1793 Παρίσι. Το κεφάλι του Λουδοβίκου του ΙΔ’ κυλάει στο πλακόστρωτο της Πλατείας της Επανάστασης. To πλήθος παραληρεί από ενθουσιασμό. Ο Ροβεσπιέρος έχει κάνει πράξη την απειλή του και ο Σεν Ζιστ πλάι του ζητάει και «άλλα κεφάλια αριστοκρατών» για να θεμελιωθεί η Επανάσταση.

Οι βασιλιάδες της Ευρώπης τρέμουν μπροστά στην επαναστατική ορμή των Γιακωβίνων. Και ιδιαίτερα o βασιλικός οίκος της Σουηδίας που έχει μείνει ακέφαλος καθώς ο μονάρχης που είχε επιδιώξει να συσπειρώσει την ευρωπαική μοναρχία και να καταστείλει τους επαναστατημένους Γάλλους ο βασιλιάς Γουσταύος ο Γ’ δολοφονήθηκε από μία ομάδα συνομοτών της αυλής.

Έτσι σε μία Στοκχόλμη που ακόμα βιώνει τις συνέπειες της ήττας της στο Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο με τους Ρώσους για τον έλεγχο της Βαλτικής Θάλασσας, ένα πτώμα που ξεβράζεται στην ακτή δεν αποτελεί κάτι αξιοσημείωτο. Μόνο που το συγκεκριμένο κουφάρι φαίνεται ότι έχει υποστεί φρικτά βασανιστήρια, του έχουν κόψει τα πόδια, τα χέρια και τη γλώσσα ενώ του έχουν βγάλει τα μάτια και τα δόντια.

Ο Γιούχαν Γκούσταφ Νουρλίν είναι ο επικεφαλής της Πολιταρχίας- ενός σώματος που είναι υπεύθυνο για την τάξη και την ασφάλεια των πολιτών. Έχει την φήμη ενός έντιμου νομικού και ενός δημόσιου λειτουργού που δεν υποτάσσεται στη βούληση της αριστοκρατίας. Επιθυμώντας να λύσει το μυστήριο του κατακρεουργημένου πτώματος, αναθέτει την υπόθεση σε έναν άλλον αδιάφθορο νομικό, τον Σέσιλ Βίνγκε. Ο Βίνγκε, πρώην δημόσιος κατήγορος, επηρεασμένος από τα γραπτά του Ρουσό και υπερασπιστής των αδυνάτων, πάσχει από φυματίωση και έχει έρθει στη Στοκχόλμη για να πεθάνει μόνος. Αναλαμβάνει την υπόθεση και προσλαμβάνει για βοηθό του έναν μονόχειρα βετεράνο του πολέμου, νυχτοφύλακα του λιμανιού και περιστασιακό μπράβο στις ταβέρνες.

Αυτό το αταίριαστο δίδυμο θα αναστατώσει τα σαλόνια της Στοκχόλμης καθώς οι έρευνες τους, τους οδηγούν στα άδυτα της αριστοκρατικής ταξης. Εκεί όπου οι εκπρόσωποι της, ανάμεσα στις συνομωσίες και τις πολιτικές ίντριγκες, διασκεδάζουν με αιματηρά όργια χρησιμοποιώντας τους παρίες για τις απολαύσεις τους.

Αφού δούλεψε μερικά χρόνια ως δημοσιογράφος ο τριανταεννιάχρονος Νίκλας Νατ οχ Νταγκ, γόνος παλιάς οικογένειας αριστοκρατών που παλιότερα έχυσαν το αίμα τους για να σώσουν την βασιλεία καταπνίγοντας εξεγέρσεις, έκανε το ντεμπούτο στη λογοτεχνία με αυτό το ατμοσφαιρικό θρίλερ.

Ο μπούσουλας του ήταν το «Όνομα του Ρόδου» το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο που συνδύασε το μυστήριο με την ιστορία των αιρέσεων του Μεσαίωνα και την υποκρισία του Καθολικισμού. Αλλά όπως ομολογεί ο Νίκλας η γενιά του λάτρεψε την καρτουνίστικη βία του Ταραντίνο. Κάπως έτσι το «1793» μπορεί να δανείζεται τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Διηγείται την ιστορία του πολέμου με τη Ρωσία που ουσιαστικά κατέστρεψε το βασίλειο της Σουηδίας. Περιγράφει πως οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης διείσδυσαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ανασύρει τα αιώνια ερωτήματα περί ανθρώπινης φύσης και ηθικής. Αναστοχάζεται πάνω στις ελπιδοφόρες επαναστάσεις που οδηγούν σε νέες τυρανίες. Και ως φαν του Ταραντίνο συμπληρώνει όλα αυτά με σκηνές αποκεφαλισμών, άγριων συμπλοκών και εκλεπτυσμένων βασανιστηρίων.


Το μυθιστόρημα «1793: Τότε που βασίλευε η βία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη.