοδικά, ήταν και λίγο ψεύτικες. «Ήταν τραβηγμένο από τα μαλλιά. Έχω αναγκαστεί να γράψω πολλές φορές για φυλές, αλλά ήταν λίγο φτιαχτό όπως το κάναμε τότε. Στην κοινωνία πάντα υπάρχουν διαχωρισμοί, από αυτά πιανόμασταν και το τραβάγαμε λίγο. Ο ελληνικός Τύπος άρχισε να γράφει για φυλές, όταν αυτές είχαν εκλείψει. Όταν δε η φάση πήγε στο lifestyle, καθώς τότε είχαν όλοι λεφτά, αρχίζαμε να γράφουμε πράγματα όπως “πού να τρως”, “πού να πίνεις”, “πού να πας διακοπές”. Ήταν λίγο χαζά, γελούσαμε μεταξύ μας αλλά δε νομίζω ούτε ότι καθρέφτιζαν την κοινωνία, ούτε την καθόριζαν. Διαφωνώ κάθετα ότι τα περιοδικά διαμόρφωσαν απόψεις. Ή τις βγάζαμε από το μυαλό μας ή τις αντιγράφαμε από την κοινωνία. Τα περιοδικά αυτά δεν μας είπαν κάτι καινούργιο». «Δεν ήταν ποτέ τόσο επιδραστικά τα περιοδικά», συμφωνούν οι αδερφοί Ιωνά. «Πάντα υπήρχαν αυτά τα θέματα: Ποια είναι η μόδα; Τι τραβιέται; Για εμάς, ας πούμε, το πιο επιδραστικό περιοδικό ήταν το 01».
Η Μαργαρίτα Μιχελάκου, μας δίνει τη δική της ερμηνεία τέλος των φυλών. «Για τις φυλές της πόλης έγραφα στα 90s. Όταν ξεκίνησαν τα free press είχε ήδη παλιώσει αυτό. Κάποιοι το έκαναν, αλλά είχε ήδη τελειώσει αυτή η βλακεία. Στην πραγματικότητα ήταν ένα τέχνασμα, γιατί πάντα υπήρχαν. Κάποια στιγμή, το Nitro άρχισε να αγκαλιάζει και τα μπουζούκια και εκεί ήρθε το τέλος, η επέλαση του “όλοι – όλα” , ένας αχταρμάς, Τότε, ήταν οκ να πας και σε rave party και στα μπουζούκια. Πραγματικά ήταν οκ!».
Περισσότερα ερεθίσματα, περισσότερες επιλογές. Αυτό θα μπορούσε να είναι το μότο που περιγράφει όσα συζητήσαμε παραπάνω. Ούτε το internet, ούτε τα μίντια, ούτε η οικονομική κρίση μόνα τους, έφεραν το τέλος των φυλών. Απλούστατα, η ταχύτητα και ο όγκος της πληροφορίας, έδωσαν χώρο στην πολυμορφία. Δεν έχεις την ανάγκη να ανήκεις κάπου, γιατί το να έχεις πρόσβαση στα πάντα είναι πλέον πιο μεθυστικό – αν και ξέρω ότι π.χ. οι μεγαλύτεροι στο γραφείο μπορεί να διαφωνούν. Ο Λάκης Ιωνάς μαζί με το Γιάννη Νένε βρίσκουν πάντως μέχρι κι ενδιαφέρουσα τη διαδικασία να μαντέψεις τις μουσικές, και όχι μόνο, προτιμήσεις του άλλου, χωρίς να σου τις μαρτυρούν τα παπούτσια που φοράει. «Τώρα μπερδεύεσαι, ξαφνιάζεσαι, δεν είναι τόσο ευδιάκριτο το που ανήκει ο καθένας και αυτό έχει τα καλά και τα κακά του». Η Μαργαρίτα Μιχελάκου υπερθεματίζει:
«Δε νιώθω καμιά ανάγκη να διαχωρίσουμε τα πράγματα. Ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει».