…εμένα, πάλι, η μάνα μου μας διηγιόταν ότι το πρωί του πραξικοπήματος βγήκε κανονικά να σκουπίσει το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας, δεν είχε μάθει ακόμα για το τι είχε γίνει, όταν είδε έναν πετεινό με κομμένο το κεφάλι να ξεφεύγει από την αυλή της γειτόνισσάς της και να τρέχει στο δρόμο με το αίμα να πετάγεται από το λαιμό του, «θκειά Στασσού, μα έφυεν σου ο πετεινός;» της φώναξε η μάνα μου και συνέχισε «μά, θκειά, εννά ‘σ̌εις ξένους, τζ̌αί σφάζεις πετεινόν;» και τότε βγήκε η Στασσού κορδωτή, «μά, κόρη, έν άκουσες τίποτε; έν’ για χαράν που τον έσφαξα τον πετεινόν, για χαράν μεάλην, εσκοτώσαν τον, κόρη, εσκοτώσαν τον, πάει επέθανεν ο τράουλλος σας, εσκοτώσαν τον Μακάριον σας σήμμερα το πρωίν, δόξασον τον Πλάστην μου!»· ο πετεινός (ο ακέφαλος) είχε πια πέσει λίγο πιο πάνω, το γαίμα του όμως ήταν απλωμένο παντού στην στράτα σαν σημάδι, σαν προμήνυμα για το τι θα ακολουθούσε, και η μάνα μου άφωνη και παγωμένη από τρομάρα απέμεινε να το βλέπει και άκουγε το παραλήρημα της άλλης, ήξερε βέβαια η Στασσού ότι ο παπάς μου ήταν αριστερός, μακαριακός και έλειπε στη Λεμεσό στη δουλειά και πως τη φόβιζε σίγουρα με όσα της έλεγε αλλά δεν την ένοιαζε, ήταν γειτόνισσες χρόνια, μαζί πάντα στα καθημερινά τους, τα πολιτικά όμως τις χώριζαν όπως χώριζαν τόσους και τόσους τότε, μέχρι που άνοιξαν το δρόμο και χώρισε και ο τόπος· μετά που οι Τούρκοι μπήκαν στην Κερύνεια και τα βράδια μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εισβολής, κάθονταν στα καντούνια του χωριού μας, μακαριακοί και γριβικοί όλοι μαζί πια στη συσκότιση και στην αγωνία, τη ρωτούσε κάθε τόσο η μάνα μου αν θα έσφαζε και άλλους πετεινούς να κάνουμε ζιαφέττιν για τις τόσες χαρές που μας έφεραν κάποιοι και δεν απαντούσε, τι να πει και η γέρημη η Στασσού; κοίταζε το σκοτεινό ουρανό, καρτερούσε κι εκείνη μέσ’ απ’ τους καπνούς και τις φλόγες, όπως όλοι μας, τ’ αεροπλάνα από Αθήνα, μάταια όμως ακρολοούμασταν γιατί τελικά η Ελλάδα δεν ήρθε, γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα, ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο, γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά και ψέμα οι Ιστορίες μας, ψέμα, όλα ψέμα, είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα, κάτι πανηγυρισμούς, κι ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε λέει, λυπόταν, δεν το περίμενε, ειλικρινά λυπόταν, ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ…*

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνη Γεωργίου Ένα αλπούμ ιστορίες (Το Ροδακιό 2014).

* Κώστας Μόντης, «Τρίτο Γράμμα στη μητέρα», Μικρή ανθολόγηση από την ποίησή του, Λευκωσία 2003, σελ. 71.

Δείτε τον Προσφυγικό Συνοικισμό του Κολοσσιού στην επαρχία Λεμεσού λίγο μετά την εισβολή όπως καταγράφηκε από τον φακό της Αντιγόνης Σολωμονίδου- Δρουσιώτου στο παρακάτω slideshow.

Η Αντιγόνη Σολωμονίδου-Δρουσιώτου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Σπούδασε Χημεία στη Λωζάνη και ασχολείται με τη φωτογραφία από το 1977. Από το 1983 εργάζεται ως δημοσιογράφος. (www.antigoni.org)