Είναι γνωστό ότι η πάλαι ποτέ μαθήτρια του Ελληνικού Ωδείου, η οποία ευτύχησε να έχει καθοδηγητές της τον Κώστα Γιαννίδη και την Δανάη Στρατηγοπούλου, δεν εμφανιζόταν σε κέντρα διασκέδασης και απέφευγε να δίνει πολλές συνεντεύξεις. Έδωσε την πρώτη της συνέντευξη για το περιοδικό ΝΤΟΜΙΝΟ στην Μίνα Σημηριώτη, κατά πολύ μεγαλύτερή της και θαυμάστρια του ταλέντου της, με αποτέλεσμα οι δυο τους να γίνουν φίλες ζωής.

Το σπίτι της βρίσκεται στου Παπάγου και η Ελίζα Μαρέλλι το απόγευμα της συνάντησής μας, κάθεται στο πλευρό του ποιητή Παύλου Ναθαναήλ, ενός ανθρώπου που έχει δουλέψει σκληρά για τον πολιτισμό. Οι δυο τους έβαλαν μπροστά το απαιτητικό έργο δημιουργίας ενός συλλόγου με δράση σχετική με το ελαφρό τραγούδι, κάτι που είχε πρώτη οραματιστεί η Δανάη Στρατηγοπούλου. 

Γεννήθηκα με το συναίσθημα και την αγάπη για τη μουσική. Από μικρή ζήτησα δασκάλα, να έρχεται να με ακούσει που τραγουδούσα και να μου κάνει μάθημα φωνητικής. Έπαιζα και λίγη κιθάρα, μικρή. Μετά, πιάνο… Πάντως, δε νομίζω πως είχα το ταλέντο για να γίνω συνθέτης. Το δικό μου ταλέντο, αυτό κιόλας που με ενδιέφερε να δουλέψω, βρισκόταν μέσα στο λαιμό μου. Αν δεν γινόμουν τραγουδίστρια-που δεν ξέρω, έγινα, τελικά;- θα καταπιανόμουν με κάτι άλλο, κάτι, υποθέτω, καλλιτεχνικό.

Όταν ήμουν 12 χρονών, το Ελληνικό Ωδείο, στο οποίο φοιτούσα, έκανε μια εκδήλωση στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού αφιερωμένη στο κλασικό τραγούδι. Και αντικατέστησα ένα εκ των τριάντα παιδιών που θα τραγουδούσαν. Θυμάμαι είπα την Φλαμουριά του Σούμπερτ και όλοι σηκώθηκαν πάνω, τους είχα αγγίξει την καρδιά. Στους θεατές ήταν και η Δανάη. Πόση υπερηφάνεια είχε αισθανθεί τότε για εμένα. Θέλησαν από την Columbia να γράψω ένα τραγούδι. Οι γονείς μου ανένδοτοι. Η Δανάη τους μαλάκωσε και ξεκίνησε να μου κάνει μαθήματα φωνητικής και πιάνου.

Όταν με πήγε ο Γιαννίδης στον Σουγιούλ, ο δεύτερος αρνήθηκε να με ακούσει να τραγουδάω, επειδή ήμουν πολύ, πολύ μικρή. Μου είπε να ξαναπάω σε μερικά χρόνια.

Ηχογράφησα, τελικά, τον πρώτο μου δίσκο την Πρωτοχρονιά του 1954, 13 χρονών κορίτσι. Για τέσσερα χρόνια, δεν εμφανιζόμουν πουθενά. Τραγουδούσα μόνο στην Columbia. Έβλεπα τους συνθέτες που επρόκειτο να πω τραγούδια τους, αλλά και άλλους. Ας πούμε, θυμάμαι τον Θεοδωράκη που ερχόταν στο στούντιο και κανένας  δεν πίστευε ότι θα κάνει αυτή τη σπουδαία καριέρα. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά. Ήταν ένας αυθόρμητος άνθρωπος, ένας επαναστάτης της μελωδίας. Εκδήλωσε την επιθυμία να ερμηνεύσω δικά του τραγούδια, όταν με άκουσε στη διάρκεια ηχογράφησης στα στούντιο της Κολούμπια, αλλά οι άνθρωποι της εταιρείας με θεωρούσαν ιδανική ερμηνεύτρια του ελαφρού τραγουδιού. 

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας της

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας της

Το 1958, ενήλικη πια, τραγούδησα το «Έρωτα εσύ, μοιραίε μου» των Σουγιούλ και Γιαννακόπουλου, το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα, με πρωτοβουλία του Γιαννίδη, ερμήνευσα ξανά μεγάλες επιτυχίες της εποχής του μεσοπολέμου, όπως ας πούμε το «Θα σε πάρω να φύγουμε», το «Ας ερχόσουν για λίγο», το «Χωριό μου, Χωριουδάκι μου»  τραγούδια που μέχρι σήμερα ακούγονται. Τραγουδίστριες όπως η Σοφία Βέμπο τα είχαν ερμηνεύσει για πρώτη φορά. Έχω υπόψη μου την άποψη μερικών ότι, ας πούμε, μιμήθηκα την Βέμπο. Και απαντώ: είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο, τέτοιες φωνές δε γίνεται να τις μιμηθείς. Η χροιά της φωνής μου, ίσως, έχει κάτι που φέρνει στη Βέμπο. Το είχε πει και η Δανάη δημοσίως ότι το τύμπρο της φωνής ημών των δύο είχε μια ελαφρά συγγένεια. 

Όταν τύχαινε να συναντηθώ με κάποιον και με ρωτούσε «εσείς το λέτε αυτό το τραγούδι;», ας πούμε, εγώ έλεγα όχι. Ήμουν η φωνή χωρίς πρόσωπο, αφού δεν έκανα εμφανίσεις. Μέσα μου, είχα ένα τόσο μεγάλο πάθος για το ελαφρό τραγούδι που με ένοιαζε περισσότερο αυτό, σαν είδος, όχι τόσο εγώ ή ο καθένας που το ερμήνευε. Συνεχίζω να νιώθω έτσι. Ήταν, βέβαια, και το ραδιόφωνο στη μέση. Συμμετείχα σε πάρα πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές, μαζί με σημαντικούς ηθοποιούς. Εγώ τραγουδούσα, αυτοί απήγγειλαν.  

Είναι δύσκολο πράγμα, πάντως, να είσαι 18 χρονών και ο κόσμος να αισθάνεται και να στο δείχνει ότι είσαι εσύ που εκπροσωπείς το ελαφρό τραγούδι. Συνεργάστηκα με πολύ σημαντικούς στιχουργούς και συνθέτες: Σακελλάριος, Πλέσσας, Τραϊφόρος, Πυθαγόρας, και άλλοι ακόμα… Ο Εδουάρδο Μπιάνκο, ο Βύρων Κολάσης, ο Γιάννης Κανελίδης με συνόδευαν με την ορχήστρα τους. Και είχα την χαρά να πω ωραία, μεγάλα τραγούδια, όπως τη Ρεζεντά, το Δυο Πράσινα Μάτια και άλλα… 

Σε πολύ νεαρή ηλικία έρχονται οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες

Σε πολύ νεαρή ηλικία έρχονται οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες

Δεν ήμουν εύκολη στις συνεργασίες μου. Και έτσι έχω παραμείνει. Ας πούμε, τώρα με τον κύριο Ναθαναήλ, στον Σύλλογο Φίλων, αισθάνομαι ότι αν ήταν άλλος στη θέση του, δεν θα μπορούσα να είχα συνεργαστεί.  Αυτό συμβαίνει επειδή και οι δύο συζητούμε με παρρησία, χωρίς να έχουμε κρύψουμε πράγματα ο ένας από τον άλλον, ούτε να πούμε ψέματα. Τον θεωρώ, πια, φίλο και συγγενή μου.  Του μιλάω στον πληθυντικό, γιατί  ξεχνιέμαι καμιά φορά.  Δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος, παιδί μου, ειδικά όσο περνούν τα χρόνια. Μένει ριζωμένος σε αυτά που έμαθε και συνήθισε. 

Πιστεύω ότι είμαι ένας σωστός άνθρωπος. Ένας κανονικός άνθρωπος, αν θέλεις. Ίσως έχω πληγώσει άθελά μου και εν αγνοία μου ανθρώπους. Δεν ζήλεψα, όμως, ποτέ.

«Να πω ότι αν δεν ήταν η Ελίζα, δεν υπήρχε περίπτωση να εμπλακώ με το ελαφρό τραγούδι. Επίσης, ως προς αυτό με τη ζήλια, μπορώ να πω, επειδή ξέρω την Ελίζα 25 χρόνια, ότι αυτή δεν είχε θέση για τέτοια συναισθήματα στην καρδιά της. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν τη ζήλεψαν οι άλλες τραγουδίστριες!», παρεμβαίνει ο  Παύλος Ναθαναήλ.

Δεν έγινα φίλη με καμία άλλη τραγουδίστρια, όπως με την Δανάη. Αυτή με έβγαλε στο τραγούδι, αυτή με πήρε κυριολεκτικά από το χέρι. Όταν άρχισε να γερνάει, της στάθηκα. Μέσα μου λέω, και λίγα έκανα για αυτήν. Ο Αττίκ στην αρχή δεν ήθελε τη Δανάη κοντά του, δεν του πολυάρεσε η φωνή της. Όμως, είχαν αρχίσει να συνεργάζονται, κατά μία έννοια, γιατί η Δανάη τον ακολουθούσε στις εμφανίσεις του και έγραφε για αυτές. Ήταν κάτι σαν δημοσιογράφος. Φυσικά, η Δανάη έλαμψε σύντομα στο πλευρό του. Εγώ τον Αττίκ δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, δυστυχώς… Η Στρατηγοπούλου ήταν ένας σοφός και καλός άνθρωπος. Με σεβόταν και με υπολόγιζε. Όποτε της συνέβαινε κάτι σοβαρό, λάμβανε υπόψη της την άποψή μου. Έσβησε μόνη της, τελικά. Μόνη της και ξεχασμένη!»

Με τον Ηλία Λογοθέτη στο Ηρώδειο

Με τον Ηλία Λογοθέτη στο Ηρώδειο

Ο πατέρας μου έλεγε: η καλλιτεχνία είναι… παλιοτεχνία. Δεν ήθελε να εργάζεται η κόρη του, πολλώ δε μάλλον να εμφανίζεται σε μέρη και να τραγουδάει. Δεν του πήγα κόντρα. Αυτή η νοοτροπία επικρατούσε τότε, ήταν άλλα τα χρόνια. Μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν λίγοι οι τραγουδισταί που εργάζονταν πάνω στο τραγούδι, για λόγους βιοπορισμού. Η δική μου οικογένεια δεν είχε τέτοιο πρόβλημα και δεν υπήρξα καλλιτέχνιδα με την έννοια του επαγγελματία. Το ’68, έφυγε, νέος ακόμα, ο πατέρας μου, χτυπημένος από τον καρκίνο. Λίγο πριν πεθάνει, μου είπε: «Ένα θέλω, να σταματήσεις να τραγουδάς.» Τον αγαπούσα πολύ, το ένιωσα σαν χρέος μου απέναντί του να βάλω φρένο. Είχα ήδη γνωρίσει τον άνδρα μου, τον Θανάση Παπαϊωάννου, έναν άνδρα που θαύμαζα, όχι για τα ωραία του μάτια, ας πούμε, αλλά για την δύναμή του, την αποφασιστικότητά του. Έκανα οικογένεια μαζί του, τρία παιδιά που για να ανατραφούν ήθελε χρόνο και ξεκούραστο μυαλό. Ζήσαμε μαζί στις Κρήνες Κορινθίας, ένας μέρος που ο Θανάσης αγαπούσε πολύ.

Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο από τον εαυτό μου ή κάποια πικρία σχετικά με την καριέρα μου, ότι δεν πέτυχα. Ό ,τι ζητούσα, συνέβαινε. Ήταν επιλογή μου, ας πούμε, να σταθώ πλάι στα παιδιά μου με προσήλωση.

Τις περιόδους που έκανα κάποιον δίσκο, καθόμουν ώρες ατελείωτες να μελετήσω τα τραγούδια, τους στίχους τους. Να τα νιώσω, να τα κάνω δικά μου.  Όταν τα τραγούδαγα, γινόμουν ένα με αυτά, τα αισθανόμουν. Βέβαια, δεν τα απηύθυνα, ούτε τα αφιέρωνα πουθενά. Επίσης, υπήρξα ιδιαίτερα επιλεκτική. Δεν έλεγα πάντοτε ό, τι μου δίνανε να πω. Επιθυμούσα να τραγουδώ τραγούδια που θα με άγγιζαν, τραγούδια που έκρινα καλά εγώ η ίδια.

Έπαιρνα περίπου τέσσερις μισθούς το μήνα, χωρίς να κάνω εμφανίσεις. Άλλωστε, είχα δώσει από νωρίς στα χρήματα την αξία που τους αναλογεί: λίγη. Τα έβαζα στις τσέπες του μοντγκόμερι, εκτός πορτοφολιού και τα πήγαινα σπίτι μου, στη μητέρα μου.  

Αισιοδοξούμε ότι το ελαφρό τραγούδι θα ξανανθίσει. Νομίζουμε ότι ο κόσμος έχει πια κουραστεί από τα λαϊκίζοντα τραγούδια της εποχής. 

Με το Γ. Κατσαρό στη Ρωμαική αγορα

Με το Γ. Κατσαρό στη Ρωμαική αγορα

Το ρεμπέτικο ήταν και είναι κάτι το γοητευτικό στα μάτια του κόσμου, γιατί ήταν από κάθε μεριά απαγορευμένο. Όσο για το λαϊκό τραγούδι, ίσως μιλάει πιο άμεσα στην καρδιά των Ελλήνων. Υπάρχουν μεγάλοι συνθέτες, ένας εκ των οποίων, για εμένα, είναι ο Κουγιουμτζής. Δεν μπορώ να πω, ας πούμε, ότι τρελαίνομαι για τον Τσιτσάνη, θεωρώ ότι ακούστηκε περισσότερο από άλλους το ίδιο και παραπάνω άξιους, για λόγο που δεν γνωρίζω. Έχει κάνει έργο ο Τσιτσάνης, αλλά δεν είναι, κατά την άποψή μου, τεράστιος. Θυμάμαι ο αγαπημένος μου, ο Σουγιούλ, για να αποδείξει ότι δεν είναι κάτι τρομερά δύσκολο το να γράψει κανείς ένα λαϊκό τραγούδι έγραψε το ζεϊμπέκικο που λέγεται ‘Τα νέα της Αλεξάνδρας’ και έγινε, βέβαια, επιτυχία μεγάλη. Θα ξέρεις, άλλωστε, πόσο πολύ κατευθύνεται ο κόσμος: ποια τραγούδια θα ακούει, τι θα βλέπει, πού θα πηγαίνει. Ας μην πω κάτι άλλο.»

Μια σκέψη υπάρχει στο μυαλό μου, τη στιγμή που φεύγω: να δω την Ελίζα Μαρέλλι να τραγουδά πλάι σε ένα μπουζούκι, να συμβεί αυτή η θαυμάσια έκπληξη. «Ποτέ! Δεν μ’ αρέσουν τα μπουζούκια!». Το γεγονός ότι το αρνείται πεισματικά, την κάνει να φαίνεται όσο θαρραλέα είναι στην πραγματικότητα, ως προς το να εκφράσει κάτι με το οποίο ξέρει ότι θα διαφωνούσαν, εκτός από εμένα, σχεδόν οι πάντες. Όχι, βέβαια, η λατρεμένη της Δανάη, όχι ο Αττίκ, όχι οι εκπρόσωποι αυτού του μουσικού είδους που ρίζωσε στην καρδιά της Ελίζας Μαρέλλι και ως τα σήμερα ανθίζει, γεμάτο ερωτευμένες αναμνήσεις και αποχωρισμούς, διαχρονικό και τρυφερό: το ελαφρό τραγούδι.

Οι ενδιαφερόμενοι για το φετινό ημερολόγιο του Συλλόγου Φίλων του Ελαφρού Τραγουδιού που είναι αφιερωμένο την Ελίζα Μαρέλλι (σε κείμενα Ντένη Τζαννάτου και Θεοδώρας Πανούση-Δρούλια) μπορούν να το αποκτήσουν, τηλεφωνώντας στο 210 6527910.

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ