pop_euro_slider_3

Ιούνιος 2004. Εν αναμονή της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων αργότερα εκείνο το καλοκαίρι η Ελλάδα ήταν μια εντελώς διαφορετική χώρα. Η λέξη κρίση ακουγόταν εξωτική, το ευρώ φάνταζε ως το όχημά μας προς την αέναη ανάπτυξη, o Ζούκενμπεργκ δεν είχε υλοποιήσει ακόμα την ιδέα του facebook και έτσι δεν μπορούσαμε να κάνουμε υποδείξεις στον Ρέχαγκελ μέσω του γκρούπ «Ναι ο Τσ(ι)αρτας με την Τσεχία», ενώ το φασιστικό υπόβαθρο κάποιων Ελλήνων δεν αποτυπωνόταν ακόμα εκλογικά. Ήμασταν φαινομενικά λοιπόν η Κοστα Ρικα του 2004. Μέσα σε αυτο το κλίμα συλλογικής ευδαιμονίας, η συμμετοχή σε ενα Ευρωπαικό Πρωτάθλημα μετά από 24 χρόνια θεωρούταν από μόνη της επιτυχία. O πόνος στη μέση του Ντέμη, οι κακές σχέσεις των παικτών μεταξύ τους και με τον Ρεχάγκελ, καθώς και ο δύσκολος όμιλος δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για αισιοδοξία (εκτος φυσικά από τον γάτο Mark E Smith που το είδε αλλά δεν το έπαιξε). Ωστόσο ματς με το ματς, με τα θετικά αποτελέσματα να έρχονται αρχίζουμε να αναδιπλωνόμαστε (καλή ώρα όπως φέτος) αλλά κυρίως οι παίκτες αρχίζουν να το πιστευούν αποκτώντας έναν ποδοσφαιρικό αέρα σαν ο καθένας να έχει κατακτήσει 3 Τσάμπιονς Λιγκ. Από τα γκολ του Καραγκούνη, του Χαριστέα και του Βρύζα στους ομίλους, στην ντρίπλα του νυν Ευρωβουλευτή στον Λιζαραζού και στα σουτ του Κόλερ που έμπαιναν μέσα αλλά τελικά πέρασαν έξω, φτάσαμε στο τελικό χωρίς κανείς να το καταλάβει.

pop_euro_slider_2

φωτό: Παναγιώτης Τζάμαρος/ FOSPHOTOS

Λίγες ώρες μετά την κεφαλία του Δέλλα, το τηλέφωνο του αδερφού μου: «Ξύπνα, βρήκα εισιτήρια δεν το χάνουμε». Και μετά το ταξίδι που μοιάζει στο μυαλό μου σαν ένα βίντεο κλιπ με πατημένο το fast forward. Η μάζωξη στο αεροδρόμιο, τα συνθήματα για τον Φίγκο στο αεροπλάνο, όλοι οι Πορτογάλοι να μας υποδέχονται στη Λισαβόνα με 3 δάκτυλα σηκωμένα προφητέυοντας το τρίμπαλο που μας περίμενε (με τον Νούνο Γκόμεζ φουνταριστο;) και την εικόνα χιλιάδων πρασινοκόκκινων σημαιών κρεμασμένων στα μπαλκόνια σε όλη την διαδρομή προς το γήπεδο. Κάποιοι από το πούλμαν μας μένουν χωρίς εισιτήριο λόγω κακού υπολογισμού (ή γνήσιας ελληνικής αρπαχτής), τελικά με την συνδρομή των άψογων διοργανωτών όλοι βολεύονται. Μπαίνοντας στο επιβλητικό Ντα Λούζ μια ώρα πριν το ματς με τους γηπεδούχους – σίγουρους ότι η ιστορία θα τους δώσει ότι δεν έδωσε στον Εουσέμπιο-, μεγέθυνε την βεβαιότητα  όλων μας ότι τους είχαμε προετοιμάσει την απόλυτη κηδεία.Το πρώτο ημίχρονο περνάει, αρχίζει και παίρνει μορφή το άσμα για την πρεμιέρα και τον τελικό, ο Χαριστέας σηκώνεται μπροστά μας, καφέδες, μπύρες και πορτό πετάγονται στον αέρα και η κερκίδα πάει να κατεδαφιστεί. Το τελευταίο μισάωρο και με την είσοδο του Ρούι Κόστα κατηφορίζει επικίνδυνα και μοιάζει με μπασκετικό αγώνα που παίζει άμυνα και η κερκίδα. Ο συμπαθής Μάρκους Μέρκ (οι Ολυμπιακοί ξέρετε γιατί) το σφυρίζει το γαμημένο, ο Κριστιάνο δακρύζει, όλο το γήπεδο ιπποτικά χειροκροτά, ο αληθινός πρωθυπουργός επιτέλους αποκαλύπτεται (στο 2’55”), το δικό μας πούλμαν φεύγει 3 ώρες μετά την λήξη γιατί κάποιος αποφάσισε να εγκλωβιστεί στα αποδυτήρια, όλα μοιάζουν παράλογα. Βασικά όλα μοιάζουν ωραία.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΟΙ ΦΙΛΑΘΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑ - ΒΟΥΛΗ

φωτό: Παναγιώτης Τζάμαρος/ FOSPHOTOS

Ωστόσο και αυτή την αναπάντεχη επιτυχία καταφέραμε να την αμπαλάρουμε με την κακογουστιά που μας διακρίνει.  Οι νίκες δεν αφορούσαν τον Σεϊταρίδη και τον Κατσουράνη αλλά τον Έλληνα θεό και τον προικισμένο τσολιά, οι παράφωνες φωνές του Χελάκη και του παντογνώστη υπαλλήλου έδεσαν με τα άθλια τρανσομπίτς στη παραλιακή και οι πανηγυρισμοί από μια αυθόρμητη πράξη μετουσιώθηκαν σε οργανωμένα κυνηγητά μεταναστών λόγω της ήττας από την Αλβανία λίγους μήνες μετά.  Εκείνο το κύπελλο σίγουρα δεν βελτίωσε την κοινωνία και το ποδόσφαιρο μας (όπως έκανε το 1987 για το μπάσκετ), ίσα ίσα η πορεία ήταν αντίθετη. Κι όμως σε πείσμα όλων αυτή η ομάδα κατάφερε να διατηρηθεί στο υψηλότερο επίπεδο και 10 χρόνια μετά να χάσει τη πρόκριση στους 8 του κόσμου σε ένα πέναλτι.

 Σίγουρα δεν φταίει η Εθνική, ούτε και εμείς, αν μετά από κάποια νίκη είμαστε μαγκωμένοι και φειδωλοί στους πανηγυρισμούς. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως αυτή να είναι η κυρίαρχη ανάμνηση μου από τότε, από την εποχή που τα πράγματα ήταν κάπως πιο απλά και δεν χρειαζόταν να διπλοσκεφτείς τι θα πεις ώστε να μην χαρακτηριστείς κάπως. Θα την κρατήσω λοιπόν αυτήν την ανάμνηση, δίπλα στα γκολ, το εισιτήριο του αγώνα, το υπέροχο κασκόλ της Πορτογαλίας που έφερα μαζί μου και την υπόσχεση στον εαυτό μου να  μην ξαναφάω πίτσα με τόνο.