H Scarlett Johansson και η κατάρα της ομορφιάς

Το Χόλιγουντ είναι ζόρικο μέρος για τα όμορφα νεαρά πλάσματα κι αν είναι δύσκολο για έναν Leo Di Caprio να σε πείσει να δεις πέρα απ’ το όμορφο πρόσωπό του, είναι ακόμα δυσκολότερο για μια Scarlett Johansson να σε πείσει ότι έχει ταλέντο και κάτω απ’ το δέρμα.

Από τον Ιωσήφ Πρωϊμάκη

pop_scarlett_2

Τον περασμένο Οκτώβρη έκλεισαν δέκα χρόνια από τη μέρα που η Scarlett Johansson χάρισε στον κόσμο την πιο επίμονα φυτεμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο εικόνα της, νωχελικά ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, οι τίτλοι της πιο εμβληματικής ταινίας στην καριέρα της Sofia Coppola να εμφανίζονται διακριτικά κάτω απ’ την σιλουέτα της πρωταγωνίστριάς της, την οθόνη να γεμίζει η πλάτη της και τα τροφαντά της οπίσθια καλυμμένα μ’ ένα ροζ και ημιδιάφανο μεν, ντροπαλής εφηβικής κοπής δε εσώρουχο -μια εικόνα μετέωρη ανάμεσα στον αισθησιασμό και την σεμνότητα. Στα 100 λεπτά που θα ακολουθούσαν, το Χαμένοι στη Μετάφραση (Lost in Translation) θα εδραίωνε πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι η νεαρή πρωταγωνίστριά του, μετά βίας 19 χρονών τότε, ήταν πολλά περισσότερα από έναν καλοσχηματισμένο ποπό.

Η ζεστή βραχνάδα της φωνής και το μουσκεμένο στην δίψα για νέες εικόνες βλέμμα της, θα ήταν οι ιδανικοί αγωγοί της διακριτικής συναισθηματικότητας με την οποία είχε εμποτίσει η Johansson την ερμηνεία της, ως μια αποξενωμένη νεαρή σύζυγος, εγκλωβισμένη σ’ ένα καινούριο, άγνωστο σύμπαν. Όχι τόσο το παραισθητικό πολύχρωμο σύμπαν των φωτεινών επιγραφών του Τόκυο, όσο ο αποπνικτικός, άχρωμος κόσμος του φόβου της μοναξιάς που συνηθίζει να φέρνει μαζί της η συνειδητοποίηση της ενηλικίωσης. Η ερμηνευτική οικονομία με την οποία διαχειριζόταν την δραματική αψίδα του χαρακτήρα της απ’ την συναισθηματική πείνα στην υπαρξιακή αποδοχή, δεν θα αναδείκνυε μονάχα όλο το πνεύμα της δουλειάς της Coppola με χαρακτηριστική κομψότητα, αλλά επιπλέον θα έστηνε την Scarlett Johansson απέναντι στον Bill Murray, ως ίση απέναντι σε ίσο. Από μόνο του ένα τεράστιο επίτευγμα.

Η πρώτη σημαντική εμφάνιση της Johansson ήταν βέβαια μια πενταετία πριν, στον  Γητευτή των Αλόγων (The Horse Whisperer) του Robert Redford, όμως το Lost in Translation την βρήκε τόσο συναισθηματικά, όσο και σωματικά γεμισμένη σε όλα τα σωστά σημεία, για να τραβήξει απάνω της σε πλήρη ένταση τους προβολείς της show biz και το ενδιαφέρον της χολιγουντιανής βιομηχανίας. Η οποία έσπευσε να την χαιρετίσει ως την νέα ενζενί της κι αμέσως μετά, όπως συνηθίζει να κάνει, επέδειξε τη χαρακτηριστική αμηχανία της στο πώς ακριβώς να την διαχειριστεί.

Ακόμη κι ο Woody Allen, που την παρέλαβε σχετικά φρέσκια μετά το μεγάλο της μπαμ, σ’ αυτήν την ωμή της σεξουαλικότητα πόνταρε και δεν βγήκε χαμένος.

Μια αλυσίδα από βιαστικές προχειράντζες, μισοψημένα οχήματα σχεδιασμένα για να μεταφέρουν την Johansson στην πρώτη γραμμή, καταδίκασαν τη Νεοϋορκέζα ηθοποιό στη μετριότητα της σάχλας: απ’ τις Πρωταθλήτριες στο Σκονάκι (The Perfect Score) και το Ποιoς είναι το Αφεντικό (In Good Company), μέχρι τη Νταντά Υψηλής Κοινωνίας (The Nanny Diaries) και το Απλά δε σε Γουστάρει (He’s Just Not that In to You), η Johansson κόντεψε να λοβοτομήσει όποιον έβλεπε να κρύβει ταλέντο πίσω απ’ τη θελκτικότητα της φιγούρας της, η οποία αποδείχθηκε να είναι και το μόνο απ’ τα χαρίσματά της για το οποίο ενδιαφέρθηκαν οι σκηνοθέτες των πιο δραματικών δουλειών της, όπως το ανεκδιήγητο Το Νησί  (The Islandτου Michael Bay, το αφορμάριστο Η Μαύρη Ντάλια (The Black Dahlia) του Brian De Palma, ή το πανηγύρι χαμένου μπούσουλα που ήταν το The Spirit του Frank Miller. Τρεις ταινίες που την μεταχειρίστηκαν περισσότερο σαν ένα κινούμενο κομμάτι του σκηνικού, παρά σαν ερμηνεύτρια με δυνατότητες και δυναμική.

Ακόμη κι ο Woody Allen, που την παρέλαβε σχετικά φρέσκια μετά το μεγάλο της μπαμ, σ’ αυτήν την ωμή της σεξουαλικότητα πόνταρε και δεν βγήκε χαμένος: με την εμφάνισή της στο ρόλο της οπορτουνιστικής πλανεύτρας του Match Point, η Johansson παρέδωσε άλλη μια αξέχαστη ερμηνεία, ως μια γυναίκα με πλήρη επίγνωση της σωματικότητάς της, κι απόλυτο έλεγχο της ικανότητάς της να ανεβοκατεβάζει το θερμόμετρο κατά το δοκούν. Μια ζωντανή ωρολογιακή βόμβα, η Johansson μπορούσε να κάψει το φιλμ με την ίδια άνεση που μπορούσε να παγώσει και την οθόνη, όμως αν ο ρόλος της αποτελούσε μια σπουδή στην διαχρονικότητα της femme fattale σ’ αυτήν την πρώτη έντονα δραματική ταινία στην φιλμογραφία του σκηνοθέτη, ο Allen έχασε γρήγορα και την έμπνευση και το ενδιαφέρον που του προκάλεσε η βραχύβια νέα του μούσα: με το Scoop την υποβίβασε σε ένα άχρωμο κλωτσοσκούφι, και με το Vicky Cristina Barcelona ήταν πια εμφανές ότι το (καλλιτεχνικό) ειδύλλιο τους είχε ξεθυμάνει.

Όχι ότι μπορεί να παραπονεθεί βέβαια κανείς για τις επιλογές της, και πάνω απ’ όλους η ίδια, που την ώρα που δηλώνει ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της sex symbol, φροντίζει κάθε μια από εμφανίσεις της, να τονώνει ακριβώς αυτό το προφίλ της –απ’ το κιλωτάκι με τα κερασάκια και το σωβρακάκι με τα ελαφάκια μέχρι το skinny dipping και τους λεσβιακούς πειραματισμούς της με την Penelope Cruz. Απ’ την άλλη όμως, είναι κι αυτό ενδεικτικό του παιχνιδιού που πρέπει να παίξει μια καλοσχηματισμένη ηθοποιός σε μια βιομηχανία που έτσι κι αλλιώς υποφέρει από έλλειψη σοβαρών ρόλων για γυναίκες -και δη νεαρές- αν δεν θέλει να περάσει όλη την καριέρα της στο κύκλωμα του αμερικανικού ανεξάρτητου.

Χρειάστηκε να περάσει μια δεκαετία ώσπου η Scarlett να συναντήσει τη δική της μικρή αναγέννηση, να παράσχει με τη λιγωτική φωνητική της ερμηνεία τον ηλεκτρισμό που χρειαζόταν για αντιστάθμισμα η κατατονική συναισθηματική Οδύσσεια του Joaquin Phoenix στο Her, να παραδώσει μια αποθεωτική και μια στοιχειωτική ερμηνεία της γυναίκας – αράχνη στο Don Jon και το Under The Skin αντίστοιχα, και βέβαια να εξασφαλίσει και το δικό της franchise ως Μαύρη Χήρα. Ήταν μεγάλη διαδρομή και δύσκολη, αλλά η Scarlett φαίνεται πως έφτασε. Καλώς τα δεχτήκαμε λοιπόν.

Στην επόμενη σελίδα: ο Φοίβος Κρομμύδας κάνει το δικηγόρο του διαβόλου.